Αποστολή τους ήταν να σκοτώσουν τον πατέρα

Αποστολή τους ήταν να σκοτώσουν τον πατέρα

Κύριε διευθυντά

Ο πατέρας μου Λουκάς Γεωργίου Αυγερίκος γεννήθηκε το 1907 στην Αράχωβα Βοιωτίας.

Υπηρέτησε στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και με τη λήξη αυτού επέστρεψε με τα πόδια από την Αλβανία στην Αράχωβα.

Το καλοκαίρι (θέρος) του 1943 έρχεται ειδοποίηση από τον Νικηφόρο ότι πρόκειται να χτυπήσουν τους Ιταλούς και ζητάει να πάνε άνδρες να συμμετάσχουν στη μάχη. Ενας ικανός αριθμός ανδρών ξεκίνησε να πάει και έφτασε έως την Κουκοβίστα όπου του έδωσαν ό,τι όπλα ήταν διαθέσιμα.

Στην Κουκοβίστα τους υποδέχτηκε και τους μίλησε ο πολιτικός υπεύθυνος Γιάννης Αλεξάνδρου (∆ιαμαντής). Ο ∆ιαμαντής αφού τους μίλησε για τον αγώνα κατά των Γερμανών και των Ιταλών, εντέχνως και πλαγίως άφησε να εννοηθεί ότι θα χτυπήσουν και τον Ψαρρό (ΕΚΚΑ).

Υπήρξε σιωπηλή αντίδραση και ο ∆ιαμαντής τους είπε «όποιος θέλει να μείνει, μένει, και όποιος θέλει να φύγει, παραδίδει τα όπλα του και φεύγει». Εμεινε μόνο ένας. Οι υπόλοιποι, μεταξύ των οποίων και ο πατέρας μου, έφυγαν για την Αράχωβα αφού παρέδωσαν τα όπλα τους σε κάποιον Αραχωβίτη, ο οποίος κρατούσε και το ονοματεπώνυμο καθενός καθώς και τι όπλο παρέδωσε.

Η ονομαστική λίστα «εντέχνως» έφτασε στα χέρια του διοικητή της ιταλικής φρουράς. Ο διοικητής κατάλαβε αμέσως ότι η κατάσταση εστάλη σε αυτόν, αλλά με ποιον σκοπό; Μα για να αρχίσει τις συλλήψεις, τις φυλακίσεις κ.λπ. ώστε να υποχρεωθούν, εκ των πραγμάτων, να στρατολογηθούν στις μονάδες του ΕΛΑΣ «οικειοθελώς» για να σωθούν. Ο Ιταλός διοικητής δεν τους συνέλαβε αλλά τους υποχρέωσε σε τακτά χρονικά διαστήματα να δηλώνουν παρών. Ο πατέρας μου κατόπιν αυτών ενεργοποιήθηκε στην αντιστασιακή ομάδα της περιοχής, το 5/42 σύνταγμα του Ψαρρού (ΕΚΚΑ).

Το φθινόπωρο του 1945 καθώς ο πατέρας μου κατέβαινε νύχτα από την αγορά στο σπίτι, και φτάνοντας στις βρύσες στα «Ρίτσα, κάποιος τον πυροβόλησε χωρίς να τον πετύχει, και αυτή ήταν η πρώτη απόπειρα δολοφονίας εναντίον του.

Την άνοιξη του 1946 ειδοποιούν τον πατέρα μου ότι τον περιμένουν δυο ξένοι που πηγαίνουν προς τον Κούκουρα. Χωρίς δισταγμό τους προλαβαίνει μετά το ∆ημοτικό Σχολείο και τους ρωτάει τι θέλουν. Εκείνοι του απαντούν ότι ήρθαν να του μιλήσουν και του ζητούν να πάνε λίγο πιο πέρα. Ο πατέρας μου μάλλον πρώτη φορά δεν είχε μαζί του όπλο. Οταν έφτασαν στον Κούκουρα και εκείνοι συνέχιζαν, ο πατέρας μου τους λέει να γυρίσουν πίσω, έχοντας το δεξί του χέρι στην τσέπη και τεντωμένο τον δείκτη σαν να κρατάει περίστροφο. Εκείνοι κάνουν το λάθος να γυρίσουν πίσω. Καθ’ οδόν ειδοποιεί με νοήματα κάποιον φίλο του και εκείνος τους πλησιάζει με ένα όπλο. Ετσι έφτασαν μέχρι την Αστυνομία, όπου ύστερα από ανάκριση, ομολόγησαν ότι ήρθαν από την Αθήνα με εντολή να εκτελέσουν τον Λουκά Γεωργίου Αυγερίκο.

Ενα βράδυ καλοκαιριού του 1946 οι γονείς μου κοιμούνταν με ανοιχτό παράθυρο, το οποίο έβλεπε στα κεραμίδια του αχυρώνα. Κάποια στιγμή τη νύχτα η μάνα μου ξύπνησε από κάποιο θόρυβο και είδε έναν άνδρα πάνω στα κεραμίδια. Αμέσως έβαλε τις φωνές να ξυπνήσει ο πατέρας μου, αλλά ο άγνωστος είχε ήδη φύγει.

Το καλοκαίρι του 1947 η οικογένειά μας εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.

*Αθήνα

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή