Το κονβόι με τα φορτηγά φιλάθλων, το χαρτζιλίκι, και ο αγώνας που δεν είδα για μία σβούρα…

Το κονβόι με τα φορτηγά φιλάθλων, το χαρτζιλίκι, και ο αγώνας που δεν είδα για μία σβούρα…

Κύριε διευθυντά
Τον Νοέμβριο του 1947 η πενταμελής οικογένειά μας (γονείς, εγώ και δύο νεότερες αδελφές μου), λόγω του εμφυλίου πολέμου, εγκατέλειψε το άνετο σπίτι μας στο ορεινό χωριό Μαλακάσι Καλαμπάκας και στριμώχθηκε σ’ ένα δωμάτιο ισόγειας κατοικίας στα Τρίκαλα. Δεν μας ακολούθησαν οι γονείς της μητέρας μου. Τα μοναδικά μας έσοδα στα Τρίκαλα ήταν τα μεροκάματα του πατέρα.

Στα μέσα του 1950 δεν είχαμε επαναπατρισθεί ακόμα. Δεκαπεντάχρονος ήδη και μαθητής Γυμνασίου στα Τρίκαλα, έμαθα ότι σε λίγες ημέρες ο Παναθηναϊκός θα ανέβαινε στη Λάρισα για ένα φιλικό αγώνα με τον Αρη της γειτονικής πόλεως. 

Μόλις το νέο έφτασε στα Τρίκαλα, άρχισαν να οργανώνονται ημερήσιες εκδρομές για τη Λάρισα από φίλους του Παναθηναϊκού, που την ημέρα του παιγνιδιού θα σχημάτιζαν πομπή φορτηγών αυτοκινήτων των οποίων οι επιβάτες-φίλαθλοι υπόσχονταν μια εορταστική ατμόσφαιρα, τόσο κατά τη μετάβαση όσο και κατά την επιστροφή. Παρότι Ολυμπιακός, πολύ θα ήθελα να δω τον Παναθηναϊκό. Ηταν μια ευκαιρία να γνωρίσω και μια άλλη πόλη. Η Αθήνα φάνταζε πολύ μακριά για μένα το 1950. Σκόνταφτα όμως στην τιμή του εισιτηρίου που ζητούσαν οι διοργανωτές της εκδρομής. Μέχρι τότε, ποτέ δεν είχα ζητήσει χαρτζιλίκι από τους γονείς μου. Απλώς δεχόμουν με ευχαρίστηση ό,τι κατά καιρούς και χωρίς σταθερή συχνότητα μου προσέφεραν. Ομως, κανένα φιλοδώρημα που είχα πάρει έως τότε δεν είχε προσεγγίσει την τιμή του εισιτηρίου που χρειαζόμουν για να πάω στη Λάρισα. Επειδή με τίποτα δεν ήθελα να χάσω τον Παναθηναϊκό, αποφάσισα να γίνω μικροέμπορος για λίγες ημέρες. Εκτός από το ποδόσφαιρο, που παίζαμε με τις ώρες, ένα άλλο ήσυχο παιγνίδι ήταν αυτό με τις σβούρες. Οποιος κατόρθωνε, πετώντας τη δική του σβούρα, να καρφώσει του συμπαίκτη τη σβούρα, που ήταν ακίνητη στο έδαφος σε κάποια απόσταση, την κέρδιζε. Αν δεν εύρισκε τον στόχο του, ήταν ο χαμένος. Επειδή είχα γίνει καλός σκοπευτής με μια «γουρλίδικη» σβούρα, συνεχώς κέρδιζα σβούρες, τις οποίες πουλούσα σε χαμένους έναντι αμοιβής που επoίκιλλε από ημέρα σε ημέρα. Γύριζα από γειτονιά σε γειτονιά κερδίζοντας σβούρες, προσπαθώντας να συμπληρώσω το αντίτιμο του εισιτηρίου για τη Λάρισα, το οποίο δεν υπολόγιζα πλέον σε δραχμές αλλά σε σβούρες… Η λύπη μου άγγιξε την απογοήτευση και την απελπισία, όταν είδα και το τελευταίο εκδρομικό φορτηγό αυτοκίνητο να αναχωρεί για τη Λάρισα την ημέρα του αγώνα κι εγώ να μένω πίσω, επειδή δεν πρόλαβα να κερδίσω μία ακόμα σβούρα.
Ευτυχώς, οι γονείς μου δεν έμαθαν την αποτυχία του μικρού τους εμποράκου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή