Ξαναμιλώντας για το μονοτονικό

Ξαναμιλώντας για το μονοτονικό

Κύριε διευθυντά
Προφανώς και δεν συμμερίζομαι την παράδοξη απόφανση του κ. Χρ. Γιανναρά (επιφυλλίδα 23/1/2022) ότι «με τη μονοτονική γραφή τελειώνει ιστορικά ο Ελληνισμός». Επομένως, αποδέχομαι εκ προοιμίου και τον ψόγο περί της «αμφίβολης γνωστικής καλλιέργειας και επάρκειας όποιου δεν συνειδητοποιεί το μέγεθος της καταστροφής», όπως ο φίλος συγγραφέας σημειώνει.

Εκείνο όμως που επιθυμώ να υπενθυμίσω απολογούμενος, είναι ότι καθόλου δεν πρόκειται για «αποκοπή της ελληνικής γραφής απ’ την οργανική ζωντανή της συνέχεια τριών χιλιάδων χρόνων τουλάχιστον». Διότι, ως γνωστόν, μόνον περί το 200 π.Χ. επινοήθηκαν στην Αλεξάνδρεια(1) οι τόνοι και τα πνεύματα, ενώ μόνον γύρω στο 400 μ.Χ. η χρήση τους πήρε μια τελική μορφή – χωρίς ωστόσο να γενικευθεί πριν απ’ τον 9ο αιώνα μ.Χ. στο Βυζάντιο. Βλέπετε λοιπόν, πρώτον, ότι από τότε έως σήμερα δεν μαζεύονται με τίποτα «τρεις χιλιάδες χρόνια» και δεύτερον, ότι ο Κλασικός Ελληνισμός έκαμε το θαύμα του χωρίς τόνους – άρα δεν πρόκειται να «αποκοπεί» απ’ την ιστορική συνέχεια λόγω κατάργησης σημαδιών που τα αγνοούσε εντελώς…

Εξάλλου, ο σπουδαίος γλωσσολόγος Γ. Χατζιδάκις (ήδη από τη δεκαετία του 1910) (2) είχε συστήσει για τα δημοτικά σχολεία «να σημαίνηται η θέσις του τόνου απλώς δι’ ενός σημείου […] διακριτικού άνωθεν της τονουμένης συλλαβής […]. Δια τούτου γενομένου, θα απηλλάσσοντο οι του δημοτικού σχολείου μαθηταί των πλείστων κανόνων περί ψιλής και δασείας, περί οξείας, βαρείας και περισπωμένης, περί μακρών και βραχέων. Και σημειωτέον ότι δια της απλοποιήσεως ταύτης […] θα ελάμβανεν η γραφή ον κατά τους αρχαίους χρόνους είχε τύπον». Και ναι μεν δεν είχε προτείνει τη γενίκευση αυτής της απλοποίησης, είχε ωστόσο με ειλικρίνεια περιγράψει την πραγματικότητα, χωρίς να υποπίπτει στο αμάρτημα του… αφελληνισμού.
Αλλο όμως είναι δυστυχώς το κακό με το «πραξικόπημα» του 1982: Δεν ακολουθήθηκαν ούτε οι στοιχειωδέστερες διαδικασίες σύνταξης Κανονιστικών κειμένων: α) εισαγωγικό κείμενο με το σύνολο των επιστημονικών εργασιών επί του θέματος, β) αντιπροσωπευτική Επιτροπή (πάντοτε δε και με συμμετοχή χρηστών του ρυθμιζομένου αγαθού), γ) δημόσιος διάλογος του προσχεδίου απόφασης, δ) ανασύνταξη, ε) πιλοτική εφαρμογή, στ) και νομοσχεδιασμός.

Και ακόμη χειρότερα (όπως σαφέστατα μου διηγούνταν ο αείμνηστος φίλος Φάνης Κακριδής), το ιστορικόν των συνεδριάσεων της Επιτροπής, με την ευθεία επέμβαση του τότε υπουργού Παιδείας, εμείωσε κι άλλο την αντιπροσωπευτικότητα και την αντικειμενικότητα της Επιτροπής εκείνης. Η οποία τελικώς αποδέχθηκε τις εμφανώς λανθασμένες απόψεις του (καθ’ όλα τ’ άλλα σεβαστού) Ε. Κριαρά. Ενώ αγνοήθηκαν οι παλαιότερες επί του ζητήματος θέσεις του Ι. Θ. Κακριδή (3), όπως και η από του 1976 σχετική γνωμοδότηση του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών (4), οι οποίες πρακτικώς θα μπορούσαν περίπου να περιγραφούν από την απλή πρόταση «βάζε οξεία σ’ όσους φθόγγους τονίζονται στον προφορικό λόγο». Και υιοθετήθηκαν τεχνητές εντολές άσχετες εν πολλοίς με την προφορική πραγματικότητα. Εντολές που έχουν προκαλέσει πλήθος συγχύσεων και δυσκολιών στη διδασκαλία, και σοβαρότατα προβλήματα στην ακριβολογία των γραφομένων και στην ευχέρεια της ανάγνωσης κειμένων. Οι ανωμαλίες δε αυτές αναγνωρίζονται τώρα παγκοίνως – γι’ αυτό και στα περισσότερα περί του ζητήματος κείμενα που έχουν έως τώρα δημοσιευθεί, προτείνονται πολυπληθέστατα μερεμέτια του «επισήμου» μονοτονικού μας. Γιατί όμως τότε δεν το αλλάζομε; Αφού, μάλιστα, η λεπτομερής επιστημονική κριτική του ισχύοντος μονοτονικού και οι αντιπροτάσεις (ουσιαστικώς προς την κατεύθυνση Ι. Θ. Κακριδή) είχαν αρχίσει να διατυπώνονται παλαιότερα μεν από τον καθηγητή Ε. Πετρούνια και τον Κ. Βαλεοντή, πιο πρόσφατα δε από τον διευθυντή του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη καθηγητή Γ. Παπαναστασίου (5) και άλλους. Χωρίς να αναφερθώ σε τρεις δικές μου επιφυλλίδες (τη δεκαετία του ’90) και στα τρία απαντητικά άρθρα του Ε. Κριαρά προς εμένα.

• Η αδράνεια περί το ζήτημα θα ήταν πολύ ανησυχητική, αν δεν είχε ξαναρχίσει πρόσφατα ο δημόσιος διάλογος για το θέμα στις φιλόξενες στήλες των τελευταίων τευχών της «Φιλολογικής» (της Πανελλήνιας Ενωσης Φιλολόγων), με συμμετοχή και του συμβούλου του υπουργείου Παιδείας Ι. Σταμουλάκη. 

Τελειώνοντας πάντως, θα έλεγα ότι πολύ πολύ διαφορετικά (και υπαρκτά όντως) είναι τα μέτωπα επιβίωσης του Ελληνισμού – διαφορετικά απ’ τις ψιλές και τις περισπωμένες. Αλλά και πάλι, είναι ντροπή:

• Να καλλιεργούμε στα παιδιά μια σχιζοτονία: Γράφε «κατάνουν», αλλά διάβαζε «κατανούν» και 

• Μην πάθεις και ασφυξία· διάβαζε τη φράση «ναζειςστηςγηςτοφωςβρεγιεμου» διαβάζοντάς την με τις 4 οξείες που σ’ έμαθε η μάνα σου. Μην τολμήσεις όμως να γράψεις καμιάν οξεία. Τις οξείες δεν τις έχομε για να σημαίνουν πού τονίζεται ο λόγος…
Οσο για την ταπεινότητά μου, θέλω να ελπίζω ότι θα προλάβω να ιδώ την (ευχερέστατη άλλωστε) αποκατάσταση του Ορθολογικού Τονισμού.

(1) Κ. Τσαντσάνογλου: «Τονισμός», στο «Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας», Επιμ. Α.-Φ. Χρηστίδη, Ινστ. Νεοελ. Σπουδών, 2001, (σελ. 987).
(2) Γ. Μπαμπινιώτης: «Το Ελληνικό Αλφάβητο», Κέντρο Λεξικολογίας, 2018, (σελ. 273).
(3) Ι. Θ. Κακριδής: «Επιτάφιος», 4η έκδ., 1959, (Τυπ. Γ. Χρήστου).
(4) «Κανόνες του Μονοτονικού Συστήματος», Ινστ. Νεοελ. Σπουδών, 1976.
(5) Γ. Παπαναστασίου: «Νεοελληνική Ορθογραφία», Ινστ. Νεοελ. Σπουδών, 2008, (σελ. 455, ιδίως 457). 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή