Το πραγματικό τέλος των μνημονίων και οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν

Το πραγματικό τέλος των μνημονίων και οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν

Εν μέσω πολλών προκλήσεων, η Ελλάδα φέτος πρέπει να επιστρέψει σε δημοσιονομική ισορροπία.

7' 4" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

To ελατήριο της ανάκαμψης δούλεψε εντυπωσιακά το 2021 στην ελληνική οικονομία. Με ανάκαμψη της τάξης του 7%, σύμφωνα με την επίσημη εκτίμηση της κυβέρνησης, καλύφθηκε ήδη το 70% των απωλειών του 2020, όταν το ίδιο ελατήριο είχε δουλέψει επίσης εντυπωσιακά, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση, φέρνοντας ύφεση 9%.

Κανονικά, ο προϋπολογισμός –και ο σχεδιασμός– της κυβέρνησης προβλέπει αίσιο μέλλον: στο τέλος της φετινής χρονιάς, με ανάπτυξη 4,5%, θα υπερκαλυφθούν κατά 1,7% οι απώλειες του 2020 και στη συνέχεια, με τη βοήθεια και του Ταμείου Ανάκαμψης, θα διατηρείται ένας ικανοποιητικός ρυθμός ανάπτυξης, που θα κρατήσει την οικονομία σε ενάρετο δρόμο, μεσοπρόθεσμα. 

Στον ορίζοντα αυτόν και υπό τις προϋποθέσεις αυτές, η κυβέρνηση ή οι επόμενες κυβερνήσεις θα μπορούν να εξασφαλίσουν τον απαραίτητο δημοσιονομικό χώρο για να προχωρήσουν σε ελαφρύνσεις φόρων ή ενίσχυση κάποιων δαπανών, κατά προτίμηση επενδυτικών, αν το θεωρούν σκόπιμο.

Οι νέες προκλήσεις

Η πραγματικότητα, ωστόσο, έφερε στην εκπνοή της προηγούμενης χρονιάς νέες πηγές ανησυχίας:

1. Τη μετάλλαξη Όμικρον, που ήρθε να προστεθεί στο τέταρτο κύμα του κορωνοϊού, επαναφέροντας το φάσμα νέων lockdown και υγειονομικών αναγκών, με πιθανό σημαντικό πρόσθετο δημοσιονομικό κόστος.

2. Τον επίμονο πληθωρισμό, που προβλέπεται να κινηθεί πάνω από 3% κατά μέσο όρο τους τρεις τελευταίους μήνες του 2021 και τους τρεις πρώτους του 2022, σύμφωνα με πρόσφατη εκτίμηση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα. Συγκριτικά με τον μέσο όρο της ΕΕ, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα παρέμενε χαμηλότερος στο τέλος του 2021, αλλά έχοντας σημειώσει αλματώδη αύξηση. Ένα πρόβλημα που απειλεί τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, αλλά και την ανάπτυξη και ως εκ τούτου και τη δημοσιονομική θέση της χώρας.

Στη σκιά των παραπάνω προβλημάτων, η Ελλάδα πρέπει να επιστρέψει το 2022 σε δημοσιονομική ισορροπία. Ένα μικρό πρωτογενές έλλειμμα 1,2% του ΑΕΠ, όπως προβλέπει ο προϋπολογισμός, μπορεί να είναι ανεκτό, με ορίζοντα επιστροφής όμως σε πρωτογενή πλεονάσματα το 2023. Το πόσο υψηλά θα είναι αυτά θα προσδιοριστεί στη διάρκεια της τρέχουσας χρονιάς, σε συνδυασμό με τις αποφάσεις που θα ληφθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τις αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας. Ωστόσο, η ανάγκη επιστροφής σε πλεονάσματα όχι μόνο δεν αμφισβητείται, αλλά αποτελεί όρο επιβίωσης για πολλούς λόγους.

Κατ’ αρχάς, η Ελλάδα, όπως υπενθυμίζουν με κάθε ευκαιρία πολλοί αναλυτές, δεν είναι μια χώρα όπως οι περισσότερες άλλες της ΕΕ. Έχει το υψηλότερο χρέος στην ΕΕ, έστω κι αν είναι διαχειρίσιμο, και αυτό δεν το ξεχνούν οι αγορές και οι οίκοι αξιολόγησης. Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, τα ομόλογά της εξακολουθούν να βρίσκονται σε μη επενδυτική βαθμίδα και ως εκ τούτου δεν είναι επιλέξιμα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Η πανδημία έβαλε στον «πάγο» αλλά δεν εξαφάνισε αυτά τα ειδικά, ελληνικά προβλήματα. Η ΕΕ επέτρεψε στην Ελλάδα να δημιουργήσει ελλείμματα και να αυξήσει περαιτέρω το χρέος της, που έφτασε τα 350 δισ. ευρώ ή το 197,1% του ΑΕΠ της πέρυσι (από 341 δισ. ευρώ ή 206,3% του ΑΕΠ της το 2020), προκειμένου να πολεμήσει τον κορωνοϊό, και η κυβέρνηση το έκανε με ένα από τα πλέον γενναιόδωρα πακέτα στην Ευρώπη, 43,3 δισ. ευρώ (ή 31 δισ. ευρώ σε δημοσιονομική βάση) για την τριετία 2020-2022. Μάλιστα, όπως υποστηρίζουν οι διεθνείς οργανισμοί στις εκθέσεις τους, η ΕΕ, αλλά και το ΔΝΤ και ο ΟΟΣΑ, η απόσυρση αυτών των μέτρων πρέπει να γίνει σταδιακά και με προσοχή, ώστε να μην κινδυνεύσει η χώρα από ένα κύμα «λουκέτων» και αναζωπύρωσης της ανεργίας, που έδειχνε να υποχωρεί τον προηγούμενο χρόνο (στο 15,9% την υπολόγιζε ο προϋπολογισμός κατά μέσο όρο το 2021, για να υποχωρήσει περαιτέρω στο 14,2% το 2022). Σπεύδουν, όμως, οι ίδιοι οργανισμοί να προσθέσουν ότι η Ελλάδα πρέπει να επιδείξει σύνεση στη δημοσιονομική της πολιτική, καθώς είναι μια χώρα με υψηλό δημόσιο χρέος. «Είναι σημαντικό να διατηρηθεί η συνετή δημοσιονομική πολιτική, για να διασφαλισθεί η μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών», σημείωσε η Κομισιόν τον περασμένο Νοέμβριο.

Επιπλέον, η Ελλάδα είναι μια χώρα με μεγάλο επενδυτικό κενό. Τα μνημόνια της προηγούμενης δεκαετίας απαξίωσαν το κεφάλαιο της χώρας, με αποτέλεσμα να «λείπουν» κάπου 130 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με τους τελευταίους υπολογισμούς.

Ακόμη, η χώρα εξακολουθεί να πάσχει από μεταρρυθμιστική υστέρηση. Μπορεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να την «περνάει» από τις αξιολογήσεις της ενισχυμένης εποπτείας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κάλυψε την απόσταση που χρειαζόταν σε ό,τι αφορά μια σειρά κρίσιμων τομέων: τη δικαιοσύνη, την παιδεία, τη λειτουργία των αγορών, την εξόφληση των οφειλών του Δημοσίου προς τους ιδιώτες. Η πανδημία αποτέλεσε αιτία ή και αφορμή να συνεχιστούν οι καθυστερήσεις και να εξασθενήσουν οι μεταρρυθμιστικές τάσεις.

Οι προϋποθέσεις της ανάπτυξης

Η κυβέρνηση ποντάρει στην προοπτική μιας ισχυρής ανάπτυξης, με την πολύτιμη συμβολή του Ταμείου Ανάκαμψης, ως απάντηση στα παραπάνω προβλήματα.

Το άλμα του 2021, ωστόσο, δεν πρέπει να μας ξεγελά. Δεν είναι παρά η εκτίναξη του ελατηρίου που πιέστηκε πολύ το 2020. Για τη συνέχεια θα απαιτηθούν πολλές προϋποθέσεις προκειμένου να συνεχιστεί η αναπτυξιακή πορεία με ρυθμούς της τάξης του 3% και υψηλότερους, για δέκα χρόνια ακόμα, όπως απαιτείται για να συγκλίνει η χώρα με τους εταίρους της, σύμφωνα με πρόσφατη επισήμανση του γενικού διευθυντή του ΙΟΒΕ, καθηγητή Νίκου Βέττα.

Πρέπει να επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις, ώστε να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και να βελτιωθούν οι εξαγωγές και το εξωτερικό ισοζύγιό της. Χωρίς αυτές, η μακροπρόθεσμη τάση της οικονομίας είναι για ανάπτυξη μόλις 1%, εξαιτίας των δημογραφικών τάσεων και της χαμηλής παραγωγικότητας της χώρας, ή 2% την επόμενη δεκαετία, με τη βοήθεια του Ταμείου Ανάκαμψης. Οι ρυθμοί αυτοί δεν είναι αρκετοί για τη σύγκλιση.

Το κομμάτι των μεταρρυθμίσεων περιλαμβάνει και τον χρηματοπιστωτικό τομέα, στον οποίο σημειώνεται μεν πρόοδος, υπό την έννοια της μείωσης των κόκκινων δανείων, αλλά όχι ακόμη πλήρης εξυγίανση, αφού παραμένει ασθενής η κεφαλαιακή τους δομή, εξαιτίας της μεγάλης συμμετοχής των αναβαλλόμενων φόρων. Την ίδια ώρα, τα κόκκινα δάνεια έχουν μεταφερθεί στους διαχειριστές, αλλά παραμένουν ως πληγή, αφού σε πολύ μικρό ποσοστό έχουν ρυθμιστεί.

Μεσοπρόθεσμα, η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου παραμένει ζητούμενο. Η μεγάλη συμμετοχή της κατανάλωσης στο ΑΕΠ καθιστά ευάλωτη την αναπτυξιακή διαδικασία. Για το 2022 προβλέπεται έκρηξη επενδύσεων, με αύξηση του ποσοστού τους κατά 21,9% έναντι αύξησης κατά 3% της ιδιωτικής κατανάλωσης, χάρη στο Ταμείο Ανάκαμψης. Δεν θα είναι περίπατος. Ο ίδιος ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θόδωρος Σκυλακάκης, αναγνώρισε, μιλώντας στη Βουλή, ότι «η απορρόφηση 3,2 δισ. ευρώ από το Ταμείο το 2022 θα είναι δύσκολο στοίχημα». Και θα γίνει δυσκολότερο τα επόμενα χρόνια, καθώς θα περάσουμε από την «εύκολη» χρηματοδότηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων, με προγράμματα όπως το «Εξοικονομώ», στα μεγάλα έργα. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά τα δάνεια του Ταμείου, προϋποθέτουν τουλάχιστον ισόποσο κεφάλαιο από τους ιδιώτες επενδυτές και τον δανεισμό από τις τράπεζες. Μένει να φανεί κατά πόσον το επενδυτικό ενδιαφέρον θα είναι επαρκές για να απορροφηθούν τα 12,7 δισ. ευρώ του Ταμείου, αν και οι πρώτες ενδείξεις ήταν ενθαρρυντικές.

Η έξοδος από την ενισχυμένη εποπτεία

Το 2022 είναι η χρονιά εξόδου της χώρας από το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας, με άλλα λόγια το τέλος των μνημονίων. Η απλή εποπτεία θα συνεχιστεί, φυσικά, για πολλά χρόνια ακόμα, έως ότου εξοφληθεί το 75% του χρέους της χώρας στην ΕΕ.

Η απόφαση για το πότε θα γίνει η έξοδος θα ληφθεί με εισήγηση της Κομισιόν και αυτή τη στιγμή σταθμίζονται τα δεδομένα, ώστε να γίνει αυτό την κατάλληλη χρονική συγκυρία. Κατ’ αρχάς, βεβαίως, πρέπει να ικανοποιηθούν, σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστον, οι δεσμεύσεις της ενισχυμένης εποπτείας. Μεταξύ άλλων, η Ελλάδα έχει δεσμευτεί να μηδενίσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές της έως τα μέσα της φετινής χρονιάς, να θέσει σε λειτουργία το νέο πληροφοριακό σύστημα της ΑΑΔΕ, να ολοκληρώσει τους δασικούς χάρτες κ.ά. Αν όλα πάνε καλά, έχει λαμβάνειν επίσης άλλο 1,5 δισ. ευρώ περίπου σε μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.

Επιπλέον, οι θεσμοί θα συνεκτιμήσουν το αν είναι έτοιμη η ελληνική οικονομία και τα ομόλογα του Δημοσίου να αντιμετωπίσουν τις αγορές χωρίς το «δίχτυ ασφαλείας» που αποτελεί, με κάποιον τρόπο, η στενή παρακολούθηση της ενισχυμένης εποπτείας.

Ακόμα πιο σημαντικός στόχος για την Ελλάδα το 2022 είναι να τεθούν μετριοπαθείς στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων για τα επόμενα χρόνια. Η ελληνική πλευρά ελπίζει να κατέβει ο πήχης αρκετά χαμηλά, στο 1,5-2% του ΑΕΠ, ώστε να έχει κάποια περιθώρια ελευθερίας στην άσκηση της δημοσιονομικής της πολιτικής.

To πραγματικό τέλος του μνημονιακού εφιάλτη, ωστόσο, θα σηματοδοτήσει περισσότερο η αναβάθμιση των ομολόγων σε επενδυτικη βαθμίδα, κάτι που τοποθετείται προς το τέλος της φετινής χρονιάς ή στις αρχές του 2023. 

Σωστή δημοσιονομική συμπεριφορά, με έκφραση βούλησης για επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα και εξασφάλιση προϋποθέσεων για ρυθμό ανάπτυξης τουλάχιστον 3,5% την προσεχή πενταετία, είναι, σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Eurobank Φωκίωνα Καραβία, δύο βασικά όπλα για να πεισθούν οι οίκοι αξιολόγησης να επισπεύσουν την αναβάθμιση. Είναι μια μάχη που, κατά τον ίδιο, πρέπει να δώσουν από κοινού κυβέρνηση και τράπεζες.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή