Πειραϊκή Πατραϊκή, Ιζόλα και νοικοκυριά

Πειραϊκή Πατραϊκή, Ιζόλα και νοικοκυριά

Κύριε διευθυντά
«Ο Παπαδιαμάντης», γράφει ο Ελύτης, «είναι απ’ τους τελευταίους που προφτάσανε να γεράσουν μ’ αυτά που πρωτοαγάπησαν». Στην αγκαλιά, δηλαδή, μιας καθησυχαστικής, ανάλλαχτης καθημερινότητας. Ξεφυλλίζοντας, όμως, το αφιέρωμα της «Κ», «Καινοτομία και βιομηχανικός μετασχηματισμός στην Ελλάδα, 1950-1973» του Λ. Αναστασάκη, μπορεί να πει κανείς ότι ο λόγος του ποιητή ισχύει για δυο τρεις γενιές ακόμη μετά τον Παπαδιαμάντη. Μέχρι δηλαδή τη δεκαετία του ’50, όπου δυο εταιρείες –από τις επτά που ακτινογραφούνται στη μελέτη του ερευνητή–, η «Ιζόλα» και η «Πειραϊκή-Πατραϊκή», θα οδηγούσαν τη χώρα μας στο δεύτερο και τρίτο επίπεδο τής, κατά Μaslow, κλίμακας των ανθρωπίνων αναγκών. Η χώρα, έχοντας καλύψει μόλις το πρώτο επίπεδο της κλίμακας (διατροφή και στοιχειώδης στέγαση), θα εισερχόταν δειλά στην ικανοποίηση και των πρώτων κοινωνικής εντάσεως ανθρωπίνων αναγκών (ευπρεπής ένδυση, βελτίωση καθημερινότητας, κοινωνική αναβάθμιση).

Η «Πειραϊκή-Πατραϊκή», τού «ντύνει, στολίζει, νοικοκυρεύει», θα ολοκλήρωνε την αλυσίδα: εγχώριο βαμβάκι – νήμα – ύφασμα – έτοιμο προϊόν, προσφέροντας οικονομικά και ποιοτικά βαμβακερά υφάσματα στις ελληνικές βιομηχανίες, στις οικοτεχνίες και στον τελικό καταναλωτή. Πρωταγωνίστρια, σε αυτό που αποκλήθηκε «εκδημοκρατισμός της ένδυσης και της οικοσκευής», με ευρύτερες κοινωνικές συνέπειες.

«Τα πανιά αυτού του καραβιού, η τέντα αυτού του ρετιρέ, αυτό το στρώμα, αυτό το κάλυμμα, αυτές οι κουρτίνες, αυτά τα σεντόνια και μαξιλαροθήκες, αυτή η τέντα του φορτηγού και άλλα πολλά, κατασκευάζονται από ύφασμα “Πειραϊκής-Πατραϊκής”», διαφήμιζε η εταιρεία.

Η «Ιζόλα», με το σλόγκαν «Ο πολιτισμός στο σπίτι», θα κυριολεκτούσε. Εκμεταλλευόμενη τη μόλις αποκτηθείσα πλεονάζουσα παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τη ΔΕΗ, θα πρόσφερε στα ελληνικά νοικοκυριά αξιόπιστες λευκές συσκευές, κυριότατα κουζίνες και ψυγεία. Τότε θα καθιερωθεί μια νέα κατηγορία οικιακής κατανάλωσης, η λεγόμενη Τ3, για σπίτια που χρησιμοποιούσαν ρεύμα, όχι μόνο για φωτισμό. Η συνεργασία και οι συνέργειες της ΔΕΗ και της «Ιζόλα» θα μετέτρεπαν μία, μέχρι τότε, πολυτέλεια για λίγους, σε «εφικτή άνεση» για το μέσο –αστικό και μη– ελληνικό νοικοκυριό.

Είχε έλθει η ώρα ο ηλεκτρισμός να εισβάλει και στη χώρα μας, κουβαλώντας τη νέα εποχή. Αυτή, που η γενιά των σημερινών υπερηλίκων θα υποδεχόταν έκθαμβη, με δέος αλλά και με μια απορητική ματιά νηπιακής τάξεως. Τίποτα, πλέον, δεν θα ήταν όπως πριν.

Ας αφήσουμε, όμως, τη λογοτεχνία να μας μιλήσει. Εχει τον τρόπο της (Μανώλης Πρατικάκης, Η Κρήτη, περιοδικό Η Λέξη): «Η νέα εποχή θα έφτανε ώς εμάς (…) με τη μορφή ενός διάφανου σχεδόν άυλου αχλαδιού: ένας γυάλινος φαλακρός καρπός με ψυχρό αιχμηρό φως. Αναβε κι έσβηνε στο ταβάνι, πατώντας εδώ χαμηλά ένα μαντζούνι-διακόπτη. Ενα ρέκβιεμ, αυτό, στη χαμένη απτότητα, εκείνη που αντικατέστησε το γλυκό φως του λυχναριού, αυτό το κατοικίδιο χειροποίητο άστρο, που έκανε τα πράγματα να κολυμπάνε ανάλαφρα ολόγυρά μας.

Η μητέρα τού έβαζε λάδι με το λαδικό. Το βαμβακερό φυτίλι, στριφτή ελάχιστη πλεξίδα, το απορροφούσε αργά. Υστερα άναβε το σπίρτο και το πλησίαζε στην άκρη του. Βλέπαμε τη μικρή γήινη φλόγα να γεννιέται εκεί, σ’ αυτόν τον μικρό λειτουργικό κύκλο της ανθρώπινης επινοητικότητας. Η αργή καύση, σε παράλληλο βηματισμό έντυνε με απαλές ανταύγειες τις αργόσυρτες ώρες μας».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή