Η λαχτάρα να δούμε «μαύρο χώμα», η αγωνία για τη σοδειά και το ψωμί της χρονιάς

Η λαχτάρα να δούμε «μαύρο χώμα», η αγωνία για τη σοδειά και το ψωμί της χρονιάς

Κύριε διευθυντά
Ο χειμώνας στα Αγραφιώτικα χωριά είναι άγριος, τουλάχιστον όπως τον έζησα στα πρώτα παιδικά μου χρόνια, πριν από τον πόλεμο του 1940 στην Καστανιά.

Πολλές φορές κρατούσε μήνες και το χιόνι έφτανε σε ύψος μέχρι 2 μέτρα. Λαχταρούσαμε να δούμε μαύρο χώμα. Οταν όμως ερχόταν η άνοιξη, ήταν μεγάλη γιορτή. Στην Αθήνα το πέρασμα από τον χειμώνα στην άνοιξη δεν γίνεται καν αντιληπτό. Εκεί, η άνοιξη εισέβαλλε θριαμβευτικά. Τα οικόσιτα ζώα, κλεισμένα μέσα επί μήνες, όταν έβγαιναν έτρεχαν, έπαιζαν, χοροπηδούσαν. Ηταν αστείο να βλέπεις αγελάδες να χοροπηδούν δίπλα στα κατσικάκια. Κλεισμένοι στα σπίτια τους, οι Καστανιώτες εύρισκαν κάποια διέξοδο και θαλπωρή στο μαγαζί του πατέρα μου.

Σκωπτικοί εκ χαρακτήρος, σχολίαζαν με καυστική σάτιρα τους πάντες και τα πάντα.

Είχαν για κάθε συγχωριανό κάποιο «παρατσούκλι» ή ένα έμμετρο σχόλιο που ταίριαζαν τέλεια στην εμφάνιση, στον χαρακτήρα και στη συμπεριφορά του σχολιαζόμενου. 

Ομως υπήρχαν και στιγμές στοχασμού με αφηγήσεις που περιείχαν έντονο συναίσθημα. Μικρός μαθητής παρακολουθούσα τις συζητήσεις τους με μεγάλο ενδιαφέρον. Μια φράση που είχα ακούσει πολλές φορές με είχε εντυπωσιάσει: «Αχ, πού είναι εκείνα τα μπιρικέτια»; Ο τρόπος με τον οποίο εκφραζόταν αυτή η φράση υπέκρυπτε ένα έντονο παράπονο και μία αβάσταχτη νοσταλγία. Περιέργως, τα αισθήματα αυτά μεταβιβάζονταν ενστικτωδώς και σε μένα. Αυτός είναι ο λόγος που θυμάμαι τη φράση αυτή ύστερα από τόσες δεκαετίες. Δεν είχα καταλάβει στην αρχή τη σημασία της. Ρώτησα όμως και έμαθα ότι μπιρικέτι, λέξη μάλλον τουρκική, σημαίνει σοδειά. Παρέμεινε όμως το ερώτημα γιατί η σοδειά ήταν τόσο πλούσια παλαιότερα, ώστε να τη νοσταλγούν και τώρα δεν ήταν. Την απάντηση στο ερώτημα τη βρήκα όταν σπούδαζα γεωπονία.

Τα χωράφια προέκυπταν συνήθως από εκχέρσωση θαμνωδών εκτάσεων.

Επειδή δε οι επίπεδες επιφάνειες σπανίζουν, ήταν αναγκασμένοι να περιορίζονται στις πλαγιές. Τα εδάφη που προέκυπταν από τις εκχερσώσεις είχαν δεχθεί επί αιώνες την πλούσια οργανική ουσία της βλάστησης που τα κάλυπτε. Η αποδόμηση της οργανικής ουσίας πλούτιζε το έδαφος με τα ανόργανα στοιχεία τα οποία είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη και απόδοση των καλλιεργούμενων φυτών. Ετσι, τα πρώτα χρόνια μετά την εκχέρσωση, η απόδοση των καλλιεργειών, η σοδειά (μπιρικέτι) ήταν ιδιαίτερα πλούσια και οι καλλιεργητές πανηγύριζαν. Η ευτυχία τους όμως δεν κρατούσε επ’ αόριστον, επειδή παρενέβαινε η διάβρωση του εδάφους, η οποία ήταν έντονη: αφενός διότι είχε φύγει η βλάστηση που τη συγκρατούσε, αφετέρου γιατί την ευνοούσε η κλήση του εδάφους. Είχαμε λοιπόν μία προϊούσα απόπλυση του εδάφους από τα γόνιμα στοιχεία με αντίστοιχη φθίνουσα απόδοση των καλλιεργειών. Επειδή δε ήταν μόνιμη η ανάγκη εξασφάλισης του ψωμιού της χρονιάς, οι καλλιεργητές έψαχναν αλλού εκτάσεις για εκχέρσωση. Η τάση αυτή είχε γίνει έντονη στα πρώτα χρόνια της Κατοχής διότι, τότε, είχε καταστεί σχεδόν αδύνατη η αγορά σιταριού και καλαμποκιού.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή