«Πέτρα είχαμι, πέτρα δουλιψάμι»

«Πέτρα είχαμι, πέτρα δουλιψάμι»

Κύριε διευθυντά

Είναι δύσκολο να βρεις τα λόγια που μπορούν να εκφράσουν με ακρίβεια και ενάργεια τα αισθήματα, όσα μας κυριεύουν, όταν διακρίνουμε σε κάποιες πράξεις των ξενιτεμένων μας, των Ελλήνων της μεγάλης σύγχρονης Διασποράς, γυμνές τις ψυχές τους και αναγνωρίζουμε σ’ αυτές το αρχαίο μέταλλο της αρετής τους – τόσο αρχαίο όσο ο Ομηρος και όσο ο Οδυσσέας και ο νόστος του και ο καπνός ο αναθρώσκων… Τη δυνατότητα να «υποστείς» τη συγκίνηση μιας τέτοιας ανακάλυψης τη δίνουν σε όσους την αναζητούν οι μικρές εφημερίδες, όχι τόσο των επαρχιακών πόλεων, όσο των τοπικών συλλόγων άλλων ξενιτεμένων, εκείνων της εσωτερικής μετανάστευσης που άδειασε τα χωριά και φυλάκισε τη νοσταλγία τους στα 80 τετραγωνικά των αστικών συνοικισμών.

Είναι μια άλλη, λυπητερή και χαρούμενη μαζί, ιστορία, αυτή της έκδοσης και κυκλοφορίας των εντύπων επικοινωνίας μεταξύ συγχωριανών και συμπατριωτών – όπου της Ελλάδας και όπου γης! Λυπητερή, επειδή η κρίση στράγγισε και ξέρανε τις πηγές της πενιχρής χρηματοδότησής τους από τις συνδρομές των αναγνωστών κι έτσι πολλές σταμάτησαν και άλλες ψυχομαχούν. Χαρούμενη, όμως, γιατί αρκετές μπορούν ακόμα και τα καταφέρνουν, επειδή νικάει τις δυσκολίες ο έρωτας της μικρής πατρίδας, μέσα στην αγκαλιά της μεγάλης, όσο μακριά κι αν είναι – όσο μακρύτερα τόσο η αγάπη μεγαλύτερη… Μια τέτοια εφημερίδα, που τα περιεχόμενά της έδωσαν και την αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις, είναι η τριμηνιαία έκδοση με τον τίτλο «Πεντάλοφος Βοΐου», του Πολιτιστικού Συλλόγου Πενταλόφου (παλιά ονομασία Ζουπάνι), ο οποίος έβαλε μόνιμο απόφθεγμα πάνω από τον τίτλο τα λόγια του Ζουπανιώτη μάστορα «Πέτρα είχαμι, πέτρα δουλιψάμι», γιατί σ’ εκείνα τα περήφανα μαστοροχώρια μας της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου το χώμα είναι λιγοστό, ενώ περισσεύουν τα βράχια και η πέτρα και «επί την πέτραν ταύτην» οικοδομούν οι ορεσίβιοι συμπατριώτες μας όχι μόνο σπίτια και ναούς, αλλά και τη μεγάλη εκκλησία του ελληνικού ήθους που κράτησε και κρατάει όρθιο το Γένος.

Η αφορμή, λοιπόν, είναι ο «Πεντάλοφος», γιατί οι δικές του στήλες φιλοξενούν τα περισσότερα δείγματα πράξεων και χειρονομιών που αποκαλύπτουν πόσο βαθύ και ριζιμιό είναι το μεράκι των ξενιτεμένων μας, πόσο η καρδιά τους έχει μείνει στην πατρίδα και στήνει τ’ αυτί στα λόγια του ποιητή «Α! πώς χτυπά καμιά φορά τούτ’ η καρδιά κι αναφτερά/ τώρα στα γεροντάματα/ σα νιος να ξαναχαίρομαι φεγγάρι-μέρα, αστροφεγγιά, /δύσες, γλυκοχαράματα[…], όλα της πατρίδας τα ξεχωριστά και τ’ ασύγκριτα…». Ομως και στις στήλες όλων των τοπικο-συλλογικών μικρών εφημερίδων διαβάζει κανείς μηνύματα και βλέπει τα πειστήρια έμπρακτης απόδειξης της αγάπης τους. Στήλες με ονόματα, και χωρίς, προσφορών σε ποσά, μικρά και μεγάλα, από την Αμερική, την Αυστραλία, τον Καναδά, τη Βραζιλία, τη Νότιο Αφρική, τη Γερμανία, σε δολάρια, σε ευρώ, σε άλλα νομίσματα, για τους ιερούς ναούς των χωριών, για τα σχολεία, για την ίδια την εφημερίδα – και καμιά φορά προσφορές που τις συνοδεύουν σπαρακτικής απλότητας αφιερώσεις: «Για να συγχωρεθούν τα πεθαμένα μου», «Στη μνήμη της γιαγιάς και του παππού μου που πέθαναν στο χωριό», «Για τον Αγιο Γεώργιο που με βάφτισαν», «Για το καμπαναριό, που ακούω στον ύπνο την καμπάνα του»…

Γερασιμος Μιχαηλ Δωσσας, Θεσσαλονίκη

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή