Θέλει και σεβντά το μεράκι

Κύριε διευθυντά

Τουρκικά ανάλεκτα: «can ç kar huy ç kmaz». Ορθή απόδοση: Η ψυχή βγαίνει, το χούι δεν βγαίνει. ∆ηλαδή, το χούι (με την κακή ή καλή έννοια) πάει μαζί με τον νου στον άλλο κόσμο. Συνήθως το ερμηνεύουν κάπως αλλοιωμένο: «Πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι».

Ο Νίκος Χαρδαλιάς ακόμη και μέσα στη ΜΕΘ ενημερώνεται για τις φωτιές» («Καθημερινή», 20/8/2021, σ. 2). Εδώ το «χούι» αναφέρεται ως έπαινος υπέρ του Χαρδαλιά. Υπερβάλλων ζήλος προς το καθήκον.

Τελευταία πολλή μελάνη χύνεται για την ερμηνεία της λέξης «μεράκι», τουρκικά merak.

1. Λεξικό Α. Β. Θεοφυλακτίδου, 1960. Μerak: περιέργεια, ενδιαφέρον, έφεσις εις τι, ανησυχία. Μerakl: ανήσυχος, έχων κλίσιν εις τι.

2. Λεξικό Faruk Tuncay – Λεωνίδας Καρατζάς, 2000. Μerak: περιέργεια, ανησυχία, έγνοια, σκοτούρα, σκέψη, πάθος.

3. I. Z. Eyubo lu 1991. Türk Dilinin Εtimoloji Sozlü ü, huy περσ., έξις, πείσμα, merak: αραβ. Λαχτάρα για κάτι, για κάποιον.

4. Abdullah Ye in, Yeni Lügat, 1975, merak: έντονη επιθυμία να γνωρίσω – να αποκτήσω κάτι, «kara sevda» (μαύρος έρως, ερωτική απογοήτευση).

Καλά είναι τα λεξικά, αλλά την αυθεντική ερμηνεία τη βρήκα σε ένα βιβλίο για τους ρεμπέτες: «Ρεμπέτικη ανθολογία», Τάσου Σχορέλη, Πλέθρον 1977. «Για να γράψεις κάτι για το ρεμπέτικο δεν φτάνουν τα στοιχεία και η γνώση. Το ρεμπέτικο είναι μεράκι. Και τούτο το βιβλίο γράφτηκε με πολύ μεράκι» (Πρόλογος, σ. 10). Στο γλωσσάρι: «μεράκι = επιθυμία, καημός από οποιαδήποτε αιτία, αδυναμία για κάτι, μερακλής = ο άνθρωπος που έχει εκλεκτά γούστα», σ. 26.

Ιορδανης Β. Παπαδοπουλος

Πρώην γυμνασιάρχης

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή