Τριετία ισχυρής ανάπτυξης στην Ελλάδα βλέπουν οι διεθνείς οίκοι

Τριετία ισχυρής ανάπτυξης στην Ελλάδα βλέπουν οι διεθνείς οίκοι

Οι ισχυρές επιδόσεις του 2021 δημιουργούν αισιοδοξία για την πορεία της οικονομίας το νέο έτος.

60' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το 2021 αποτέλεσε έτος-ορόσημο για την ελληνική οικονομία, καθώς κατάφερε να καλύψει σε μεγάλο βαθμό το πλήγμα που επέφερε η πανδημία στο ΑΕΠ, να διατηρήσει τη συνεχή παρουσία της στις αγορές, με εκδόσεις χρέους που σημείωσαν εντυπωσιακή ζήτηση από ποιοτικούς επενδυτές, και με κόστη δανεισμού τα οποία κινήθηκαν σε ιστορικά χαμηλά, ακόμα και αρνητικά επίπεδα, να διατηρήσει υψηλά ταμειακά διαθέσιμα παρά τα κοστοβόρα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης που εφάρμοσε η κυβέρνηση, δίνοντας έτσι ένα σήμα «ασφάλειας» στις αγορές, να κρατήσει «ζωντανό» τον κύκλο αναβαθμίσεων της αξιολόγησής της από τους οίκους, με τον στόχο επίτευξης της επενδυτικής βαθμίδας στο πρώτο μισό του 2023 να θεωρείται απόλυτα εφικτός, καθώς και να «νικήσει» ακόμα και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις για τον τουρισμό, ο οποίος σημείωσε δυναμικό comeback. Και όλα αυτά τη στιγμή που ο τραπεζικός κλάδος έκανε μεγάλα βήματα προς την ομαλοποίηση, μειώνοντας σημαντικά το απόθεμα των κόκκινων δανείων και όντας έτοιμος να στηρίξει την ανάπτυξη.

Περίπου μία δεκαετία μετά την κρίση χρέους, η Ελλάδα, χάρη στην εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, έχει επιτύχει έναν πολύ σημαντικό μετασχηματισμό, έχει ισχυρή αξιοπιστία στο εξωτερικό και έχει γίνει ένας ελκυστικός επενδυτικός προορισμός για ορισμένους τομείς.

Η πολύ ισχυρή βάση του 2021 δίνει τη δυνατότητα έτσι ώστε το 2022 να αποτελέσει το έτος της πλήρους επιστροφής της Ελλάδας στην κανονικότητα και στα προ Covid επίπεδα. Με «όπλο» τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και με «οδηγό» τις επενδύσεις, οικονομία και τράπεζες γυρίζουν σελίδα.

Η διατήρηση ενός σταθερού πολιτικού σκηνικού, η προώθηση θεσμικών μεταρρυθμίσεων, η ενθάρρυνση των ξένων επενδύσεων και η πλήρης «εκμετάλλευση» των πόρων της ΕΕ παρέχουν μια μοναδική ευκαιρία για τη χώρα. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει πως οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι δεν είναι υπαρκτοί.

Μετά το σοκ της πανδημίας, το χρέος της Ελλάδας είναι πλέον πολύ υψηλότερο από ό,τι κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης, ενώ η μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας παραμένει πολύ χαμηλή, λόγω και των δυσμενών δημογραφικών τάσεων. Θα πρέπει επίσης να αρχίσει να προσαρμόζεται σε ένα νέο περιβάλλον στο οποίο η στήριξη της ΕΚΤ –η οποία από τον Μάρτιο του 2020 έχει ενεργοποιήσει το έκτακτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης PEPP, που περιλαμβάνει αγορές ελληνικών ομολόγων– μπορεί να είναι πιο περιορισμένη. Επίσης, η Covid-19 σε καμία περίπτωση δεν έχει τελειώσει, οπότε ένας από τους βασικούς κινδύνους είναι η εξέλιξη της πανδημίας σε σχέση με πιθανές νέες παραλλαγές και οι επιπτώσεις στην οικονομία, ιδιαίτερα στον τουρισμό και στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα στον τραπεζικό τομέα.

Η «Κ» απευθύνθηκε στους πέντε οίκους αξιολόγησης S&P, Moody’s, Fitch, DBRS και Scope Ratings, καθώς και σε οκτώ από τους μεγαλύτερους διεθνώς επενδυτικούς οίκους και τράπεζες, τις Deutsche Bank, J.P. Morgan, Bank of America, HSBC, ING, Wood and Company, UniCredit, Oxford Economics, με 18 συνολικά αναλυτές – οικονομολόγους να δίνουν τις εκτιμήσεις τους για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και των ελληνικών τραπεζών.

Τα ερωτήματα που τέθηκαν ήταν κοινά και επικεντρώθηκαν στα εξής: 1) προβλέψεις για την ανάπτυξη, το χρέος, τα ελλείμματα και τον τουρισμό το 2022 και έπειτα, και ποια αποτελούν τα «κλειδιά» για ενίσχυση της οικονομικής ανάκαμψης, 2) τι είναι αυτό που θα ενισχύσει την ανοδική τροχιά των αναβαθμίσεων της ελληνική οικονομίας, 3) κατά πόσο είναι προσωρινό φαινόμενο η εκτίναξη του πληθωρισμού και πόσο απειλεί την ελληνική ανάκαμψη 4) πού έχει φτάσει η Ελλάδα, περίπου μία δεκαετία μετά την κρίση χρέους και την προσφυγή στα πακέτα διάσωσης και 5) πόσο κοντά βρίσκεται ο ελληνικός τραπεζικός κλάδος στην ομαλοποίηση και ποιες είναι οι πιθανές προκλήσεις.


Τριετία ισχυρής ανάπτυξης στην Ελλάδα βλέπουν οι διεθνείς οίκοι-1

Οι μεταρρυθμίσεις έχουν βελτιώσει αισθητά την εικόνα της οικονομίας

Ο οίκος αξιολόγησης S&P εκτιμά πως η Ελλάδα, με τη βοήθεια και των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, έχει μπροστά της πολλά χρόνια δυναμικής και υψηλότερης του ευρωπαϊκού μέσου όρου ανάπτυξης, όπως σημειώνει ο ανώτερος διευθυντής του οίκου για την Ευρώπη και επικεφαλής αναλυτής, Μάρκο Μρσνικ:

Αναμένουμε ισχυρή ανάκαμψη 7,2% το 2021 και περίπου 5% και 4,4,%, αντίστοιχα, το 2022 και το 2023. Μέσα στα επόμενα τρία χρόνια, η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας θα ξεπεράσει τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένου του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ.

Οι ισχυρές οικονομικές επιδόσεις τροφοδοτήθηκαν κυρίως από την εγχώρια ζήτηση και τις εξαγωγές φέτος. Σε κλαδική βάση, τα στοιχεία επιβεβαιώνουν την επιταχυνόμενη οικονομική ανάκαμψη. Ο τουρισμός αντιπροσωπεύει περίπου το 10% της συνολικής απασχόλησης και λίγο λιγότερο από το 7% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας. Το 2019, οι καθαρές τουριστικές εξαγωγές της Ελλάδας έφθασαν το ιστορικό υψηλό των 15,4 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί στο 8,4% του ΑΕΠ. Δεν προβλέπουμε την επιστροφή των καθαρών κερδών από τον τουρισμό στα υψηλά επίπεδα προ πανδημίας, πριν από το 2023-2024. Ωστόσο, τα κέρδη στον κλάδο βελτιώνονται ραγδαία και οι προοπτικές για το 2022 είναι θετικές, δεδομένης της προγραμματισμένης σημαντικής αύξησης των διεθνών αφίξεων φέτος. Τον Αύγουστο του 2021, οι εξωτερικές ταξιδιωτικές εισπράξεις έφτασαν ήδη το 75% των επιπέδων του Αυγούστου του 2019. Αν και έχει σημειωθεί κάποια πρόοδος στην παράταση της διάρκειας της υψηλής περιόδου του τουρισμού, το τρίτο τρίμηνο αντιπροσωπεύει συνήθως λίγο λιγότερο από τα δύο τρίτα των κερδών από τον τουρισμό ολόκληρου του έτους.

Η δραστηριότητα στον τομέα των κατασκευών και της μεταποίησης ανακάμπτει γρήγορα, με τον δείκτη PMI να έχει φτάσει σε επίπεδα που δεν είχαν παρατηρηθεί από τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Η οικονομική ανάκαμψη –η οποία αντικατοπτρίζεται επίσης στη μείωση του ποσοστού ανεργίας– υποστηρίχθηκε από τα δημοσιονομικά μέτρα της κυβέρνησης για το 2020, όπως η μείωση του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων για τα χαμηλά εισοδήματα, η μείωση των φόρων ακίνητης περιουσίας και το αναθεωρημένο χρονοδιάγραμμα πληρωμής των ληξιπρόθεσμων φόρων. Κατά την άποψή μας, αυτά τα μέτρα ενίσχυσαν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και την ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης.

Πιστεύουμε ότι η ελληνική οικονομία θα επωφεληθεί σημαντικά από τους διαθέσιμους πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης. Η Ελλάδα θα λάβει επιχορηγήσεις 17,8 δισ. ευρώ έως το 2026 και δάνεια 12,7 δισ. ευρώ, χωρίς να ληφθούν υπόψη τα διαθέσιμα δάνεια μέσω του προγράμματος SURE που αφορά τη στήριξη των θέσεων εργασίας ή της πιστωτικής γραμμής πανδημίας του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας. Περισσότερο από το ένα τρίτο των κονδυλίων έχει προγραμματιστεί να κατευθυνθεί στην πράσινη μετάβαση της χώρας, σχεδόν το ένα τέταρτο για την ψηφιοποίηση και το υπόλοιπο για τη στήριξη ιδιωτικών επενδύσεων, πολιτικών αγοράς εργασίας, υγειονομικής περίθαλψης και δημόσιας διοίκησης, συμπεριλαμβανομένων της φορολογικής διοίκησης και της Δικαιοσύνης. Πιστεύουμε ότι, εάν χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά, αυτά τα κεφάλαια θα μπορούσαν να επιταχύνουν τις διαρθρωτικές βελτιώσεις στην οικονομία και να συμβάλουν σε ισχυρότερη ανάπτυξη.

Ως αποτέλεσμα, η επενδυτική δραστηριότητα αναμένεται να βελτιωθεί το 2021, παράλληλα με την αύξηση των καθαρών άμεσων ξένων επενδύσεων.

Οι ιδιωτικοποιήσεις επιβραδύνθηκαν το 2020 λόγω της πανδημίας, αλλά η κυβέρνηση «ανέβασε» σημαντικά ρυθμούς το 2021, διευκολύνοντας τα προγραμματισμένα έργα του ιδιωτικού τομέα.

Κυρίως λόγω του αντίκτυπου της ισχυρότερης από την αναμενόμενη οικονομικής ανάκαμψης σε δημόσια έσοδα και δαπάνες, υπολογίζουμε ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα το 2021 θα βρεθεί στο 9,1% του ΑΕΠ, έναντι των προβλέψεων της κυβέρνησης για έλλειμμα 10%. Το 2022 αναμένουμε ότι η απόσυρση των περισσότερων δημοσιονομικών μέτρων θα σημαίνει ότι το έλλειμμα θα μειωθεί απότομα στο 3,1% του ΑΕΠ, σε σύγκριση με τον κυβερνητικό στόχο του 3,6%. Η διαφορά και στα δύο έτη εξηγείται από την υψηλότερη πρόβλεψή μας για οικονομική ανάπτυξη 7,2% το 2021 και 5% το 2022 σε σύγκριση με αυτές της ελληνικής κυβέρνησης. Ως αποτέλεσμα, αναμένουμε ότι το δημόσιο χρέος θα μειωθεί σε περίπου 195% του ΑΕΠ το 2021 και σε περίπου 186% το 2022.

Τριετία ισχυρής ανάπτυξης στην Ελλάδα βλέπουν οι διεθνείς οίκοι-2

Ο μετασχηματισμός της Ελλάδας

Η Ελλάδα την τελευταία δεκαετία έχει υποστεί έναν πολύ σημαντικό μετασχηματισμό, που υποστηρίζεται από την αυξανόμενη προβλεψιμότητα των πολιτικών και την εφαρμογή διαρθρωτικών οικονομικών και δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες αντανακλώνται στη σταθερή βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας.

Αυτές οι μεταρρυθμίσεις οδήγησαν, μεταξύ άλλων, στην αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας. Στο πλαίσιο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι το μερίδιο των εξαγόμενων αγαθών και υπηρεσιών (πλην των ναυτιλιακών υπηρεσιών) έχει διπλασιαστεί, σε σύγκριση με μόλις 19% του ΑΕΠ το 2009. Η χώρα έχει σημειώσει πρόοδο στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Η κυβέρνηση μειώνει τη γραφειοκρατία (ειδικά για να επιταχύνει τις επενδύσεις), αντιμετωπίζει την αναποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος, θα ολοκληρώσει τη διαδικασία του κτηματολογίου έως τα μέσα του 2022 και προωθεί τον ψηφιακό μετασχηματισμό, ιδιαίτερα στον τομέα των υπηρεσιών. Αυτό περιλαμβάνει την ενσωμάτωση της κατάρτισης ψηφιακών δεξιοτήτων στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, καθώς και την ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης. Επιπλέον, η κυβέρνηση έχει υιοθετήσει μεταρρυθμίσεις για την επαγγελματική κατάρτιση και την τριτοβάθμια εκπαίδευση για τη βελτίωση των αποτελεσμάτων της αγοράς εργασίας.

Πιστεύουμε ότι οι επιτυχημένες μεταρρυθμίσεις πιθανότατα θα οδηγήσουν σε κέρδη παραγωγικότητας, θα ενισχύσουν τα μακροοικονομικά αποτελέσματα και θα βελτιώσουν την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους μεσομακροπρόθεσμα. Κατά την άποψή μας, τα διαθέσιμα κεφάλαια στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως καταλύτης για τέτοιες μεταρρυθμίσεις, με τις προηγούμενες και τις συνεχιζόμενες διαρθρωτικές πρωτοβουλίες να αναμένεται να τονώσουν την οικονομική ανάπτυξη.

Η δημοσιονομική θέση της Ελλάδας έχει επίσης βελτιωθεί σημαντικά λόγω της μεγάλης διαρθρωτικής δημοσιονομικής εξυγίανσης, που οδηγεί σε αξιόλογα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα. Αυτές οι διαρθρωτικές δημοσιονομικές προσπάθειες αντανακλώνται επίσης στην προσδοκία μας για ταχεία μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος τα επόμενα χρόνια, η οποία θα επιτρέψει στο δημόσιο χρέος προς το ΑΕΠ να συνεχίσει να μειώνεται μετά τις δυσμενείς επιπτώσεις της πανδημίας.

Παρά το ακόμη υψηλό δημόσιο χρέος, η δομή του οποίου χαρακτηρίζεται από μεγάλο ποσοστό επίσημων δανείων, το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησής του είναι τώρα πολύ χαμηλότερο – κατά μέσον όρο περίπου 1,4%, ενώ η σταθμισμένη μέση ωρίμανση είναι τα 19 έτη περίπου. Αναμένουμε ότι αυτή και οι μελλοντικές δράσεις διαχείρισης του χρέους, συμπεριλαμβανομένης της πρόωρης αποπληρωμής μέρους των διμερών δανείων (GLF) και του υπόλοιπου δανείων του ΔΝΤ που απομένει, θα συμβάλουν στην ελάφρυνση του επιτοκιακού βάρους της κυβέρνησης, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη η σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους λόγω των επιπτώσεις της πανδημίας. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα εισήλθε στην πανδημία με σημαντικά δημοσιονομικά αποθέματα – συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων, που εκτιμώνται στο 16% του ΑΕΠ το 2021.

Επιπλέον, σε ό,τι αφορά την Ευρωζώνη, η σημερινή κατάσταση είναι εκ διαμέτρου αντίθετη από εκείνη πριν από μια δεκαετία. Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας πέρυσι να θεωρήσει τα ελληνικά κρατικά ομόλογα επιλέξιμα για το έκτακτο πρόγραμμα πανδημίας PEPP και ως εγγύηση για τις πράξεις επαναγοράς, είναι βασική για την πρόσβαση της Ελλάδας σε χρηματοδότηση σε προσιτές τιμές, κατά την άποψή μας. Ταυτόχρονα, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η ελληνική οικονομία επωφελείται ουσιαστικά από το Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο δεν ήταν διαθέσιμο στη διάρκεια της κρίσης χρέους.

Οι κίνδυνοι για την Ελλάδα αυτή τη στιγμή σχετίζονται κυρίως με την εξέλιξη της πανδημίας, σε σχέση με πιθανές νέες μεταλλάξεις της Covid-19 και τις επιπτώσεις τους στην οικονομία, ιδιαίτερα στον τουρισμό και στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα στον τραπεζικό τομέα. Η χαμηλότερη από την προγραμματισμένη απορρόφηση των επιχορηγήσεων του NGEU θα περιόριζε επίσης τις οικονομικές επιδόσεις, κάτι το οποίο η S&P δεν εκτιμά επί του παρόντος ότι θα συμβεί.

Συνολικά, πιστεύουμε ότι όσον αφορά την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, το ισοζύγιο κινδύνων είναι θετικό, με περιθώρια για ισχυρότερη από την αναμενόμενη οικονομική απόδοση και περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, δεδομένης της συνέχισης των τιτλοποιήσεων (και μέσω του σχεδίου «Ηρακλής 2»).

Πιθανή η αναβάθμιση τους επόμενους 6-12 μήνες

Οι θετικές προοπτικές που δίνει η S&P στην αξιολόγηση της Ελλάδας (BB) σημαίνουν ότι θα μπορούσε να υπάρξει αναβάθμιση μέσα στους επόμενους 6-12 μήνες, εάν η οικονομική ανάκαμψη είναι ταχύτερη από ό,τι προβλέπουμε επί του παρόντος και ισχυρότερη από αυτή των υπολοίπων χωρών της Ευρωζώνης. Η αναβάθμιση της αξιολόγησης θα μπορούσε επίσης να εξαρτηθεί από τη σημαντική βελτίωση των δημοσιονομικών επιδόσεων, σε συνδυασμό με αξιοσημείωτη μείωση των NPEs στο τραπεζικό σύστημα. Η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων παράλληλα με την ισχυρή οικονομική ανάκαμψη και τις βελτιωμένες δημοσιονομικές επιδόσεις είναι επομένως καίριας σημασίας. Σε αυτό το σενάριο, τα NPEs θα συρρικνωθούν επίσης σημαντικά, κάτι που θα ωφελούσε τη νομισματική μετάδοση, κατά την άποψή μας.

Οι βασικές προκλήσεις για τις τράπεζες

Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχουν σημειώσει οι ελληνικές τράπεζες, ειδικά στο μέτωπο της μείωσης των κόκκινων δανείων, έχουν ακόμη αρκετό δρόμο να διανύσουν για την… ευρωπαϊκή κανονικότητα, επισημαίνει ο Γκιοκσενίν Καραγκιόζ, επικεφαλής της S&P για τον ελληνικό χρηματοπιστωτικό κλάδο:

Παρά την αύξηση των αξιολογήσεών μας για την Ελλάδα τον Απρίλιο του 2021, συνεχίζουμε να βλέπουμε το χρηματοπιστωτικό σύστημα ως ουραγό στην Ευρωζώνη. Το υψηλό ποσό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αν και πρόσφατα έχει βελτιωθεί, η αδύναμη ποιότητα και τα αδύναμα επίπεδα κεφαλαίου και η περιορισμένη προοπτική κερδών συνεχίζουν να περιορίζουν την πιστοληπτική ικανότητα των ελληνικών τραπεζών.

Σε ό,τι αφορά τα NPEs, οι τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες έχουν σημειώσει σοβαρή πρόοδο στη διαδικασία προς την ομαλοποίηση, από την εφαρμογή του σχεδίου «Ηρακλής». Με τη μόχλευση του σχεδίου και του αυξημένου επενδυτικού ενδιαφέροντος από αγοραστές προβληματικών περιουσιακών στοιχείων για το ελληνικό επισφαλές χρέος, οι ελληνικές τράπεζες μείωσαν την «κληρονομία» των NPEs κατά περισσότερα από 30 δισ. ευρώ τα τελευταία τρία χρόνια.

Δεδομένων των πολύ μεγάλων όγκων συνεχιζόμενων και επερχόμενων πωλήσεων NPE, αναμένουμε ότι οι δείκτες NPE των τραπεζών θα συνεχίσουν να βελτιώνονται το 2021 και το 2022, παρά την προσδοκία μας για υψηλότερο σχηματισμό προβληματικών δανείων λόγω της πανδημίας Covid-19. Αναμένουμε ότι ο δείκτης NPE σε όλο το σύστημα θα πέσει κάτω από το 15% μέχρι το τέλος του 2022 και κάτω από το 10% για ορισμένες τράπεζες. Ωστόσο, αναμένουμε ότι οι μετρήσεις ποιότητας του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών θα παραμείνουν ασθενέστερες από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η βασική πρόκληση για την πιστοληπτική ικανότητα των ελληνικών τραπεζών είναι το υψηλό ποσό των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs) στο κεφάλαιο tier 1. Τον Ιούνιο του 2021, τα DTCs αποτελούσαν μεταξύ του 61% και του 91% των κοινών ιδίων κεφαλαίων των τεσσάρων μεγάλων ελληνικών τραπεζών.

Επιπλέον, η πίεση στα περιθώρια και στα έσοδα από προμήθειες θα συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2022, καθώς ο ανταγωνισμός αυξάνεται στον τραπεζικό κλάδο. Η ζήτηση για νέα δάνεια από τα νοικοκυριά παραμένει χαμηλή, ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης παραμένει σταθερός για τα εταιρικά δάνεια. Η αναμενόμενη χρησιμοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης θα μπορούσε να τονώσει τη ζήτηση για το τελευταίο. Το χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης και η ουσιαστική εξοικονόμηση κόστους, χάρη στις μειώσεις των δικτύων και του αριθμού εργαζομένων τα τελευταία χρόνια, θα βοηθήσουν πάντως στη στήριξη της κερδοφορίας.


Τριετία ισχυρής ανάπτυξης στην Ελλάδα βλέπουν οι διεθνείς οίκοι-3

Ταχεία ανάκαμψη πέρυσι, ταχύτερη ανάπτυξη φέτος

Ο οίκος αξιολόγησης Moody’s και ο αντιπρόεδρος και επικεφαλής για την Ελλάδα, Στέφεν Ντικ, προβλέπει πως η Ελλάδα θα κινηθεί με ισχυρούς μέσους ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης περίπου 2,5% το 2022-2025, με το τρέχον έτος όπως και το 2021 να είναι από τα ισχυρότερα:

H οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας καθ’ όλη τη διάρκεια του 2021 ήταν πολύ ισχυρότερη από ό,τι αρχικά αναμενόταν και εκτιμούμε πως η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί κατά περίπου 6% έως 6,5% το 2021 και περίπου 4% έως 4,5% το 2022. Οι βασικοί κίνδυνοι περιλαμβάνουν κυρίως την εξέλιξη της πανδημίας. Πέραν του 2022, θεωρούμε ότι η πρόσβαση στους πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ταμείου Ανάκαμψης αποτελεί το βασικό στοιχείο που θα στηρίξει την ανάπτυξη, με το πραγματικό μέγεθος του αντίκτυπου να εξαρτάται από την ταχύτητα υλοποίησης των έργων του προγράμματος «Ελλάδα 2.0».

Για το 2022 έως το 2025 προβλέπουμε μέσους ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης περίπου 2,5%, με δυνητικό μακροπρόθεσμο θετικό αντίκτυπο μετά το 2025, που θα εξαρτηθεί από τη συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Η ισχυρή αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ μαζί με τον υψηλότερο πληθωρισμό οδηγεί σε συγκριτικά ισχυρή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ περίπου 6,5% κατά μέσον όρο το 2021 και το 2022, που συγκρίνεται με μόνο 0,7% ετησίως κατά μέσον όρο την περίοδο 2015-2019.

Αυτό υποστηρίζει τις βελτιώσεις στο δημοσιονομικό ισοζύγιο/ΑΕΠ και στους δείκτες χρέους/ΑΕΠ της κυβέρνησης: αναμένουμε ότι το δημοσιονομικό ισοζύγιο θα βελτιωθεί σε περίπου 4% του ΑΕΠ έως το 2022, από 10,1% το 2020, και η επιβάρυνση του χρέους θα μειωθεί στο 191% από 206%.

Οι βασικές πιστωτικές προκλήσεις

Η πανδημία και η επακόλουθη κυβερνητική δημοσιονομική στήριξη οδήγησαν σε επιδείνωση των δημοσιονομικών μετρήσεων της ελληνικής κυβέρνησης και πιστεύουμε ότι θα χρειαστεί να περιμένουμε τουλάχιστον έως το 2025 για να δούμε σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα και επιστροφή του χρέους πιο κοντά στο προ πανδημίας επίπεδο.

Συνεπώς, όπως έχουν δείξει και οι θετικές μας ενέργειες στην αξιολόγηση της Ελλάδας από τον Ιούνιο του 2017 έως σήμερα, μεταξύ των οποίων υπήρξαν και διπλές αναβαθμίσεις, πιστεύουμε ότι υπήρξε βελτίωση στα θεμελιώδη μεγέθη της Ελλάδας σε τομείς όπως το θεσμικό πλαίσιο και το πλαίσιο διακυβέρνησης, τα οποία έχουν ήδη επιφέρει απτή πρόοδο σε τομείς όπως η φορολογική διοίκηση και η συμμόρφωση και η καταπολέμηση της διαφθοράς.

Η ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης και του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης έχει θετικές επιπτώσεις στη φορολογική συμμόρφωση καθώς και στην αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης και συμβάλλει στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.

Επίσης, παρά τον αρνητικό αντίκτυπο από την πανδημία, βλέπουμε θετικές εξελίξεις στους δείκτες της αγοράς εργασίας, με τα ποσοστά ανεργίας να κινούνται σε επίπεδα που δεν έχουν παρατηρηθεί από το 2010-2011, και βελτίωση στο μέτωπο των επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των ξένων επενδύσεων.

Οι βασικές πιστωτικές προκλήσεις για την Ελλάδα σχετίζονται με τη μείωση του πολύ υψηλού επιπέδου χρέους, το οποίο θα απαιτήσει μια συνετή δημοσιονομική στάση για τα επόμενα χρόνια, τη διατήρηση της εστίασης στην ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων και τη συνέχιση της επιτάχυνσης της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών.

Τι θα φέρει νέα αναβάθμιση

Αν και η αναστροφή των βελτιώσεων που παρατηρήθηκαν τα τελευταία χρόνια είναι απίθανη, θα χρειαστούν μερικά χρόνια μέχρι να ενσωματωθούν πλήρως και να γίνουν ορατά τα οφέλη από τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις και τις μεταρρυθμίσεις διακυβέρνησης. Σημειώνουμε επίσης ότι η πανδημία έχει προκαλέσει καθυστέρηση στην ολοκλήρωση ορισμένων μεταρρυθμίσεων.

Η αξιολόγηση της Ελλάδας θα δεχόταν ανοδική πίεση εάν η περαιτέρω πρόοδος στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αποφέρει απτά αποτελέσματα με τη μορφή ισχυρότερων επενδύσεων και ενισχύσει και σταθεροποιήσει τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης.

Μια ταχύτερη μείωση του δείκτη δημόσιου χρέους από ό,τι προβλέπεται σήμερα θα ήταν επίσης θετική για την αξιολόγηση, όπως και η επίλυση των συνεχιζόμενων ζητημάτων ποιότητας του ενεργητικού του τραπεζικού τομέα.

Ευκαιρίες και προκλήσεις για τις τράπεζες

Από την πλευρά του, ο Νώντας Νικολαΐδης, αντιπρόεδρος και υψηλόβαθμο στέλεχος πιστωτικών αξιολογήσεων της Moody’s, μιλάει για τη σημαντική πρόοδο που έχουν σημειώσει οι ελληνικές τράπεζες, για τις νέες ευκαιρίες που δημιουργούνται για τον κλάδο, καθώς και τις προκλήσεις που επιμένουν:

Η Moody’s έχει επί του παρόντος μια θετική προοπτική αξιολόγησης για τις τέσσερις μεγαλύτερες συστημικές ελληνικές τράπεζες, εν αναμονή περαιτέρω βελτιώσεων στην ποιότητα του ενεργητικού τους και στη φερεγγυότητα. Αναμένουμε ότι θα εφαρμοστούν περισσότερες τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) και πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων και το 2022, γεγονός που θα μειώσει τα συνολικά προβληματικά δάνεια στα βιβλία των τραπεζών, ενώ θα συνεισφέρουν επίσης σε αυτό το θέμα από αναδιαρθρώσεις δανείων και οι ρευστοποιήσεις.

Ο ενδεχόμενος σχηματισμός νέων NPEs λόγω της πανδημίας είναι απίθανο να ανατρέψει τα σχέδια των τραπεζών να επιτύχουν τους στόχους μείωσης NPE σε μονοψήφιο δείκτη NPE τους επόμενους 12-18 μήνες. Στην πραγματικότητα, αναμένουμε ορισμένες από τις τράπεζες να επιτύχουν αυτόν τον στόχο μέχρι το τέλος του 2021, καθώς οι τιτλοποιήσεις NPE πραγματοποιούνται σταδιακά. Οι ελληνικές τράπεζες στοχεύουν επί του παρόντος σε δείκτη NPE περίπου στο 5-6% μέχρι το τέλος του 2022, ενώ ο μέσος όρος για τις μεγάλες τράπεζες της Ε.Ε. είναι πιο κοντά στο 2% από τον Ιούνιο του 2021.

Αυτή η προσπάθεια θα υποστηριχθεί επίσης από τη χορήγηση νέων δανείων, η οποία θα έχει θετικό παρονομαστή στον δείκτη NPE και θα δώσει επίσης ώθηση στα έσοδα και στην κερδοφορία των τραπεζών, βελτιώνοντας τη συνολική τους φερεγγυότητα. Αναμένουμε ότι οι βελτιωμένες προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, η οποία θα λάβει περίπου 30 δισ. ευρώ χρηματοδότηση από την Ε.Ε. και το Ταμείο Ανάκαμψης, θα προσφέρουν περαιτέρω καλές ευκαιρίες στις τράπεζες να επεκτείνουν τα χαρτοφυλάκια δανείων τους και να βελτιώσουν τα έσοδά τους.

Ταυτόχρονα, οι ελληνικές τράπεζες θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν προκλήσεις όσον αφορά τη βελτίωση της ποιότητας των κεφαλαίων τους, καθώς ένα μεγάλο μέρος της κεφαλαιακής τους βάσης είναι με τη μορφή αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs). Παρόλο που αυτά τα περιουσιακά στοιχεία βοηθούν τις τράπεζες να ανταποκριθούν άνετα στις εποπτικές κεφαλαιακές απαιτήσεις τους, κατά την άποψή μας δεν αποτελούν σταθερή και απτή μορφή κεφαλαίου που απορροφά ζημίες.


Τριετία ισχυρής ανάπτυξης στην Ελλάδα βλέπουν οι διεθνείς οίκοι-4

Η μείωση χρέους, «κλειδί» για αναβάθμιση πιστοληπτικής ικανότητας 

Σταδιακή υποχώρηση του δείκτη χρέους της Ελλάδας προβλέπει ο οίκος αξιολόγησης Fitch, ικανοποιώντας έτσι έναν από τους βασικούς παράγοντες που θα φέρουν την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας, όπως επισημαίνει ο Αλεξ Μουσκατέλι, επικεφαλής αξιολογήσεων του οίκου για την Ελλάδα, ο οποίος εκτιμά συνέχιση της ισχυρής ανάπτυξη της χώρας και το 2022:

Αναμένουμε ότι η ελληνική οικονομία θα επεκταθεί κατά 6,0% το 2021 και μπορεί να υπάρξει κάποια ανοδική περαιτέρω πρόβλεψη, καθώς η ετήσια αύξηση του ΑΕΠ σε πραγματικούς όρους ήταν 7,2% το πρώτο εξάμηνο του έτους. Το 2022 η ανάκαμψη θα συνεχιστεί, καθώς η διάθεση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης της Ε.Ε. θα επιταχύνεται και θα αυξάνει τις πραγματικές δαπάνες. Οι επιχορηγήσεις ανέρχονται στο 10,1% του ονομαστικού ΑΕΠ του 2019, καθιστώντας την έναν από τους σημαντικότερους δικαιούχους, και υποθέτουμε ότι λίγο λιγότερο από το 45% θα δαπανηθεί το 2021-2023.

Το έλλειμμα αναμένεται να κινηθεί στο 10,0% του ΑΕΠ το 2021, πριν υποχωρήσει το 2022, καθώς τα μέτρα στήριξης για την πανδημία αποσύρονται σταδιακά και η οικονομική ανάκαμψη στηρίζει τα έσοδα. Αυτό θα οδηγήσει τον δείκτη του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, που κορυφώθηκε το 2020 και θα φτάσει το 204,7% φέτος, να υποχωρεί στο 201,9% το 2022.

Οι προβλέψεις μας λαμβάνουν υπόψη μια μη πλήρη ανάκαμψη στον τουριστικό τομέα σε σύγκριση με τα προ πανδημίας επίπεδα. Πράγματι, αναμένουμε ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα παραμείνει αυξημένο τα επόμενα δύο χρόνια, επίσης λόγω της ώθησης που θα δώσει η εγχώρια ζήτηση στις εισαγωγές.

Τα κεφάλαια του NGEU θα δώσουν ουσιαστική ώθηση στη συνολική ζήτηση στην ελληνική οικονομία, ιδιαίτερα σε κρατικές δαπάνες και επενδύσεις. Ένα θετικό στοιχείο είναι το γεγονός ότι δεν συμπεριλαμβάνουμε ακόμη τον αντίκτυπο των δανείων του NGEU στις προβλέψεις μας για την ανάπτυξη. Η συνιστώσα των δανείων έχει διαθέσιμα 12,7 δισ. ευρώ (περίπου 7% του ΑΕΠ του 2019). Θα συμπεριλάβουμε τον αντίκτυπο αυτών όταν θα είναι διαθέσιμες περισσότερες πληροφορίες για τα σχετικά έργα και τη χρηματοδότηση με την πάροδο του χρόνου.

Σε ό,τι αφορά τους καταλύτες αναβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, η μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ότι το δημόσιο χρέος/ΑΕΠ επιστρέφει σε σταθερή καθοδική πορεία και η συνεχής βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού του τραπεζικού τομέα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε θετική δράση αξιολόγησης.

Απαραίτητη η εστίαση στις επενδύσεις

Η ελληνική οικονομία είχε θετική αναπτυξιακή δυναμική τα τρία χρόνια πριν από την πανδημία και έδειξε ανθεκτικότητα μετά την απότομη πτώση της δραστηριότητας το δεύτερο τρίμηνο του 2020. Ωστόσο, το συνολικό επίπεδο του ΑΕΠ εξακολουθεί να απέχει αρκετά από το επίπεδο πριν από την κρίση του δημόσιου χρέους. Ειδικότερα, οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένουν πολύ κάτω από τον μέσο όρο πριν από το 2008. Τα κεφάλαια του NGEU θα αντιμετωπίσουν αυτό το έλλειμμα τουλάχιστον εν μέρει.

Η εξέλιξη της πανδημίας, με τη δυνατότητα επαναφοράς των περιορισμών στην υγεία, αποτελεί έναν κίνδυνο για τις οικονομικές προοπτικές τους επόμενους μήνες. Ένας άλλος, ίσως πιο ουσιαστικός κίνδυνος είναι η εμφάνιση περιορισμών της προσφοράς που επηρεάζουν σειρά βιομηχανιών, με αντίκτυπο στο κόστος, στην παραγωγή και στη συνολική ζήτηση των επιχειρήσεων. Μια βραδύτερη από την αναμενόμενη διάθεση των κεφαλαίων του NGEU θα είχε επίσης ως αποτέλεσμα χαμηλότερες εκτιμήσεις και προβλέψεις για το ΑΕΠ.

Έρχονται αναβαθμίσεις των τραπεζών

Έως το 2024 οι δείκτες NPEs των ελληνικών τραπεζών θα έχουν υποχωρήσει κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ το 2022 αναμένεται ομαλοποίηση της κερδοφορίας του κλάδου, όπως επισημαίνει  ο επικεφαλής αναλυτής της Fitch για τον ελληνικό χρηματοπιστωτικό κλάδο, Πάου Λαμπρό:
Οι απόψεις μας για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα παραμένουν θετικές και θα ακολουθήσουν αναβαθμίσεις αξιολόγησης από τα τρέχοντα χαμηλά επίπεδα στο εγγύς μέλλον. Η οικονομική ανάκαμψη, η ταχεία εκκαθάριση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών και η καλή εξέλιξη της θέσης χρηματοδότησης και ρευστότητας του κλάδου θα συνεχίσουν να στηρίζουν το λειτουργικό περιβάλλον για τις ελληνικές τράπεζες, παρά τους κινδύνους από τους περιορισμούς της εφοδιαστικής αλυσίδας και την αύξηση του κόστους παραγωγής. Επίσης, οποιαδήποτε βελτίωση της αξιολόγησης της Ελλάδας θα μπορούσε να είναι θετική για τις αξιολογήσεις των τραπεζών.

Όσον αφορά την ποιότητα του ενεργητικού, αναμένουμε ότι ο δείκτης NPE θα μειωθεί κάτω από 10% έως το τέλος του 2022, καθώς οι τράπεζες θα εκτελούν τα σχέδιά τους για τιτλοποίηση απομειωμένων δανείων χρησιμοποιώντας το σχέδιο «Ηρακλής». Οι εισροές NPEs από την πανδημία θα πρέπει να περιοριστούν το 2022, αν και εξακολουθούν να υπάρχουν ορισμένοι κίνδυνοι από τους πιο ευάλωτους δανειολήπτες που εξακολουθούν να επωφελούνται από την κρατική στήριξη (δηλαδή το πρόγραμμα «Γέφυρα») ή άλλα μέτρα.

Σε ό,τι αφορά την εξομάλυνση των δεικτών NPEs, θα μπορούσαμε να περιμένουμε περαιτέρω μείωση σε επίπεδα κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο έως το 2024 με βάση τα στρατηγικά σχέδια των τραπεζών. Ωστόσο, όπως είδαμε σε ορισμένες άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης, πιστεύουμε ότι ορισμένα ζητήματα «κληρονομίας» του παρελθόντος θα δυσκολέψουν την πλήρη κάλυψη του χάσματος.

Η εκκαθάριση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων θα μειώσει περαιτέρω την επιβάρυνση του κεφαλαίου από προβληματικά περιουσιακά στοιχεία, η οποία εξακολουθεί να αποτελεί αδυναμία αξιολόγησης για τις τράπεζες, και ο κλάδος θα διατηρήσει μέτρια κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας, καθώς οι ενέργειες ενίσχυσης κεφαλαίου και βελτίωσης του οργανικού κεφαλαίου θα αντισταθμίσουν τις επικείμενες ζημίες από τις προγραμματισμένες τιτλοποιήσεις και άλλες σοβαρές επιπτώσεις.

Τέλος, η Fitch αναμένει κάποια ομαλοποίηση της διαρθρωτικής κερδοφορίας φέτος, ιδίως για τις τράπεζες που έχουν προχωρήσει περισσότερο στον καθαρισμό της ποιότητας του ενεργητικού. Η βελτίωση θα προέλθει από τις χαμηλότερες επαναλαμβανόμενες πιστωτικές απώλειες, την υγιή ανάπτυξη των εσόδων από προμήθειες και το μειωμένο λειτουργικό κόστος από τα συνεχιζόμενα προγράμματα αναδιάρθρωσης. Οι πιέσεις στα περιθώρια και η εξυγίανση των NPEs θα μειώσουν τα καθαρά έσοδα από τόκους των τραπεζών, αλλά αναμένουμε καλή ανάπτυξη των νέων δανείων χάρη στα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης και στη βελτίωση της οικονομικής θέσης των νοικοκυριών.

Παρά τις καλύτερες προοπτικές, πιστεύουμε ότι οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν προκλήσεις λόγω της χαμηλής διαρθρωτικής κερδοφορίας και της ανάγκης ανασυγκρότησης των επιχειρηματικών μοντέλων τους, ιδίως της ικανότητας διαφοροποίησης των εσόδων τη στιγμή που «ξοδεύουν» κεφάλαια για να ενισχύσουν τις δυνατότητες ψηφιοποίησής τους.


Τριετία ισχυρής ανάπτυξης στην Ελλάδα βλέπουν οι διεθνείς οίκοι-5

Ώθηση από Ταμείο Ανάκαμψης και τουρισμό τη φετινή χρονιά

Ένα ισχυρό έτος για τον τουρισμό της Ελλάδας προβλέπει ο οίκος αξιολόγησης DBRS Morningstar ότι θα αποτελέσει το 2022, ενώ χαρακτηρίζει το Ταμείο Ανάκαμψης το μεγάλο «όπλο» της οικονομίας, όπως επισημαίνει η Σπυριδούλα Τζίμα, αναπληρώτρια αντιπρόεδρος του οίκου στον τομέα κρατικών αξιολογήσεων.

Το Ταμείο Ανάκαμψης και το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο θα αποτελέσουν βασικό μοχλό ανάπτυξης για την Ελλάδα. Η οικονομία θα επωφεληθεί από τις εισροές των πόρων της ΕΕ, δεδομένου ότι η χώρα επιτυγχάνει τα ορόσημα και τις επενδύσεις που περιλαμβάνονται στο εθνικό σχέδιο (Ελλάδα 2.0). Το αν οι πόροι θα έχουν πιο μακροπρόθεσμη θετική επίδραση στην οικονομία θα εξαρτηθεί από την εφαρμογή πολιτικών που αντιμετωπίζουν τις μακροχρόνιες προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας και παράγοντες που κρατούν την Ελλάδα πίσω σε σχέση με τις αντίστοιχες χώρες της ζώνης του ευρώ.

Καθώς η οικονομία αρχίζει να αναπτύσσεται, αυτό θα μειώσει τον δείκτη χρέους, ωστόσο πιστεύουμε ότι η επιστροφή σε μια βιώσιμη δημοσιονομική πολιτική χωρίς περιορισμό της ανάπτυξης θα στηρίξει περαιτέρω τη μείωση του χρέους και θα διατηρήσει το κόστος δανεισμού σε υγιή επίπεδα.

Ο τουρισμός συμβάλλει σημαντικά στην ελληνική οικονομία. Αυτό έγινε ακόμη πιο εμφανές το 2020, με την αρνητική επίδραση που είχε στην οικονομία. Πέρυσι είδαμε ένα αργό ξεκίνημα, αλλά ισχυρή ανάκαμψη τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο. Ελλείψει νέων μεταλλάξεων ανθεκτικών στα εμβόλια, οι επιδόσεις του κλάδου μπορεί να είναι πολύ ισχυρότερες φέτος. Ωστόσο, μπορεί να υπάρχουν ορισμένοι διαρθρωτικοί παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη, όπως η καλή απόδοση των περιφερειακών αεροδρομίων που διαχειρίζεται η Fraport.

Οι αξιολογήσεις της Ελλάδας θα μπορούσαν να αναβαθμιστούν εάν συνέβαινε ένα ή συνδυασμός των παρακάτω: (1) συνεχής εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις, βελτιώνοντας τις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές, (2) συνεχιζόμενη δέσμευση για δημοσιονομική εξυγίανση που τοποθετεί τον δείκτη του δημόσιου χρέους σε πτωτική τροχιά.

Τριετία ισχυρής ανάπτυξης στην Ελλάδα βλέπουν οι διεθνείς οίκοι-6

Η Ελλάδα έχει διορθώσει πολλά την τελευταία 10ετία

Πολλά πράγματα έχουν αλλάξει τα τελευταία χρόνια, αλλά ταυτόχρονα πολλά πράγματα πρέπει ακόμα να γίνουν. Με λίγα λόγια, η Ελλάδα έχει διορθώσει τις μεγάλες μακροοικονομικές ανισορροπίες (δίδυμα ελλείμματα) που οδήγησαν στην προηγούμενη κρίση. Πέρασε από μια μεγάλη δημοσιονομική εξυγίανση, μερικές φορές επώδυνη, αλλά κατάφερε να σταθεροποιήσει τα δημοσιονομικά της και επίσης να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις που βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητα.

Ωστόσο, όπως έγινε φανερό από την κρίση της Covid-19, η ύπαρξη μιας διαφοροποιημένης και παραγωγικής οικονομίας θωρακίζει τις οικονομίες από εξωτερικούς κραδασμούς.

Επίσης, η συνετή δημοσιονομική πολιτική διασφαλίζει ότι η κυβέρνηση μπορεί να παράσχει βοήθεια για τη στήριξη της οικονομίας όταν χρειάζεται, όπως είδαμε με τα πακέτα βοήθειας που σχετίζονται με την Covid αλλά και με τις πυρκαγιές το περασμένο καλοκαίρι.

Σημαντική για τις τράπεζες η παράταση του σχεδίου «Ηρακλής»

Στις αδυναμίες που επιμένουν για τις ελληνικές τράπεζες επικεντρώνεται ο Αντρέα Κοστάντζο, αναπληρωτής αντιπρόεδρος στον διεθνή τραπεζικό κλάδο της DBRS Morningstar, ωστόσο επισημαίνει πως η ανάκαμψη της οικονομίας θα βοηθήσει στη στήριξη της κερδοφορίας τους.
Παρά τη σημαντική πρόοδο που σημειώθηκε πρόσφατα, η ποιότητα του ενεργητικού των μεγάλων ελληνικών τραπεζών εξακολουθεί να είναι σχετικά αδύναμη σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ωστόσο, κατά την άποψή μας, η παράταση του σχεδίου «Ηρακλής» μέχρι τον Οκτώβριο του 2022 θα συνεχίσει να διευκολύνει την περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.

Η κερδοφορία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος παραμένει ασθενής, κυρίως περιορισμένη από την υποτονική, αν και ανακάμπτουσα, πιστωτική ζήτηση, τη μέτρια διαφοροποίηση των εσόδων, τα κόστη αναδιάρθρωσης και το αυξημένο πιστωτικό κόστος που προκύπτει από τη συνεχιζόμενη διαδικασία απορρόφησης κινδύνου και την πιθανή επιδείνωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων λόγω της πανδημίας.

Πιστεύουμε ότι, στο σύνολο του κλάδου, η κερδοφορία παραμένει ευάλωτη στον κίνδυνο πρόσθετων προβλέψεων για ζημίες από δάνεια, εάν οι τράπεζες επισπεύσουν τη διαδικασία μείωσης των NPE ή εάν ο αρνητικός αντίκτυπος στην ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων που προέκυψε από την πανδημία ήταν χειρότερος από τον αναμενόμενο.

Ωστόσο, η υψηλότερη πιστωτική ζήτηση και οι επιχειρηματικές δραστηριότητες που βασίζονται στις προμήθειες, που πιθανώς προκύπτουν από την προοδευτική ανάκαμψη της οικονομίας από την πανδημία, καθώς και πρόσθετες προσπάθειες για μείωση του κόστους, θα μπορούσαν να βοηθήσουν τις ελληνικές τράπεζες να στηρίξουν τη δημιουργία κερδών τους.


Τριετία ισχυρής ανάπτυξης στην Ελλάδα βλέπουν οι διεθνείς οίκοι-7

Δημογραφικό και υψηλό χρέος οι μεγάλες προκλήσεις για την Ελλάδα

Καθοριστική για τη διατήρηση των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, καθώς, αν και μεσοπρόθεσμα η δυναμική της είναι ισχυρή, στο μακροπρόθεσμο διάστημα είναι αρκετά χαμηλή, όπως τονίζει ο Ντένις Σεν, διευθυντής στον οίκο αξιολόγησης Scope Ratings και επικεφαλής αναλυτής για την Ελλάδα.

Η Ελλάδα έχει επιδείξει ισχυρή ανάκαμψη από τη σοβαρή κρίση της Covid-19, η οποία έπληξε ιδιαίτερα σκληρά την οικονομία, δεδομένης της εξάρτησης από τον τουρισμό και τις ταξιδιωτικές υπηρεσίες. Ωστόσο, η διατήρηση της (τρέχουσας) ισχυρής ανάκαμψης εξαρτάται από την επιδίωξη των μεταρρυθμίσεων στον οικονομικό και τραπεζικό τομέα, προκειμένου να αυξηθεί η δυναμική της οικονομικής ανάπτυξης, χωρίς την οποία ένα αυξημένο απόθεμα δημόσιου χρέους θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει συνεχή ενδεχόμενο κίνδυνο κατά τις φάσεις διεθνών πιέσεων.

Αναμένουμε ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί γύρω στο 8,6% το 2021 –πολύ πιο γρήγορα και έντονα από ό,τι για τη ζώνη του ευρώ στο σύνολό της– πριν επιβραδυνθεί στο 3,5% φέτος. Η συσσωρευμένη εγχώρια ζήτηση μετά τις αναγκαστικές αποταμιεύσεις που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της κρίσης, η χαλάρωση των σχετικών με την πανδημία περιορισμών στην Ελλάδα και σε ολόκληρη την Ευρώπη με την επιστροφή της κινητικότητας στους τομείς των υπηρεσιών, καθώς και η συνεχιζόμενη εξαιρετικά υποστηρικτική πολιτική της ΕΚΤ παράλληλα με τα σημαντικά δημοσιονομικά κίνητρα, ήδη υποστηρίζουν την ανάκαμψη του συστήματος. Ακόμη, οι πρώτες εισροές χρηματοδότησης από την Ε.Ε. παρέχουν επίσης σημαντική στήριξη στην οικονομία.

Μεσοπρόθεσμα, βλέπουμε την ελληνική οικονομία να αναπτύσσεται με ρυθμούς της τάξης του 1,7% ετησίως την περίοδο 2023-26, με τη βοήθεια των επενδύσεων που χρηματοδοτούνται από την Ε.Ε. – οι οποίες, συνολικά, ξεπερνούν εύκολα τις σωρευτικές ελληνικές δημόσιες επενδύσεις τα προηγούμενα πέντε χρόνια. Εδώ θα πρέπει να αναγνωρίσουμε, επιπλέον, το καλό ιστορικό της οικονομίας όσον αφορά την απορρόφηση κονδυλίων της Ε.Ε. Η Ελλάδα κατέλαβε τη δεύτερη θέση στην ενεργοποίηση των ταμείων συνοχής της Ε.Ε. κατά την πολυετή δημοσιονομική περίοδο 2014-2020.

Φυσικά, η ανάκαμψη του τομέα των τουριστικών υπηρεσιών –ο οποίος αντιπροσώπευε το 27% του ΑΕΠ πριν από την κρίση– και μετά από μια καλύτερη από την αναμενόμενη καλοκαιρινή σεζόν του 2021, θα μπορούσε σίγουρα να βοηθήσει δίνοντας έναν βαθμό ώθησης στην ανάκαμψη τα επόμενα χρόνια.

Ωστόσο, η Scope εκτιμά πως η μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική της Ελλάδας θα είναι πολύ πιο μέτρια, στο 1% ετησίως, καθώς περιορίζεται από τη σημαντική συρρίκνωση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας, με τον τελευταίο να μειώνεται περίπου κατά 0,7% ετησίως την περίοδο 2021-26, ενώ το βάρος του χρέους αποτελεί μια μακροχρόνια πρόκληση, με την Ελλάδα να έχει τον υψηλότερο δείκτη χρέους της γενικής κυβέρνησης μετά από αυτόν της Ιαπωνίας μεταξύ των 36 χωρών, παρακολουθεί ο οίκος.

Οι δαπάνες για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της κρίσης στη δημόσια υγεία και για την αύξηση της μεσοπρόθεσμης ανάπτυξης αντιστοιχούν σε εκτιμώμενο ονομαστικό έλλειμμα το 2021 στο 10% του ΑΕΠ, μετά το έλλειμμα 9,7% του ΑΕΠ το 2020. Ωστόσο, αυτό το έλλειμμα φαίνεται να μετριάζεται ως το 2022 στο 5,3% του ΑΕΠ, πριν υποχωρήσει στο 3% ως το 2024.

Το χρέος της γενικής κυβέρνησης εκτιμάμε πως θα μειωθεί ελαφρώς το 2021, στο 202,7% του ΑΕΠ από το ιστορικό υψηλό του 206,63% το 2020, υποστηριζόμενο από τη σημαντική οικονομική ανάκαμψη. Στη συνέχεια θα υποχωρήσει στο 189,4% ως το 2026, αλλά αυτό το επίπεδο πρέπει να ληφθεί υπόψη, καθώς θα παραμείνει σημαντικά πάνω από το 180,5% που ήταν το 2019.

Τα «κλειδιά» για ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη

Η βιώσιμη οικονομική ανάκαμψη εξαρτάται από την αντιμετώπιση των υπολειπόμενων διαρθρωτικών οικονομικών αδυναμιών της Ελλάδας. Η μακροπρόθεσμη δυναμική της ανάπτυξης της Ελλάδας συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο μέτριων στην ευρωζώνη – κάτι που αντανακλά την ανεπαρκή πραγματική ανάπτυξη, καθώς και το ιστορικό χαμηλού πληθωρισμού, με τον ΔΤΚ να κινείται κατά μέσο όρο στο -0,2% ετησίως την τελευταία δεκαετία. Έπειτα από μια απότομη αρχική ανάκαμψη από το σοκ που προκάλεσε η πανδημία, η μέτρια δυναμική της ανάπτυξης είναι βέβαιο ότι θα βλάψει την οικονομία μακροπρόθεσμα, εκτός κι αν διορθωθούν αυτοί οι διαρθρωτικοί περιορισμοί. Αυτό σχετίζεται, για παράδειγμα, με την ενίσχυση της οικονομικής διαφοροποίησης, τη μείωση της ακαμψίας της αγοράς εργασίας, την τόνωση των χαμηλών επενδύσεων, την εξισορρόπηση της υψηλής τελικής κατανάλωσης σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα και τη μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του ιδιωτικού τομέα.

Επιπλέον, η ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης θα μπορούσε να υποστηριχθεί με περαιτέρω μείωση της υψηλής ανεργίας (στο 13,9% τον Σεπτέμβριο), αν και τα επίπεδα έχουν υποχωρήσει από την κορυφή του Ιουνίου του 2020 (17,6%). Η ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης και ο περιορισμός των αυξημένων δαπανών για συντάξεις και μισθούς του δημόσιου τομέα (πάνω από τους μέσους όρους της ζώνης του ευρώ) είναι περαιτέρω παράγοντες που απαιτούν προσοχή, παρόλο που έχουν ήδη καταβληθεί ουσιαστικές προσπάθειες για τη βελτίωση της είσπραξης φόρων. Η ενίσχυση του εξωτερικού τομέα, η αναγνώριση των διαρθρωτικών ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας –τα οποία βλέπουμε να μετριάζονται από τα αυξημένα επίπεδα του 2020 του 6,6% του ΑΕΠ, αλλά παρ’ όλα αυτά παραμένουν σημαντικά στο 3,4% έως το 2026– είναι ένας άλλος παράγοντας που θα μπορούσε να στηρίξει την εξωτερική ανταγωνιστικότητα και την ανάκαμψη.

Θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η ελληνική οικονομία παραμένει κατά 27% μικρότερη από ό,τι ήταν πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Ωστόσο, η σοβαρότητα των οικονομικών απωλειών που υπέστη η Ελλάδα κατά το παρελθόν υποδηλώνει επίσης τη σημασία της οικονομικής δυναμικής που θα μπορούσε να απελευθερωθεί.

Το υψηλό επίπεδο του ελληνικού χρέους φυσικά αφήνει την κυβέρνηση ευάλωτη σε κάποιο σοκ στις διεθνείς αγορές, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μειώνει την έκτακτη στήριξη που εφάρμοσε λόγω της πανδημίας. Ωστοσο το γεγονός ότι η ΕΚΤ διαβεβαίωσε συνεχή ευελιξία των αγορών περιουσιακών στοιχείων, ιδίως σε περιόδους κατά τις οποίες οι αγορές βρίσκονται υπό πίεση, είναι θετικό για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.

Από την κρίση χρέους, στα πρόθυρα του Grexit και στο σοκ της πανδημίας

Η ελληνική οικονομία έχει βιώσει μια ταραχώδη πορεία την τελευταία δεκαετία, με την κρίση κρατικού χρέους, την κρίση του 2014-2015 και τον κίνδυνο του Grexit, και πιο πρόσφατα, την Covid-19. Σε αυτό το διάστημα, οι κυβερνήσεις ήρθαν και παρήλθαν, υπήρξαν πολλά προγράμματα οικονομικής προσαρμογής και η μεταμνημονιακή επιτήρηση, αλλά, μέσα από όλα αυτά, η Ελλάδα έχει υιοθετήσει και διατηρήσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις και έχει βιώσει «σκληρή θεραπεία» όλα αυτά τα χρόνια. Η αναμενόμενη έξοδος της Ελλάδας το 2022 από το πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας που συνδέεται με την ελάφρυνση του χρέους της ΕΕ, αντιπροσωπεύει ένα άλλο βήμα προς την κατεύθυνση της μακροπρόθεσμης «κανονικότητας».

Το πόσο μακριά έχει φτάσει η Ελλάδα αντιπροσωπεύεται με παρόμοιο τρόπο από την πορεία των αξιολογήσεών μας, σύμφωνα με την οποία έχουμε οδηγήσει τις αναβαθμίσεις της Ελλάδας από το B- στο BB+ (αναβάθμιση πέντε βαθμίδων) μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, από το 2017. Σήμερα, η Ελλάδα απέχει μία βαθμίδα από την επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα, με βάση τη Scope. Φυσικά, υπάρχουν κίνδυνοι σε αυτή τη θετική τροχιά και μια αβεβαιότητα έχει να κάνει και με το πολιτικό σκηνικό και το τι μπορεί να συμβεί μετά τις εκλογές του 2023. Η μεταρρυθμιστική δυναμική και η ενίσχυση της σχέσης με τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. έχουν ενισχυθεί από την πολιτική σταθερότητα στη χώρα από το 2019. Οποιαδήποτε επιστροφή σε ένα πιο ταραχώδες παρελθόν της ελληνικής πολιτικής και η οπισθοδρόμηση στις μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν εύκολα να θέσουν σε κίνδυνο την πορεία προόδου.

Οι τέσσερις παράγοντες που θα φέρουν την επενδυτική βαθμίδα

Οι παράγοντες που θα μπορούσαν, μεμονωμένα ή συλλογικά, να υποστηρίξουν μια θετική δράση αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας είναι συγκεκριμένοι.

Πρώτον, εάν η στήριξη των ελληνικών χρεογράφων από το Ευρωσύστημα ενισχυθεί τα επόμενα χρόνια, ακόμη και όταν αυτή η κρίση υποχωρήσει. Αυτό ξεκινά με τον καθορισμό από την ΕΚΤ ενός πλαισίου νομισματικής πολιτικής μετά την κρίση και του κατά πόσον μπορούν να εισαχθούν προσαρμογές για τη στήριξη του ελληνικού χρέους. Αναφέραμε στην πρόσφατη αναβάθμιση της αξιολόγησης της Ελλάδας πώς μια απόφαση της ΕΚΤ για ευέλικτη προσαρμογή των παραμέτρων του PEPP στην ποσοτική χαλάρωση θα αποδειχθεί πιο ανθεκτική σε μελλοντικές κρίσεις, εάν χρειαστεί. Οποιαδήποτε πρόσθετη μεταρρύθμιση της αρχιτεκτονικής της πολιτικής της ΕΚΤ προς όφελος της ενισχυμένης ευελιξίας και της υποστήριξης σε περιόδους αποτυχίας της αγοράς θα μπορούσε να μειώσει περαιτέρω τα σημεία συμφόρησης που έχουν βλάψει τις λειτουργίες του δανειστή έσχατης ανάγκης της ΕΚΤ, στηρίζοντας τα κόστη δανεισμού των πιο αδύναμων χωρών της περιοχής, όπως η Ελλάδα.

Επίσης, εάν η δημοσιονομική εξυγίανση και η οικονομική ανάκαμψη οδηγήσουν σε μια ισχυρή και διατηρήσιμη πτωτική τροχιά του χρέους, αυτό συμβάλλει σε μια αναβάθμιση της αξιολόγησης. Παρατηρούμε ήδη μια τέτοια πτωτική τροχιά χρέους. Ωστόσο, μέχρι στιγμής η μείωση του χρέους το 2021 οφείλεται περισσότερο στην κλίμακα της ανάκαμψης της παραγωγής μετά την κρίση και όχι σε διαρθρωτικούς παράγοντες. Παραμένει ένα ερώτημα κατά πόσο θα μπορούσαν να βελτιωθούν σημαντικά τα δημοσιονομικά ελλείμματα τα επόμενα χρόνια, πόσο ισχυρό μπορεί να εμφανιστεί το πλαίσιο δημοσιονομικής πολιτικής της Ελλάδας μετά την έξοδο από την εποπτεία και εάν η μείωση του δημόσιου χρέους τα επόμενα χρόνια αποδειχθεί αρκετά σημαντική.

Παράλληλα, εάν περιοριστούν οι διαρθρωτικές οικονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες, αυξάνοντας τη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική και ενισχύοντας τη μακροοικονομική βιωσιμότητα, αυτό θα μπορούσε να υποστηρίξει τις προοπτικές αξιολόγησης.

Και, τέλος, εάν περιοριστούν οι κίνδυνοι του τραπεζικού τομέα, ενισχύοντας την παροχή πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα.

Τα μεγάλα βήματα των ελληνικών τραπεζών και τα «αγκάθια»

Υπογραμμίζουμε τη σημασία της συνεχιζόμενης μείωσης του υψηλού επιπέδου των μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των εγχώριων τραπεζών, αν και αναγνωρίζουμε τη σημαντική πρόοδο που έχει πράγματι σημειωθεί πρόσφατα. Τα NPEs παραμένουν υψηλά –στο 21,3% των συνολικών δανείων στο α΄ εξάμηνο του 2021–, αλλά έχουν μειωθεί σημαντικά σε σύγκριση με το 40% στο τέλος του 2019. Ωστόσο, ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο NPEs επιβαρύνει την κερδοφορία του τραπεζικού συστήματος και τις ικανότητες των ελληνικών τραπεζών να χρηματοδοτήσουν μια ισχυρή ανάκαμψη.

Η Τράπεζα Πειραιώς, η Alpha Bank και η Εθνική Τράπεζα έχουν προβεί σε σημαντικές ενέργειες για τη βελτίωση των δεικτών κεφαλαίου. Ωστόσο, για τον κλάδο στο σύνολό του, οι δείκτες κεφαλαίου Tier 1 έχουν μειωθεί στο 13,0% των σταθμισμένων περιουσιακών στοιχείων στο δεύτερο τρίμηνο του 2021 από 16,4% το τέταρτο τρίμηνο του 2019, λόγω της χαμηλής κερδοφορίας και της κακής ποιότητας του ενεργητικού. Σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο στα stress tests της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, οι δείκτες βασικού κεφαλαίου των τριών από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες της Ελλάδας μειώθηκαν στο 8% ή χαμηλότερα – ένδειξη της παρατεταμένης ευπάθειας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Επίσης, το υψηλό μερίδιο αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων στους τραπεζικούς ισολογισμούς, η αύξηση των θέσεων των τραπεζών στα ελληνικά κρατικά ομόλογα, τα μερίδια του κράτους στα μετοχικά κεφάλαια των τραπεζών καθώς και οι εγγυήσεις που παρασχέθηκαν στο πλαίσιο του σχεδίου «Ηρακλής» υποδηλώνουν επίσης σύσφιξη της ήδη στενής σχέσης μεταξύ κράτους και τραπεζών. Με άλλα λόγια, οποιαδήποτε μελλοντική αδυναμία στο τραπεζικό σύστημα θα μπορούσε να «χτυπήσει» την πιστοληπτική ικανότητα του κράτους και το αντίστροφο. Αυτή είναι μια εξελισσόμενη πρόκληση.

Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν θέλουμε να υποτιμήσουμε τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια, και εάν ο δείκτης NPEs υποχωρήσει σε μονοψήφια επίπεδα το 2022, όπως είναι και ο στόχος, αυτό θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει ένα άλλο σημαντικό βήμα προς την «κανονικότητα» όσον αφορά το τραπεζικό σύστημα.


Τριετία ισχυρής ανάπτυξης στην Ελλάδα βλέπουν οι διεθνείς οίκοι-8

Προοπτική ισχυρής ανάπτυξης μετά την εντυπωσιακή επιστροφή της Ελλάδας

Αισιόδοξος για τον τουρισμό, τις οικονομικές προοπτικές και τις επενδύσεις εμφανίζεται ο Τζωρτζ Σαραβέλος, στρατηγικός αναλυτής μακροοικονομικών της Deutsche Bank Research:

Το ελληνικό ΑΕΠ είναι πιθανό να αναπτυχθεί με ρυθμούς της τάξης του 7-8% περίπου το 2021. Για το 2022, η ανάπτυξη της Ελλάδας αναμένεται να κινηθεί στο 4% τουλάχιστον. Είμαστε αισιόδοξοι για τις οικονομικές προοπτικές της χώρας τα επόμενα χρόνια λόγω πολλών υποστηρικτικών παραγόντων. Η σημαντική δημοσιονομική στήριξη από το πρόγραμμα Next Generation της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα δώσει σημαντική ώθηση στις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις. Ο τουρισμός θα στηριχθεί από την παγκόσμια ζήτηση και τη γεωπολιτική αστάθεια σε άλλους ανταγωνιστικούς προορισμούς, καθώς και από τη βελτιωμένη παγκόσμια εικόνα της Ελλάδας λόγω της επιτυχημένης διαχείρισης της Covid. Τέλος, η ανάπτυξη θα στηριχθεί από ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό επενδυτικό και καταναλωτικό κλίμα, που υποστηρίχθηκε από τις πρόσφατες μεταρρυθμιστικές δράσεις της κυβέρνησης.

Ανακούφιση από τον πληθωρισμό το 2022

Βλέπουμε την τρέχουσα άνοδο των τιμών της ενέργειας ως προσωρινή, με τις τιμές τόσο του πετρελαίου όσο και του φυσικού αερίου να αναμένεται να υποχωρήσουν εντός του έτους, λόγω και της αύξησης της παγκόσμιας παραγωγής. Αυτό θα πρέπει να προσφέρει κάποια ανακούφιση στην ελληνική οικονομία, καθώς αποτελεί εισαγωγέα ενέργειας. Ο πληθωρισμός των τιμών των αγαθών μπορεί να παραμείνει υψηλός για κάποιο χρονικό διάστημα λόγω της σημαντικής πλεονάζουσας ζήτησης και της διακοπής της παγκόσμιας αλυσίδας εφοδιασμού, ιδίως εκτός Ασίας.

Ωστόσο, οι προοπτικές για τον πληθωρισμό των υπηρεσιών είναι πιο ευνοϊκές. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, οι ευρωπαϊκές πολιτικές στήριξης των θέσεων εργασίας έχουν διατηρήσει μεγαλύτερη προσκόλληση στην αγορά εργασίας στην ευρωζώνη, οδηγώντας σε μικρότερες μισθολογικές πιέσεις. Συνολικά, εκτιμούμε πως ο πληθωρισμός θα κινηθεί υψηλότερα από ό,τι πριν από την πανδημία, αλλά θα μειωθεί από τα αυξημένα επίπεδα του τρέχοντος έτους.

Το εντυπωσιακό turnaround της Ελλάδας

Η Ελλάδα έχει πραγματοποιήσει ένα εντυπωσιακό turnaround, μία δεκαετία μετά την κρίση χρέους. Παρά την τεράστια οικονομική συρρίκνωση, η χώρα έχει καταφέρει να εδραιώσει την πολιτική και θεσμική σταθερότητα μέσα σε ένα φιλοευρωπαϊκό πολιτικό πλαίσιο. Αυτό θέτει μια κρίσιμη βάση για περαιτέρω βελτίωση της εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων και των καταναλωτών τα επόμενα χρόνια. Η διατήρηση ενός σταθερού πολιτικού σκηνικού, η προώθηση θεσμικών μεταρρυθμίσεων, η ενθάρρυνση των ξένων επενδύσεων και η πλήρης μόχλευση των πόρων του Next Generation της Ε.Ε. παρέχουν μια μοναδική ευκαιρία για οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα.

Οι τράπεζες οδεύουν προς την κανονικότητα

Ο δείκτης NPE των ελληνικών τραπεζών, αν και βρίσκεται αυτή τη στιγμή πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, προχωρά με ταχείς ρυθμούς προς την κανονικότητα, υποστηριζόμενος από τα προγράμματα τιτλοποίησης «κόκκινων δανείων» και τις πωλήσεις. Ένα υποστηρικτικό μακροοικονομικό περιβάλλον και η ισχυρή ανάπτυξη θα βοηθήσουν τη βάση του υποκείμενου ενεργητικού των τραπεζών και θα «θεραπεύσουν» περαιτέρω το κανάλι μετάδοσης πιστώσεων εντός της οικονομίας. Η βελτίωση της ποιότητας της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών παραμένει η μεγαλύτερη πρόκληση για τον κλάδο.


Τριετία ισχυρής ανάπτυξης στην Ελλάδα βλέπουν οι διεθνείς οίκοι-9

Ξεκινά μια τριετία μεγάλης αύξησης του ελληνικού ΑΕΠ

Για τον εντυπωσιακό «άθλο» της Ελλάδας, η οποία έχει ήδη σβήσει τις απώλειες στο ΑΕΠ από το σοκ της πανδημίας, μιλάει ο Φάμπιο Μπαλμπόνι, επικεφαλής οικονομολόγος της HSBC, και εκτιμά πως το 2022-2024 θα είναι ένα διάστημα πολύ ισχυρού αναπτυξιακού δυναμικού στην οικονομία.
Η Ελλάδα έχει ήδη ξεπεράσει τα προ πανδημίας επίπεδα του ΑΕΠ και, αν λάβουμε υπόψη την εξάρτηση της ανάπτυξης από τον τουρισμό, ο οποίος ανακάμπτει μεν, αλλά αργά –το 2019 ο κλάδος αντιπροσώπευε το 10% του ΑΕΠ σε ξένες εισπράξεις και το 20% αφού ληφθούν υπόψη οι δευτερογενείς επιπτώσεις στην εγχώρια κατανάλωση και στις επενδύσεις–, το κατόρθωμά της είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό. Οι επενδύσεις είναι ήδη πολύ πάνω από τα προ της κρίσης επίπεδα, επιβεβαιώνοντας ότι οι κρατικές παρεμβάσεις για τη δημιουργία ενός πιο φιλικού προς τις επιχειρήσεις περιβάλλοντος αρχίζουν να αποδίδουν καρπούς. Πρόσφατα αναθεωρήσαμε την πρόβλεψη ανάπτυξης στο 7,5% για το 2021 και μειώσαμε ελαφρώς την πρόβλεψη για το τρέχον έτος στο 5,0%, εν μέρει λόγω της πιο ισχυρής βάσης του 2021. Για το 2023, βλέπουμε ανάπτυξη πολύ πάνω από τη δυναμική, στο 4,0%, λόγω της ενίσχυσης από τον τουρισμό και τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Ενώ πέρυσι η ανάκαμψη στον ξένο τουρισμό ήταν σχετικά περιορισμένη, αναμένουμε ότι μόνο ο ξένος τουρισμός θα συνεισφέρει κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες στην ανάπτυξη του 2022 και κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες το 2023.

Το δημοσιονομικό έλλειμμα και το χρέος της Ελλάδας (αντίστοιχα 9,7% και 205,6% του ΑΕΠ το 2020) εκτινάχθηκαν στα ύψη λόγω της κρίσης της πανδημίας. Πέρυσι, παρά την ισχυρή ανάκαμψη, το έλλειμμα ήταν 2% υψηλότερο από το 2020, λόγω των υψηλότερων δαπανών. Αυτό αντανακλά εν μέρει τα μέτρα ανακούφισης από τις πυρκαγιές (0,3% του ΑΕΠ) και την περαιτέρω δημοσιονομική χαλάρωση που ανακοινώθηκε στις αρχές Σεπτεμβρίου. Εκτιμάμε πως το έλλειμμα θα διαμορφωθεί στο 10,5% του ΑΕΠ το 2021, στο 6,5% το 2022 και στο 4,5% το 2023. Ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ θα υποχωρήσει από 202,9% φέτος σε 200,5% το 2022 και 196,9% το 2023. Ακόμη και τότε, αν το έλλειμμα παραμένει μόνιμα υψηλότερο από ό,τι πριν από την κρίση, αυτό θα μπορούσε να απαιτήσει ορισμένα μέτρα εξυγίανσης για την επίτευξη των μεταμνημονιακών στόχων και των δημοσιονομικών κανόνων της Ε.Ε., που θα επανεισαχθούν (πιθανότατα από το 2023, κατά την άποψή μας), και να δημιουργήσει ορισμένες προκλήσεις, καθώς η ΕΚΤ μπορεί να αρχίσει να χαλαρώνει την υποστήριξή της.

Τριετία ισχυρής ανάπτυξης στην Ελλάδα βλέπουν οι διεθνείς οίκοι-10

Προσωρινό το σοκ του πληθωρισμού

Η τρέχουσα άνοδος του πληθωρισμού είναι σε μεγάλο βαθμό προσωρινή. Τα σημεία συμφόρησης από την πλευρά της προσφοράς θα χαλαρώσουν κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους, ενώ η άνοδος των τιμών της ενέργειας προκλήθηκε από μια σχεδόν «τέλεια καταιγίδα» μεμονωμένων παραγόντων από την πλευρά της ζήτησης και της προσφοράς.

Πάντως, ο πληθωρισμός θα παραμείνει υψηλός τουλάχιστον κατά το πρώτο εξάμηνο του επόμενου έτους, γεγονός που μεταφράζεται σε σημαντικό πλήγμα για το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και επίσης αυξάνει τον κίνδυνο δευτερογενών επιπτώσεων, ιδίως όσον αφορά τους υψηλότερους μισθούς.

Εκτιμάμε ότι το «χτύπημα» στο διαθέσιμο εισόδημα στην ευρωζώνη θα κινηθεί στο 2%, οδηγώντας σε αρνητική επίπτωση της τάξης του 0,5% στην ανάπτυξη τα επόμενα τρίμηνα (ιδιαίτερα το τέταρτο τρίμηνο του 2021 και το πρώτο τρίμηνο του 2022), κάτι το οποίο θα μπορούσε να ανακόψει λίγο την ανάκαμψη, ιδίως σε συνδυασμό με την άνοδο των κρουσμάτων Covid-19 και τον κίνδυνο να δούμε νέους περιορισμούς.

Ο αντίκτυπος για την Ελλάδα θα είναι αντίστοιχος, ωστόσο, δεδομένης της προσωρινής φύσης του σοκ και από την πλευρά της προσφοράς, δεν πιστεύουμε ότι θα αλλάξει την πορεία της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, η οποία θα πρέπει να παραμείνει υποστηρικτική.

Η Ελλάδα δεν αποτελεί πλέον προβληματική χώρα

Η Ελλάδα έχει σίγουρα κάνει τεράστια βήματα βελτίωσης από την κρίση χρέους. Αυτό «αποδεικνύεται» και από το γεγονός ότι δεν έχει επισημανθεί ως προβληματική χώρα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά μάλλον ήταν μία από τις πρώτες χώρες της ευρωζώνης που ανέκαμψε στα προ της κρίσης επίπεδα ΑΕΠ. Η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων παρέμεινε σταθερή κατά τη διάρκεια της πανδημίας, κάτι που βοηθά στη μελλοντική ανάπτυξη. Και το Ταμείο Ανάκαμψης, από το οποίο η Ελλάδα αναμένεται να λάβει 31 δισ. ευρώ ως το 2026, θα πρέπει να υποστηρίξει περαιτέρω τη δυναμική της ανάκαμψης και της ανάπτυξης.

Η Ελλάδα συμπεριλήφθηκε στο πρόγραμμα PEPP της ΕΚΤ, παρά το γεγονός ότι δεν έχει επενδυτική βαθμίδα, επομένως, εάν το PEPP τερματιστεί τον ερχόμενο Μάρτιο όπως αναμένουμε, πιθανότατα χάνει την πρόσβαση στο QE. Ωστόσο παραμένει μέρος του προγράμματος επανεπενδύσεων με την Κριστίν Λαγκάρντ να στέλνει ένα ισχυρό μήνυμα ότι η ΕΚΤ δεν προτίθεται να αφήσει την Ελλάδα χωρίς στήριξη. 

Επίσης, μέχρι στιγμής ο αντίκτυπος της πανδημίας στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και στην ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών ήταν περιορισμένος, αλλά ο πλήρης αντίκτυπος μπορεί να μην είναι εμφανής πριν από το 2022, οπότε λήγουν οι εγγυήσεις του δημόσιου τομέα. Το θετικό, ωστόσο, είναι ότι οι τραπεζικές καταθέσεις του μη χρηματοπιστωτικού ιδιωτικού τομέα συνεχίζουν να αυξάνονται και βρίσκονται τώρα στα 166,7 δισ. ευρώ, 30 δισ. ευρώ υψηλότερα από ό,τι πριν από δύο χρόνια.


Τριετία ισχυρής ανάπτυξης στην Ελλάδα βλέπουν οι διεθνείς οίκοι-11

Oι ελληνικές τράπεζες κερδίζουν τη μάχη των κόκκινων δανείων 

H J.P. Morgan δεν καλύπτει ακόμη σε βάθος τα μάκρο της Ελλάδας, οπότε επικεντρώνεται περισσότερο στις προοπτικές του ελληνικού τραπεζικού κλάδου, τον οποίο και παρακολουθεί στενά. Ο αντιπρόεδρος της J.P. Morgan Research, Μεχμέτ Σεβίμ, θεωρεί πως οι μονοψήφιοι δείκτες NPE αποτελούν σημαντικό ορόσημο για τον κλάδο, καθώς στρώνει το έδαφος για σημαντική ενίσχυση του επενδυτικού ενδιαφέροντος:

Οι προοπτικές για τις ελληνικές τράπεζες έχουν ενισχυθεί σημαντικά. Η μακροοικονομική εικόνα έχει βελτιωθεί εμφανώς, οι τράπεζες βρίσκονται στα πρόθυρα να φτάσουν σε μονοψήφιους δείκτες NPE και, μετά από χρόνια μάχης, το επίκεντρο μετατοπίζεται τώρα στη βιώσιμη ανάπτυξη και στις τάσεις απόδοσης ιδίων κεφαλαίων ROTE.

Βλέπουμε την επίτευξη μονοψήφιων δεικτών NPE ως σημαντικό ορόσημο για τον κλάδο, μετά το οποίο οι διοικήσεις μπορούν τελικά να στρέψουν την εστίαση σε δραστηριότητες που παράγουν αξία. Με χαμηλότερο κίνδυνο ισολογισμού και καλύτερη ορατότητα των λογιστικών αξιών, το ενδιαφέρον των επενδυτών θα πρέπει επίσης να αυξηθεί περαιτέρω.

Βλέπουμε περιθώρια για διατηρήσιμους δείκτες ROTE των ελληνικών τραπεζών στο 8-9% τα επόμενα χρόνια. Η πιο ορατή βελτίωση προέρχεται από την εξομάλυνση του κόστους κινδύνου, χάρη στα χαμηλότερα NPEs και στη βελτίωση της συμπεριφοράς πληρωμών από τα ελληνικά νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι η βελτίωση της αύξησης των δανείων. Μετά από χρόνια απομόχλευσης, η αύξηση των δανείων των ελληνικών τραπεζών πρόκειται να επιταχυνθεί, λόγω των υγιέστερων ισολογισμών, της βελτίωσης της εταιρικής ζήτησης και της έναρξης εκκρεμών μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων στο πλαίσιο του κυβερνητικού προγράμματος «Ελλάδα 2.0». Εν τω μεταξύ, οι τράπεζες είναι ιδιαίτερα αισιόδοξες (bullish) σε ό,τι αφορά τη βελτίωση των προμηθειών στο franchise και την περαιτέρω αποδοτικότητα κόστους.

Ωστόσο, παρά την ορατή αυτή πρόοδο, οι τράπεζες μπορεί να μην έχουν ξεφύγει ακόμη τον κίνδυνο. Υπάρχουν ορισμένες ανησυχίες σχετικά με τον κίνδυνο μελλοντικού σχηματισμού οργανικών NPEs, καθώς και με τα επίπεδα ομαλοποίησης του κόστους κινδύνου, δεδομένης της ακόμη εύθραυστης κατάστασης της οικονομίας και της δύσκολης εμπειρίας με τη συμπεριφορά πληρωμών και το υψηλό κόστος είσπραξης. Τα καθαρά έσοδα από τόκους των ελληνικών τραπεζών αντιμετωπίζουν διαρθρωτικές πιέσεις από τα χαμηλότερα επιτόκια και τον καθαρισμό των NPEs. Τέλος, ενώ οι δείκτες κεφαλαίου φαίνονται επαρκείς, η ποιότητα του κεφαλαίου φαίνεται χαμηλότερη σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες, λόγω του υψηλού μεριδίου των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTC).


Τριετία ισχυρής ανάπτυξης στην Ελλάδα βλέπουν οι διεθνείς οίκοι-12

Η πλήρης ανάκαμψη του τουρισμού αλλάζει τα δεδομένα για την Ελλάδα

Πολύ θετική είναι η άποψη της Wood & Company για τις προοπτικές της Ελλάδας, κυρίως λόγω του τουρισμού και της αναπτυξιακής δυναμικής, ενώ εκτιμά πως ο δείκτης χρέους αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται, όπως επισημαίνει η Ραφαέλα Τενκόνι, επικεφαλής οικονομολόγος της Wood & Company:

Οι προβλέψεις μας για την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ της Ελλάδας είναι 7,5% το 2021, 4% το 2022 και 5% το 2023. Πρόσφατα μειώσαμε την εκτίμησή μας για το 2022, καθώς βλέπουμε τον πληθωρισμό να παραμένει υψηλός παντού, και με τις αυξήσεις των επιτοκίων να πλησιάζουν στις ΗΠΑ και τελικά στην ευρωζώνη, αυτό, κατά την άποψή μας, θα έχει κάποια κλιμακωτή επίδραση στην αύξηση του ΑΕΠ σε όλες τις χώρες. Πάντως, το βέβαιο είναι πως η Ελλάδα θα συνεχίσει να επωφελείται από ένα διπλό ευνοϊκό μονοπάτι: την ομαλοποίηση του τουρισμού, καθώς η Covid-19 γίνεται ολοένα και πιο διαχειρίσιμη (αλλά δεν εξαφανίζεται), και τα αναπτυξιακά αποτελέσματα των διαρθρωτικών βελτιώσεων που εκτυλίσσονται στην οικονομία. Επομένως, είμαστε πολύ θετικοί για την Ελλάδα, με την επιφύλαξη ότι θεωρούμε πιθανό η παγκόσμια οικονομία να εισέλθει σε ύφεση τα επόμενα δύο χρόνια.

Πιστεύουμε ότι η δημοσιονομική εξυγίανση θα παραμείνει μια σχετικά αργή υπόθεση, επομένως αναμένουμε ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα θα σταθεροποιηθεί από 9% του ΑΕΠ το 2021 σε 5,5% του ΑΕΠ το 2022 και 3,5% το 2023. Καμία ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν θέλει να επισπεύσει τη δημοσιονομική εξυγίανση ούτε είναι πραγματικά σε θέση να το κάνει όσο η Covid αποτελεί πρόβλημα. Οι μεταλλάξεις είναι πιθανό να συνεχίσουν να επηρεάζουν τα επόμενα τρίμηνα, η επιβολή υποχρεωτικών εμβολιασμών είναι πολιτικά πολύ δύσκολη και σε πολλά μέρη της Eυρωζώνης τα δημοσιονομικά κίνητρα που δόθηκαν αποτελούν πολύ μεγάλο μέρος της ανάκαμψης.

Επίσης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, ο δείκτης του δημόσιου χρέους θα συνεχίσει να μειώνεται. Ουσιαστικά η ελληνική οικονομία έχει ισχυρή δυνητική αύξηση του ΑΕΠ που προσεγγίζει το 3% σε πραγματικούς όρους, και αυτό είναι κατά την άποψή μας το ισχυρότερο επιχείρημα για να περιμένουμε ότι το χρέος προς ΑΕΠ θα μειωθεί σταθερά στο μέλλον.

Σε ό,τι αφορά τον τουρισμό, μπαίνω στον πειρασμό να πω ότι το 2022 θα επιστρέψει στα επίπεδα του 2019 στην Ελλάδα, αλλά έχουμε κάποιες επιφυλάξεις σχετικά με το κόστος των πτήσεων και υπάρχει η ανησυχία ότι μπορεί να εξακολουθούμε να έχουμε ορισμένους de facto περιορισμούς στα εταιρικά ταξίδια. Συνολικά, οι τουριστικές αφίξεις στην Ελλάδα το 2022 θα προσεγγίσουν τα επίπεδα του 2019, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχει κίνδυνος για χαμηλότερα τελικά επίπεδα.

Τα «όπλα» της Ελλάδας απέναντι στις πληθωριστικές πιέσεις

Σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό, είμαστε πολύ σταθεροί στο στρατόπεδο ότι η άνοδός του δεν είναι καθόλου παροδικό φαινόμενο, για δύο λόγους.
Πρώτον, η διαδικασία ψηφιοποίησης του κόσμου είναι πολύ πιο πληθωριστική από ό,τι αποπληθωριστική. Περιλαμβάνει σημαντικές επενδύσεις, υπονομεύει τον ανταγωνισμό και ευνοεί έντονα την έξυπνη τιμολόγηση.

Δεύτερον, η ψηφιοποίηση πολώνει επίσης την αγορά εργασίας – ωφελώντας δυσανάλογα τους εργαζομένους με υψηλή ακαδημαϊκή εκπαίδευση και τιμωρώντας το λιγότερο μορφωμένο εργατικό δυναμικό. Αυτό δημιουργεί ένα πολιτικό πρόβλημα ειδικά στην Ευρώπη και μια ιδεολογική στροφή προς μια πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική και υψηλότερη ανοχή στον πληθωρισμό.

Επομένως, θα δούμε τον επίμονα υψηλότερο πληθωρισμό ως τάση, χωρίς φυσικά να αποκλείουμε ότι ο οικονομικός κύκλος θα προκαλέσει κάποια μεταβλητότητα και επομένως οι σημερινοί ρυθμοί πληθωρισμού μπορεί να είναι κοντά στο ανώτατο επίπεδο, αλλά αυτό το μοτίβο είναι πολύ διαφορετικό από το να πούμε ότι ο πληθωρισμός είναι παροδικός και από το επόμενο καλοκαίρι θα επιστρέψει στα επίπεδα του 1%.

Ο πληθωρισμός είναι ήδη σε ένα επίπεδο που είναι κάπως άβολο για τους Έλληνες, ενώ τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν δυσανάλογο ποσό πλούτου σε απλές καταθέσεις που δεν αποφέρουν απόδοση. Οπότε επιβραδύνει ήδη την ανάκαμψη, αλλά αυτό που το αντισταθμίζει εν μέρει στην περίπτωση της Ελλάδας είναι ότι η απασχόληση είναι ισχυρή και πολύ πάνω από την προ Covid εποχή ήδη, οι μισθολογικές πιέσεις θα επανέλθουν σιγά σιγά (όχι έντονα, αλλά έχουμε ξεπεράσει τη συρρίκνωση των μισθών) και η ποιότητα των θέσεων εργασίας αυξάνεται χάρη στις άμεσες ξένες επενδύσεις. Επομένως, ο συνολικός πληθωρισμός δεν είναι ένας παράγοντας που εκτροχιάζει τις προοπτικές για το ΑΕΠ.

Η Ελλάδα έχει φτάσει εκεί που έπρεπε να φτάσει

Η Ελλάδα έχει κάνει σημαντικά βήματα προόδου και θα τολμήσω να πω ότι έχει φτάσει πλέον εκεί που έπρεπε. Βλέπουμε την κερδοφορία των εταιρειών να ανακάμπτει, τον τραπεζικό τομέα να πλησιάζει επιτέλους τα επίπεδα πλήρους λειτουργίας και να υποστηρίζει την ανάκαμψη, τη στεγαστική αγορά να έχει βελτιωθεί, τα δίδυμα ελλείμματα να έχουν βελτιωθεί (αν και παραμένουν μεγάλα) και τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα να έχει ενισχυθεί. Επιστρέφουν οι Έλληνες στα εισοδηματικά επίπεδα και στην πιστωτική πρόσβαση της προ κρίσης εποχής; Όχι, αλλά νομίζω ότι αυτές οι μέρες έχουν περάσει και η διαδικασία σύγκλισης θα πάρει χρόνο, όπως συμβαίνει σε κάθε άλλη χώρα.

Οι κίνδυνοι έγκεινται στην υπερβολική αυτοπεποίθηση, θα έλεγα. Η Ελλάδα θα χρειαστεί κυβερνήσεις που θα μπορούν να παραμείνουν συγκεντρωμένες, που θα παρακολουθούν την εφαρμογή και τις αλλαγές στην οικονομία και θα συντονίζουν τις πολιτικές σύμφωνα με αυτές τις ανάγκες. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιο πιο σημαντικό ζήτημα – οι ανάγκες χρηματοδότησης είναι καλά διαχειρίσιμες και, παρόλο που οι αποδόσεις των ομολόγων στην Ευρώπη θα αυξηθούν, θεωρώ ότι αυτό δεν θα πρέπει να αποτελεί πηγή ιδιαίτερης ανησυχίας.

Στο 5% ο δείκτης NPEs των τραπεζών το 2022

Σε ό,τι αφορά τις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών, ο Άλεξ Μπουλουγούρης, συν-επικεφαλής έρευνας της Wood & Company, τονίζει πως ο κλάδος αφήνει σιγά σιγά πίσω του το θέμα των ΝPEs και κοιτά την κανονικότητα:

Αναμένουμε ότι ο δείκτης NPE των ελληνικών τραπεζών θα είναι κοντά στο 5% μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους για όλες τις ελληνικές τράπεζες. Η διαδικασία βρίσκεται ήδη σε καλό δρόμο και οι κίνδυνοι για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι σχετικά χαμηλοί, λόγω της έντονης όρεξης για τιτλοποιήσεις στο πλαίσιο του σχεδίου «Ηρακλής 1» και «Ηρακλής 2».

Οι μελλοντικές προοπτικές μετατοπίζονται πλέον μακριά από τα NPEs και προς τις «κανονικές» τραπεζικές λειτουργίες (αύξηση δανείων, περιθώρια, προβλέψεις και απόδοση ιδίων κεφαλαίων). Κατά την άποψή μας, ένα καλό μακροοικονομικό περιβάλλον και η έγκαιρη εκτέλεση του σχεδίου ανάκαμψης θα μπορούσαν να υποστηρίξουν μια υψηλή μονοψήφια αύξηση δανείων με προβλέψεις κοντά στις 60 μονάδες βάσης, δίνοντας τη δυνατότητα στις ελληνικές τράπεζες να επιτύχουν δείκτες απόδοσης ιδίων κεφαλαίων, ROEs, της τάξης του 8-10%.

Σε ό,τι αφορά τους πιθανούς παράγοντες κινδύνου, σε αυτούς περιλαμβάνονται τα χαμηλότερα περιθώρια δανεισμού, ενδεχόμενες καθυστερήσεις στην εκτέλεση του σχεδίου ανάκαμψης και οι ρυθμιστικοί περιορισμοί.


Τριετία ισχυρής ανάπτυξης στην Ελλάδα βλέπουν οι διεθνείς οίκοι-13

Εκτόξευση της ανάπτυξης εάν χρησιμοποιηθούν σωστά οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης

Ακόμα πιο ισχυρή θα είναι η ανάπτυξη της Ελλάδας από τις τρέχουσες προβλέψεις το 2022-2023 εάν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης Ε.Ε. δαπανηθούν αποτελεσματικά και έγκαιρα, όπως σημειώνει ο Αθανάσιος Βαμβακίδης, διευθυντής και παγκόσμιος επικεφαλής επενδύσεων στις αγορές συναλλάγματος του G10 στην Bank of America.

Οι εκτιμήσεις μας δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 8,6% σε πραγματικούς όρους το 2021, αφού είχε χάσει 7,8% το 2020. Αναμένουμε επίσης ότι η ισχυρή ανάκαμψη θα συνεχιστεί και το τρέχον έτος, αν και τα βασικά αποτελέσματα υποδηλώνουν επιβράδυνση στο 3,8%, ενώ θα επιβραδυνθεί σε ένα ακόμη ισχυρό 2,5% το 2023. Η ανάπτυξη το 2022 και το 2023 θα μπορεί να είναι ισχυρότερη από αυτές τις προβλέψεις, εάν τα κονδύλια από το Next Generation της Ε.Ε. δαπανηθούν αποτελεσματικά και έγκαιρα.

Παράλληλα, αναμένουμε ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα θα παραμείνει χαμηλός, ελαφρώς κάτω από 1% τόσο το 2022 όσο και το 2023, κάτι που θα συμβάλει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των τιμών, καθώς ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη είναι πιθανό να παραμείνει πάνω από 2% το 2022 και ελαφρώς κάτω από 2% το 2023.

Το δημόσιο χρέος αναμένεται να μειωθεί κάτω από το 200% μέχρι το επόμενο έτος, αλλά αναμένουμε να φτάσει στα προ Covid επίπεδα μόνο μέχρι το 2025. Αναμένουμε μικρό πρωτογενές πλεόνασμα το 2023, αλλά το μέγεθος μετά από αυτό το έτος θα εξαρτηθεί επίσης από τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ε.Ε. και από το αν και το πώς θα μεταρρυθμιστούν. Τα καλά νέα για την Ελλάδα αυτή τη φορά είναι ότι οι ίδιοι κανόνες θα ισχύουν για όλους στην Ευρωζώνη. Τα κακά νέα είναι ότι θα χρειαστεί ακόμη κάποια δημοσιονομική εξυγίανση.

Ο κίνδυνος από το σοκ του πληθωρισμού

Ανησυχούμε πολύ περισσότερο για τον επίμονο πληθωρισμό στις ΗΠΑ, όπου η οικονομία είναι σαφές ότι υπερθερμαίνεται. Αν και αναμένουμε ότι ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης θα παραμείνει πάνω από τον στόχο του 2% το επόμενο έτος, ενώ εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει ξανά κάτω από τον στόχο το 2023. Και αναμένουμε τον βασικό πληθωρισμό και πάλι πολύ κάτω από το 2% το επόμενο έτος. 

Πάντως, οι υψηλές τιμές της ενέργειας αποτελούν πρόβλημα για την Ευρώπη, και για την Ελλάδα ειδικότερα, και θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ανάκαμψη. Πρόκειται για αρνητικό σοκ στον εφοδιασμό, καθώς η Ευρώπη είναι σημαντικός εισαγωγέας ενέργειας. Ουσιαστικά, αναμένουμε ότι οι τιμές του πετρελαίου θα αυξηθούν περαιτέρω, φτάνοντας τα 120 δολάρια το βαρέλι έως τα μέσα του 2022. Αν και ορισμένες από τις κινητήριες δυνάμεις των υψηλών τιμών της ενέργειας μπορεί να είναι παροδικές, η ανεπαρκής επένδυση στην ενέργεια είναι ένα διαρθρωτικό πρόβλημα και θα πρέπει να διατηρήσει τις τιμές υψηλές και πιο ασταθείς μακροπρόθεσμα. Τελικά, η μετάβαση στην πράσινη ενέργεια θα πρέπει να οδηγήσει σε καλύτερες προοπτικές, αλλά δεν θα είναι εύκολη.

Η Ελλάδα έχει διανύσει πολύ δρόμο την τελευταία δεκαετία

Η Ελλάδα σίγουρα έχει προχωρήσει πολύ την τελευταία δεκαετία. Είναι πλέον μέρος του προγράμματος QE της ΕΚΤ και δανείζεται με το χαμηλότερο κόστος δανεισμού στην ιστορία της, ακόμη και με αρνητικά επιτόκια για βραχυπρόθεσμες λήξεις. Η χώρα έχει σημαντικά ταμειακά διαθέσιμα και πολύ μικρό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους για το υπόλοιπο της δεκαετίας. Είναι πολιτικά σταθερή, έχει χειριστεί καλά την κρίση της πανδημίας και έχει εφαρμόσει ορισμένες βασικές μεταρρυθμίσεις. Η χώρα έχει ισχυρή αξιοπιστία στο εξωτερικό και έχει γίνει ένας ελκυστικός επενδυτικός προορισμός για ορισμένους τομείς. Ωστόσο, μετά το σοκ της πανδημίας, το χρέος της Ελλάδας είναι πλέον πολύ υψηλότερο από ό,τι κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης, παρά την επιθετική δημοσιονομική λιτότητα την τελευταία δεκαετία. Η υπερβολική εξάρτηση της οικονομίας από τον τουρισμό έχει δημιουργήσει ευπάθεια. Παράλληλα, το μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό της οικονομίας παραμένει πολύ χαμηλό, λόγω των δυσμενών δημογραφικών τάσεων και των διαρθρωτικών δυσκαμψιών. Σε αυτό το πλαίσιο, τα κονδύλια του Next Generation EU προσφέρουν μια μεγάλη ευκαιρία για αύξηση των επενδύσεων, διαφοροποίηση της οικονομίας και αύξηση της δυνητικής ανάπτυξης.

Εντυπωσιακή η πρόοδος των τραπεζών

Οι ελληνικές τράπεζες έχουν κάνει εντυπωσιακή δουλειά μειώνοντας τα NPEs, πιθανότατα σε μονοψήφια επίπεδα έως το επόμενο έτος. Η ρευστότητά τους είναι πολύ ισχυρή. Οι τιμές των μετοχών τους έχουν ανέβει στα προ του Covid επίπεδα. Οι ελληνικές τράπεζες αναμένεται να αναλάβουν ενεργό ρόλο στο Ταμείο Ανάκαμψης, παρέχοντας πρόσθετη χρηματοδότηση.

Οι προκλήσεις παραμένουν φυσικά, και αυτές αφορούν τη συνέχιση της εκκαθάρισης των ισολογισμών τους και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη. Αυτό θα τους επιτρέψει επίσης να χορηγήσουν περισσότερα νέα δάνεια στην οικονομία τα επόμενα χρόνια και να ανακτήσουν τον ρόλο τους ως βασική κινητήρια δύναμη για επενδύσεις και ανάπτυξη στην Ελλάδα. Θα πρέπει επίσης να αρχίσουν να προσαρμόζονται σε ένα νέο περιβάλλον, στο οποίο η στήριξη της ΕΚΤ μπορεί να είναι πιο περιορισμένη, πιθανώς από το επόμενο έτος.


Τριετία ισχυρής ανάπτυξης στην Ελλάδα βλέπουν οι διεθνείς οίκοι-14

Υψηλές πτήσεις και φέτος για την ελληνική οικονομία

Οι εντυπωσιακές οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας αιφνιδίασαν την ING Research, όπως «παραδέχεται» ο Κάρστεν Μπρζέσκι, παγκόσμιος επικεφαλής μακροοικονομικών του οίκου, ενώ υπογραμμίζει τις σημαντικές επιπτώσεις του υψηλού πληθωρισμού:

Σε αντίθεση με ό,τι περιμέναμε στην αρχή του περσινού έτους, η ελληνική οικονομία ανέκαμψε ταχύτερα. Η ανάκαμψη στον τουρισμό έπαιξε σημαντικό ρόλο και η απουσία μιας ισχυρής βιομηχανικής «ραχοκοκαλιάς» στη χώρα έγινε ξαφνικά πλεονέκτημα. Η ελληνική οικονομία δεν υποφέρει σχεδόν καθόλου από τις παγκόσμιες τριβές της εφοδιαστικής αλυσίδας. Για φέτος, αναμένουμε ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί κατά περίπου 4% και κατά περίπου 3% το 2023. Οι μοχλοί της συνεχιζόμενης ανάπτυξης θα είναι ο τουρισμός και η επιστροφή της παγκόσμιας ανάκαμψης.
Ο υψηλότερος πληθωρισμός αποτελεί σαφώς κίνδυνο για την ελληνική οικονομία, καθώς όχι μόνο θα επηρεάσει την ιδιωτική κατανάλωση, αλλά θα μπορούσε επίσης να επηρεάσει τον τουρισμό. Κατά την άποψή μας, ο πληθωρισμός θα μειωθεί κάπως το 2022, αλλά όχι στα επίπεδα πριν από την πανδημία.

Πολλοί παράγοντες του πληθωρισμού είναι παροδικοί, κάτι που προφανώς δεν θα αφαιρέσει το γεγονός ότι οι τιμές της ενέργειας και των εμπορευμάτων θα μπορούσαν να παραμείνουν υψηλές ακόμα και αν ο πληθωρισμός αρχίσει να μειώνεται.

Μόλις εξαφανιστούν οι μεταβατικοί παράγοντες, υπάρχει ο κίνδυνος να κυριαρχήσουν περισσότεροι διαρθρωτικοί παράγοντες και να διατηρήσουν τον πληθωρισμό υψηλότερο. Σε αυτούς τοποθετούνται η απο-παγκοσμιοποίηση, η γήρανση του πληθυσμού ή το κόστος της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής.

Η μεγαλύτερη πρόκληση για την οικονομία

Η Ελλάδα επιτέλους ανέκαμψε και άφησε πίσω της τα προγράμματα διάσωσης, αλλά οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις από την κρίση χρέους εξακολουθούν να είναι εφικτές. Τα μέτρα λιτότητας εξακολουθούν να αφήνουν σημάδια στην οικονομία. Η επιστροφή σε περισσότερη δημοσιονομική βιωσιμότητα έχει σαφώς επαναφέρει την εμπιστοσύνη των επενδυτών και της Ευρώπης, αλλά οι αρνητικές παρενέργειες παραμένουν τεράστιες.

Η ιδέα πολλών (βόρειων) ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ότι το ελληνικό οικονομικό επιχειρηματικό μοντέλο θα άλλαζε ριζικά δεν έχει πραγματικά υλοποιηθεί. Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων είναι επίσης αμφιλεγόμενες. Οι επενδύσεις παραμένουν χαμηλές, διατρέχοντας τον κίνδυνο η οικονομία να χάσει περαιτέρω έδαφος, ενώ η οικονομία εξακολουθεί να έχει χαμηλή αποτελεσματικότητα στην αγορά εργασίας.

Ίσως είναι ακόμη πολύ νωρίς για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα, αλλά η μεγαλύτερη πρόκληση για την ελληνική οικονομία θα είναι το πώς θα επιστρέψει γρήγορα σε ένα επενδυτικό πρόγραμμα προσανατολισμένο στο μέλλον.


Τριετία ισχυρής ανάπτυξης στην Ελλάδα βλέπουν οι διεθνείς οίκοι-15

Η στήριξη της ΕΚΤ «ασπίδα» για την ανάκαμψη της Ελλάδας

Ο τουρισμός έχει κλείσει σε μεγάλο βαθμό το χάσμα σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα και το 2022 η ανάκαμψη θα συνεχίσει να είναι ισχυρή, όπως επισημαίνει η Τουλία Μπούκο, οικονομολόγος της UniCredit Bank, προβλέποντας σημαντική βελτίωση και στην δημοσιονομική θέση της Ελλάδας με σημαντική μείωση των ελλειμμάτων:

Προβλέπουμε ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα αυξηθεί στο 3,0% περίπου το 2022 μετά από πάνω από 8,0% το 2021. Παρά το γεγονός ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης θα υποχωρήσουν φυσικά καθώς η συσσωρευμένη ζήτηση, η δημοσιονομική στήριξη και η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα εξασθενούν, οι προοπτικές ανάπτυξης του ΑΕΠ για το 2022 παραμένουν ισχυρές υποστηριζόμενες από την ανάπτυξη των τεράστιων πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και τις πολύ ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης.

Όσον αφορά το τελευταίο, η ΕΚΤ θα συνεχίσει να διατηρεί το waiver για την Ελλάδα στη «μεταβατική μορφή» που θα αντικαταστήσει το πρόγραμμα PEPP μόλις λήξει τον Μάρτιο του 2022.  Στη συνέχεια, η ΕΚΤ επιφυλάσσεται του δικαιώματος να επαναλάβει τις καθαρές αγορές, εάν είναι απαραίτητο για να διασφαλίσει την ομαλή μετάδοση της πολιτικής της. Ένα «σιωπηλό PEPP» θα αποδειχθεί επαρκές για τη διατήρηση ευνοϊκών συνθηκών χρηματοδότησης για την Ελλάδα χωρίς η ΕΚΤ να χρειάζεται τελικά να προβεί σε αγορές.

Λαμβάνοντας υπόψη τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες που έχουν πληγεί έντονα από την πανδημία, στην προσέγγιση της τάση του ΑΕΠ, αυτή η απόφαση της ΕΚΤ θα αποτελέσει το κλειδί για τη διασφάλιση της ομαλής μετάδοσης του νομισματικής πολιτικής, τουλάχιστον μέχρι να μειωθεί «επαρκώς» το παραγωγικό κενό της Ελλάδας.

Αναμένουμε επίσης ότι το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα μειωθεί από 9,7% του ΑΕΠ το 2021 σε 4,4% το 2022. Η σταδιακή απόσυρση των έκτακτων μέτρων στήριξης και η λειτουργία των αυτόματων σταθεροποιητών, καθώς συνεχίζεται η οικονομική ανάκαμψη, θα στηρίξουν τη βελτίωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου. Το χρέος προς ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί από το 199,8% το 2021, σε 198,5% το 2022.

Σε ότι αφορά τον τουρισμό, η ανάκαμψη ήταν πολύ ταχύτερη από την αναμενόμενη από τότε που η χώρα «άνοιξε» ξανά, αποδεικνύοντας ότι η εθνική εκστρατεία εμβολιασμού είναι σωστή. Τα στοιχεία του ισοζυγίου πληρωμών δείχνουν μια πολύ ισχυρή συμβολή των τουριστικών εσόδων στην αύξηση του ΑΕΠ στο γ’ τρίμηνο, και ενώ τα στοιχεία για τα έσοδα στις τουριστικές υπηρεσίες δημοσιεύονται με κάποια καθυστέρηση, ωστόσο εκτιμούμε ότι έχουν κλείσει το χάσμα με τα επίπεδα προ πανδημίας σε μεγάλο βαθμό στο τέλος του γ’ τριμήνου. Αυτή η διαδικασία θα συνεχιστεί και το επόμενο έτος παρέχοντας στήριξη στην αύξηση του ΑΕΠ.

Σωστές οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης για τον πληθωρισμό

Θεωρούμε ότι η τρέχουσα άνοδος του πληθωρισμού είναι ένα προσωρινό φαινόμενο, που αντανακλά τις τριβές ζήτησης-προσφοράς μετά το άνοιγμα της οικονομίας (οι οποίες θα πρέπει σταδιακά να υποχωρήσουν, καθώς η προσφορά ανακάμπτει με την ομαλοποίηση της ζήτησης) και την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας (που είναι πιθανό να εξασθενήσουν από την άνοιξη).

Οι κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής, έχουν (ορθώς) παρέμβει για να μετριάσουν τον αντίκτυπο της εκτίναξης των τιμών της ενέργειας στα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος, τα οποία δαπανούν σχετικά μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου εισοδήματός τους για την κάλυψη των ενεργειακών δαπανών.

Εάν δεν αντιμετωπιζόταν, η ραγδαία αύξηση των τιμών της ενέργειας θα είχε συντείνει στην εμβάθυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων, με επιβλαβείς συνέπειες για την ανάκαμψη. Το ζήτημα είναι ιδιαίτερα έντονο στην Ελλάδα, λόγω των τεράστιων ακόμη κοινωνικο-οικονομικών ανισοτήτων μετά τα χρόνια της κρίσης χρέους.

Μοναδική ευκαιρία το Ταμείο Ανάκαμψης

Η Ελλάδα έβγαινε από τη βαθιά κρίση της δεκαετίας του 2010, όταν, το 2020, χτύπησε η πανδημία της Covid-19. Ως εκ τούτου, οι διαρθρωτικές προκλήσεις παραμένουν σημαντικές. 

Ωστόσο, η εστίαση του Ταμείου Ανάκαμψης στη χρηματοδότηση επενδύσεων παρέχει ένα σημαντικό κίνητρο για την Ελλάδα να συνεχίσει να εφαρμόζει τη διαδικασία προσαρμογής και να φέρει την ανάκαμψη σε μια πιο βιώσιμη πορεία, χωρίς να επαναληφθούν οι ανισορροπίες που ίσχυαν πριν από το 2010.

Είναι μια μοναδική ευκαιρία να αντιμετωπίσει η χώρα την έλλειψη εξελιγμένων εξαγωγικών βιομηχανιών, την αποτυχία της να προσελκύσει σημαντικές ξένες επενδύσεις και την έλλειψη χρηματοδότησης για εγχώριους επιχειρηματίες.

Ο κύριος κίνδυνος είναι ότι οι πολιτικοί αποτυγχάνουν να ενώσουν τις δυνάμεις τους σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για τη στήριξη του τεράστιου οικονομικού μετασχηματισμού στον οποίο βασίζονται τα κεφάλαια του NGEU.


Τριετία ισχυρής ανάπτυξης στην Ελλάδα βλέπουν οι διεθνείς οίκοι-16

Θετικές προοπτικές, αλλά το χρέος ως προς το ΑΕΠ παραμένει υψηλό

Οι σωστές δημοσιονομικές πολιτικές και η ισχυρή ανάπτυξη αναμένεται να οδηγήσουν σε μείωση του ελληνικού χρέους στο 170% του ΑΕΠ τα επόμενα τέσσερα χρόνια, εκτιμά η Μανταλένα Μαρτίνι, οικονομολόγος της Economist της Oxford Economics:

Βλέπουμε πως η ισχυρή ανάπτυξη στην Ελλάδα θα συνεχιστεί και το 2022, με το ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 3,7% λόγω των ισχυρών οικονομικών επιδόσεων το 2021 (8,2%), την ανάκαμψη της εξωτερικής και εσωτερικής ζήτησης, περαιτέρω κέρδη στην τουριστική δραστηριότητα και τη σημαντική εισροή ευρωπαϊκών κεφαλαίων.

Ωστόσο, αναμένουμε ότι το χρέος προς το ΑΕΠ θα παραμείνει υψηλό, παρά το γεγονός ότι άρχισε να μειώνεται από την άνοδο που καταγράφηκε το 2020 (περίπου 208%). Η σταθερή αναπτυξιακή δυναμική και η ακριβής δημοσιονομική πολιτική θα βοηθήσουν τον δείκτη να υποχωρήσει τα επόμενα χρόνια, ώστε να φτάσει στο 170% το 2025.

Επιπλέον, βλέπουμε ότι η δημοσιονομική πολιτική θα παραμείνει υποστηρικτική και το 2022. 

Η ρήτρα γενικής διαφυγής, που επιτρέπει την προσωρινή απόκλιση από τις ευρωπαϊκές δημοσιονομικές απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών στόχων της Ελλάδας που παρακολουθούνται υπό ενισχυμένη εποπτεία, επεκτάθηκε για το 2022. Αυτό έδωσε ευελιξία σε όλη τη διάρκεια της κρίσης της πανδημίας και παρέχει στήριξη στην Ελλάδα στην αρχική φάση της ανάκαμψης. Ως εκ τούτου, αναμένουμε ότι το δημόσιο ισοζύγιο θα καταγράψει άλλο ένα σημαντικό έλλειμμα το 2022, στο 3,8% (μετά το μεγάλο έλλειμμα, που αναμένεται στο 8,5%, για το 2021), πριν μειωθεί σημαντικά το 2023.

Τέλος, η τουριστική δραστηριότητα άρχισε να ανακάμπτει στις αρχές του καλοκαιριού, μετά από ένα αδύναμο ξεκίνημα του έτους, και επίσης επωφελήθηκε από την επιμήκυνση της τουριστικής σεζόν. Οι αφίξεις κορυφώθηκαν κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και αναμένουμε ότι τα στοιχεία θα έχουν παραμείνει σταθερά και στο τέλος του τρίτου τριμήνου με αρχές του τέταρτου τριμήνου. Αναμένουμε οι εξαγωγικές υπηρεσίες (των οποίων ο τουρισμός αποτελεί βασικό συστατικό) να επανέλθουν στα προ πανδημίας επίπεδα μέχρι τα τέλη του 2022 με αρχές του 2023. Οι κίνδυνοι είναι πλέον πιο ισορροπημένοι, αλλά επιμένουν, καθώς η κατάσταση στο υγειονομικό μέτωπο επιδεινώνεται και πάλι και οι εξωτερικές διαταραχές μπορεί να καθυστερήσουν την ανάκαμψη του κλάδου, που παραμένει κρίσιμο στοιχείο για τη συνολική ανάκαμψη της Ελλάδας.

Αβέβαιες οι προοπτικές του πληθωρισμού βραχυπρόθεσμα

Οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό παραμένουν αβέβαιες, καθώς η δυναμική των τιμών θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη μετάβαση από τις αυξανόμενες τιμές των εμπορευμάτων στις τιμές καταναλωτικής ενέργειας και από το υψηλότερο κόστος παραγωγής στις τιμές των αγαθών. Συνεπώς, ο αντίκτυπος στην εμπιστοσύνη των νοικοκυριών, στο διαθέσιμο εισόδημα και στην καταναλωτική συμπεριφορά είναι ακόμη ασαφής αυτή τη στιγμή.

Επίσης, η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει, και στη συνέχεια διεύρυνε, άμεση στήριξη και δημοσιονομικά μέτρα για τον περιορισμό των συνεπειών της συνεχιζόμενης ενεργειακής κρίσης και την προστασία των νοικοκυριών με χαμηλό εισόδημα. Ως αποτέλεσμα, μέχρι στιγμής έχουμε αναθεωρήσει τις εκτιμήσεις μας για την ιδιωτική κατανάλωση μόνο ελαφρώς προς τα κάτω το 2022 (σε 7,3%).

Σε σταθερή πορεία ανάκαμψης δέκα χρόνια μετά την κρίση χρέους

Η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο μετά την κρίση του δημόσιου χρέους. Επέστρεψε στις αγορές και έχει επωφεληθεί σε μεγάλο βαθμό από τη συμπερίληψη των κρατικών της ομολόγων στο PEPP της ΕΚΤ και τις επακόλουθες ευνοϊκές συνθήκες στις αγορές.

Η αντίδραση των επενδυτών στις πρόσφατες εκδόσεις κρατικών ομολόγων ήταν υποστηρικτική, βελτιώνοντας την παρουσία της Ελλάδας στις αγορές και βοηθώντας στην οικοδόμηση της καμπύλης αποδόσεων της κυβέρνησης.

Η άφθονη στήριξη της νομισματικής πολιτικής θα συνεχίσει να βοηθά την ελληνική αγορά ομολόγων τα επόμενα τρίμηνα. Ωστόσο, οι κίνδυνοι παραμένουν, δεδομένου του υψηλού επιπέδου δημόσιου χρέους και της πιθανής αναταραχής μετά την απόσυρση της νομισματικής στήριξης.

Πάντως, πιστεύουμε ότι η σταθερή δυναμική ανάπτυξης, που θα βοηθήσει τον δείκτη χρέους προς το ΑΕΠ να μειωθεί σταδιακά, ο αντίκτυπος των μεταρρυθμίσεων που σχετίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης και οι περαιτέρω προσπάθειες του τραπεζικού κλάδου για τη μείωση των NPEs μπορούν να βάλουν την Ελλάδα σε σταθερή πορεία ανάκαμψης.

Σημαντική πρόοδος από τις ελληνικές τράπεζες 

Οι ελληνικές τράπεζες έχουν βελτιώσει τις επιδόσεις τους και την ποιότητα του ενεργητικού τους το τελευταίο διάστημα. Συστημικές λύσεις, όπως το σχέδιο «Ηρακλής» (το οποίο επεκτάθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας), βοήθησαν τις τράπεζες να καθαρίσουν τους ισολογισμούς τους και να εμβαθύνουν τη δευτερογενή αγορά μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ελλάδα, καθιστώντας την πιο ελκυστική για τους διεθνείς επενδυτές.

Επίσης, μέτρα που σχετίζονται με την κρίση, όπως η αναστολή δανείων, έχουν αποτρέψει την εκ νέου αύξηση του δείκτη NPEs κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να συνεχίσουν να καταβάλλουν προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση, για να επιτύχουν μονοψήφιους δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων το επόμενο διάστημα. Ωστόσο, η επιτυχία της στρατηγικής εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων, όπως η κλίμακα της νέας εισροής μη εξυπηρετούμενων δανείων που προκύπτουν από την τρέχουσα κρίση, οι μελλοντικές συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης, η κατάσταση της αγοράς NPEs και η όρεξη των επενδυτών. Πάντως, εκτιμώ πως θα πρέπει να εξεταστούν άλλες λύσεις για τη μείωση των επισφαλών δανείων, για τη διατήρηση και την ενίσχυση της ροής πιστώσεων προς την οικονομία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή