Η χρονιά που αλλάζει το τραπεζικό σύστημα

Η χρονιά που αλλάζει το τραπεζικό σύστημα

Οι συστημικές τράπεζες εξυγίαναν τον ισολογισμό τους και μετασχηματίζονται, ενώ νέοι παίκτες μπαίνουν στην αγορά

15' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με οδηγό την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας, που επισφραγίστηκε με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, το θετικό περιβάλλον των επιτοκίων και την εξυγίανση των ισολογισμών τους, το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα περνάει σε μια νέα φάση, με την ισχυροποίηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, τη διεύρυνση του ανταγωνισμού με τη δημιουργία μικρότερων πόλων και το άνοιγμα της αγοράς με την είσοδο νέων παικτών στον τομέα των χρηματοδοτήσεων και των πληρωμών.

Η αναβάθμιση των ελληνικών τραπεζών ανοίγει τον δρόμο, για πρώτη φορά μετά από 17 χρόνια, για τη διανομή μερίσματος από τα κέρδη της χρήσης του 2023. Η επιστροφή στην κανονικότητα είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων του χρηματοπιστωτικού κλάδου, που μεταμορφώνεται με όχημα την τεχνολογία, την ανοιχτή τραπεζική (open banking), τη διάδοση της ενσωματωμένης χρηματοδότησης (embedded finance) και της τραπεζικής ως υπηρεσίας (banking as a service), μετατοπίζοντας τον ανταγωνισμό από τα παραδοσιακά τραπεζικά προϊόντα και τα κανάλια διανομής, στις συνεργασίες με πλατφόρμες άλλων παρόχων και στις χρηματοδοτικές λύσεις με έμφαση στην ταχύτητα και στην εμπειρία του πελάτη.

Η αναβάθμιση των ελληνικών τραπεζών ανοίγει τον δρόμο, για πρώτη φορά μετά από 17 χρόνια, για τη διανομή μερίσματος από τα κέρδη της χρήσης του 2023.

Η ενίσχυση του ανταγωνισμού περνάει μέσα από τη δημιουργία μικρότερων τραπεζών, που διεκδικούν θέση στις χρηματοδοτήσεις κυρίως μικρομεσαίων και μικρών επιχειρήσεων, οι οποίες παραμένουν ο βασικός κορμός του ελληνικού επιχειρείν. Η προσπάθεια δημιουργίας ενός περιφερειακού πόλου μέσω της συγχώνευσης της Attica Bank με την Παγκρήτια Τράπεζα, που δρομολογείται εντός του 2024, και η δυναμική της Optima Bank, η ανάπτυξη της οποίας πατάει σε υγιή βάση χωρίς τα βάρη του παρελθόντος, είναι πρωτοβουλίες που συμβάλλουν στη διεύρυνση του ανταγωνισμού στο τραπεζικό σύστημα σε συνδυασμό με τη δραστηριοποίηση ψηφιακών παρόχων, που διεκδικούν χώρο είτε στον τομέα των πληρωμών είτε στον τομέα των ψηφιακών λύσεων.

Το παζλ του ανταγωνισμού αναμένεται να ενισχυθεί με τη δημιουργία εταιρειών πιστώσεων, που θα μπορούν να δανειοδοτούν τμήματα του πληθυσμού που διαφεύγουν σήμερα της τραπεζικής χρηματοδότησης είτε λόγω κακού ιστορικού είτε λόγω ανεπαρκών οικονομικών στοιχείων. Η δραστηριοποίηση παρόμοιων σχημάτων που δρομολογούνται σε συνεργασία με επενδυτικά κεφάλαια αλλά και με τράπεζες, θα βοηθήσει στην επίλυση του προβλήματος του ιδιωτικού χρέους, που υπολογίζεται κοντά στα 90 δισ. ευρώ και παραμένει κυρίαρχο πρόβλημα στην οικονομία.

Η ενίσχυση του ανταγωνισμού περνάει μέσα από τη δημιουργία μικρότερων τραπεζών, που διεκδικούν θέση στις χρηματοδοτήσεις κυρίως μικρομεσαίων και μικρών επιχειρήσεων.

Η αποεπένδυση

Σε αυτό το περιβάλλον υψηλών προσδοκιών, η κυβέρνηση ενεργοποίησε τη διαδικασία αποεπένδυσης από τις τράπεζες, υλοποιώντας με ταχείς ρυθμούς τη στρατηγική που είχε προαναγγείλει το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από τις αρχές του χρόνου και ολοκληρώνοντας σε τρεις μήνες την πλήρη ιδιωτικοποίηση της Eurobank με την επαναγορά του 1,4%, που διέθετε το Δημόσιο, από την τράπεζα, τη μεταβίβαση του 9% της Alpha Bank στον ιταλικό όμιλο UniCredit και το placement για την Εθνική, μεταβιβάζοντας το 22%, από το συνολικό 40,39% που διέθετε το Ταμείο, στην Τράπεζα. Η δυναμική της στρατηγικής αποεπένδυσης αναμένεται να συνεχιστεί με αμείωτο ενδιαφέρον το α΄ εξάμηνο του 2024 και με την εκκίνηση της διαδικασίας για τη διάθεση μέρους ή του συνόλου του 27% της Τράπεζας Πειραιώς, που διαθέτει το ΤΧΣ, στην τράπεζα και του υπολοίπου 18% της Εθνικής, με την Τράπεζα Πειραιώς να παίρνει το προβάδισμα αμέσως μετά την ανακοίνωση των ετήσιων αποτελεσμάτων στις 24 Φεβρουαρίου. Βασικός στόχος και στις δύο περιπτώσεις είναι η διάθεση όλου του ποσοστού που ελέγχει και στις δύο τράπεζες το Δημόσιο, μηδενίζοντας τη συμμετοχή του έως τα τέλη του 2024, εφόσον οι συνθήκες στις αγορές το επιτρέψουν, περιορίζοντας την παρουσία του στην Attica Bank, στην οποία διατηρεί μέχρι νεωτέρας μερίδιο 72,5%.

Η κεφαλαιοποίηση της Τράπεζας Πειραιώς ανέρχεται στα 4 δισ. ευρώ και η διάθεση του 27% θα μπορούσε να αποφέρει έσοδα της τάξης του 1 δισ. ευρώ, ανάλογα δηλαδή με όσα απέφερε η πώληση του 22% της Εθνικής Τράπεζας. Αντίστοιχα, η κεφαλαιοποίηση της Εθνικής Τράπεζας έχει φτάσει στα 5,7 δισ. ευρώ και η πώληση του υπόλοιπου 18% μπορεί να αποφέρει επιπλέον έσοδα, επίσης, άνω του 1 δισ. ευρώ, ανάλογα με τον χρόνο αποεπένδυσης που θα επιλεγεί και την εξέλιξη της κεφαλαιοποίησης της τράπεζας.

Η χρονιά που αλλάζει το τραπεζικό σύστημα-1
Η δυναμική της στρατηγικής αποεπένδυσης αναμένεται να συνεχιστεί με αμείωτο ενδιαφέρον το α΄ εξάμηνο του 2024 και με την εκκίνηση της διαδικασίας για τη διάθεση μέρους ή του συνόλου του 27% της Τράπεζας Πειραιώς, που διαθέτει το ΤΧΣ, στην τράπεζα.

Μέχρι σήμερα, η στρατηγική αποεπένδυσης απέφερε έσοδα 1,45 δισ. ευρώ για το ελληνικό Δημόσιο, με την Εθνική να συγκεντρώνει 1,066 εκατ. ευρώ, την Alpha Bank 293,5 εκατ. ευρώ και τη Eurobank 93,7 εκατ. ευρώ. Η αρχή έγινε με τη Eurobank και την επαναγορά από την τράπεζα ενός μικρού ποσοστού της τάξης του 1,4% που διέθετε το Δημόσιο στην τράπεζα. Η συναλλαγή άνοιξε τον δρόμο για την πλήρη ιδιωτικοποίηση της τράπεζας, καθιστώντας τη Eurobank, σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο του Ομίλου, Φωκίωνα Καραβία, «την πρώτη συστημική τράπεζα χωρίς συμμετοχή του Δημοσίου στο μετοχικό της κεφάλαιο». Το σύνολο των μετοχών που αποκτήθηκε προβλέπεται να ακυρωθεί, αυξάνοντας την αξία της επένδυσης για τους μετόχους της τράπεζας, που ελέγχεται κατά 32,9% από τη Fairfax Financial Holdings, ενώ βασικοί μέτοχοι είναι επίσης το Capital Group με 5,05%, η Helikon Investments με 5%, θεσμικοί επενδυτές του εξωτερικού σε ποσοστό 47,5%. Ακολούθησε η πρόταση της UniCredit για την εξαγορά του 8,978% που διέθετε το ΤΧΣ στην Alpha Bank, συναλλαγή που χαρακτηρίστηκε από τον διευθύνοντα σύμβουλο του Ομίλου της Alpha Bank, Βασίλη Ψάλτη, «ένας ιστορικός σταθμός στη μακρά πορεία της τράπεζας, η οποία καθίσταται και πάλι 100% ιδιωτική, και μάλιστα με την είσοδο ενός στρατηγικού επενδυτή πρώτης γραμμής». Ο ιταλικός όμιλος αύξησε περαιτέρω το ποσοστό του στο 9,61%, αποτελώντας τον πρώτο μεγαλύτερο μέτοχο μετά τον ολλανδικό όμιλο Reggeborgh, δημιουργώντας για την τράπεζα ένα συμπαγές γκρουπ μετόχων που μπορεί να στηρίξει την ανάπτυξη και τη μεγέθυνση της Alpha Bank.

Το placement της Εθνικής

Στην περίπτωση της Εθνικής, το placement για τη διάθεση του 20% των μετοχών της τράπεζας και η ισχυρή ζήτηση που εκδηλώθηκε, οδηγώντας τελικά στην πώληση του 22%, αποτέλεσε, σύμφωνα με δηλώσεις του υπουργού Εθνικής Οικονομίας, Κωστή Χατζηδάκη, την «πιο επιτυχημένη συναλλαγή την τελευταία τριετία στην ΕΕ ως προς τη ζήτηση που εκδηλώθηκε και την ελαχιστοποίηση της έκπτωσης στην τιμή διάθεσης». Η συναλλαγή, που συγκέντρωσε 8 φορές μεσοσταθμικά τη συνολική προσφορά μετοχών, αποτέλεσε, σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της ΕΤΕ, Παύλο Μυλωνά, «έμπρακτη αναγνώριση της εντυπωσιακής βελτίωσης των οικονομικών μεγεθών της τράπεζας». Η συναλλαγή οδήγησε τη συμμετοχή των διεθνών επενδυτών στο 67% του μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας, από τους οποίους ένας στους δύο περίπου είναι επενδυτές με μακροπρόθεσμο προφίλ, ενώ στο 13% διαμορφώνεται η συμμετοχή των εγχώριων θεσμικών και ιδιωτών επενδυτών.

Συγκεκριμένα, η πολύ υψηλή υπερκάλυψη της διάθεσης ποσοστού μετοχών του ΤΧΣ στην Εθνική Τράπεζα έφτασε τις 9,5 φορές για το διεθνές βιβλίο και τις 2,2 φορές για το ελληνικό, με αποτέλεσμα το Ταμείο να αυξήσει τον αριθμό των μετοχών που διέθεσε από 182.943.031 σε 201.237.334 συνολικά, με την τιμή διάθεσης να κλείνει στα 5,30 ευρώ ανά μετοχή, σε σχέση με το εύρος τιμής που είχε ανακοινωθεί και το οποίο κυμαινόταν μεταξύ 5 έως 5,44 ευρώ ανά μετοχή. Με βάση την τελική κατανομή που οριστικοποίησε το ΤΧΣ, από τις προσφερόμενες μετοχές:

•160.989.867 μετοχές (δηλαδή 80% του συνόλου) κατανεμήθηκαν σε επενδυτές που συμμετείχαν στη διεθνή προσφορά.

•40.247.467  μετοχές  (δηλαδή  το  20%  του συνόλου από 15% που είχε προβλεφθεί αρχικά) κατανεμήθηκαν σε επενδυτές που συμμετείχαν στην Ελληνική Δημόσια Προσφορά, από τις οποίες το 60% σε ιδιώτες επενδυτές και το 40% σε θεσμικούς επενδυτές.

Alpha Bank – UniCredit

Ανάλογης σημασίας είναι η συνεργασία Alpha Bank – UniCredit, που αποτελεί την πρώτη επένδυση στρατηγικού εταίρου στον τραπεζικό κλάδο, έπειτα από 17 χρόνια. Εκτός από την εξαγορά του 9% της Alpha, τα δύο μέρη συμφώνησαν και στη συγχώνευση της UniCredit Romania και της Alpha Bank Romania, μέσω της οποίας δημιουργείται η 3η μεγαλύτερη τράπεζα στη Ρουμανία, με συνολικό μερίδιο αγοράς 13%, δάνεια άνω των 10 δισ. ευρώ, καταθέσεις άνω των 12 δισ. ευρώ, έσοδα της τάξης των 660 εκατ. ευρώ και καθαρά κέρδη 300 εκατ. ευρώ. Η συγχώνευση, όπως δήλωσαν οι CEO των δύο ομίλων, «αποτελεί ορόσημο για την τοπική αγορά, λόγω του συνδυασμού δύο συμπληρωματικών πελατολογίων σε μια χώρα με υψηλό ρυθμό ανάπτυξης, με τη UniCredit Romania και την Alpha Bank Romania να διαθέτουν ισχυρή παρουσία στους τομείς της επιχειρηματικής και της λιανικής τραπεζικής, αντίστοιχα».

Η Alpha Bank αναμένεται να διατηρήσει το 9,9% του μετοχικού κεφαλαίου στη νέα τράπεζα, εισπράττοντας τίμημα 300 εκατ. ευρώ για την πώληση της θυγατρικής της. Μέσω της πώλησης της δραστηριότητας στην Ρουμανία, η Alpha θα «ελαφρύνει» τον ισολογισμό της, μειώνοντας τα σταθμισμένα στοιχεία ενεργητικού (risk weighted assets) και απελευθερώνοντας έτσι κεφάλαια σε μια περίοδο όπου η περαιτέρω κεφαλαιακή ενίσχυση των ελληνικών τραπεζών αποτελεί κυρίαρχο στόχο, υποβοηθούμενη και από τα κέρδη που αποφέρει η άνοδος των επιτοκίων. Η συνολική συναλλαγή διατηρεί αμετάβλητες τις προσδοκίες για τα καθαρά κέρδη του Ομίλου της Alpha, ενώ ενισχύει περαιτέρω τα κεφαλαιακά αποθέματα κατά περισσότερο από 100 μονάδες βάσης, οδηγώντας την απόδοση ενσώματων ιδίων κεφαλαίων (RoTE) υψηλότερα κατά τουλάχιστον 50 μονάδες βάσης, με δυνατότητα περαιτέρω ανόδου, προερχόμενη από την εμπορική συμφωνία. Η συμφωνία προβλέπει επίσης:

• την εξαγορά από τη UniCredit του 51% του μετοχικού κεφαλαίου της ασφαλιστικής εταιρείας AlphaLife, 100% θυγατρικής εταιρείας ασφάλισης ζωής της Alpha, που δραστηριοποιείται στον κλάδο συνταξιοδοτικών και αποταμιευτικών προϊόντων,

• τη διανομή των αμοιβαίων κεφαλαίων UniCredit onemarkets μέσω του δικτύου της Alpha Bank, το οποίο εξυπηρετεί περισσότερους από 3,5 εκατομμύρια πελάτες στην Ελλάδα.

Η εν λόγω συνεργασία θα αξιοποιήσει την τεχνογνωσία και την ποικιλία προϊόντων της UniCredit στον τομέα της διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και τραπεζοασφαλιστικών προϊόντων, ενώ σύμφωνα με την Alpha «λειτουργεί ως καταλύτης για την περαιτέρω ανάπτυξη των δυνατοτήτων της AlphaLife και τη διεύρυνση των παρεχόμενων υπηρεσιών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων προς τους πελάτες της. Η νέα συνεργασία καταδεικνύει τις δυνατότητες των υπηρεσιών της UniCredit να προσδίδουν προστιθέμενη αξία στα συνεργαζόμενα μέρη, ενώ επιβεβαιώνει τη δέσμευσή της να αναδειχθεί σε μια πανευρωπαϊκή τράπεζα που προσφέρει τα υψηλού επιπέδου προϊόντα της σε νέες αγορές».

Oι στόχοι της Εurobank

Διαφοροποιημένη στρατηγική ακολουθεί η Eurobank, η διοίκηση της οποίας επικεντρώνει τη δραστηριότητα του oμίλου στις τρεις βασικές αγορές όπου έχει παρουσία –Ελλάδα, Κύπρο και Βουλγαρία–, διευρύνοντας την παρουσία της στην Κύπρο με την απόκτηση της ελληνικής τράπεζας και αποχωρώντας μέσα στο 2023 από την αγορά της Σερβίας. Το ποσοστό της στην κυπριακή τράπεζα μέσα από διαδοχικές εξαγορές διαμορφώνεται στο 48,1% και στόχος είναι η απόκτηση του συνόλου των μετοχών μέσω δημόσιας πρότασης, οδηγώντας στην απορρόφηση του κυπριακού ομίλου και στην ενσωμάτωσή της στη Eurobank Cyprus.

Η αναβάθμιση

Η αναβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας στην επενδυτική κατηγορία που πιστοποιήθηκε από τους επενδυτικούς οίκους DBRS, Fitch και S&P αποτελεί εξίσου σημαντική εξέλιξη για το τραπεζικό σύστημα, καθώς συμπαρασύρει σε περαιτέρω αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης των ελληνικών τραπεζών, συντελώντας στη συγκράτηση της αύξησης των εξόδων για τόκους, η οποία σχετίζεται με την άνοδο του κόστους δανεισμού από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές λόγω της αυστηροποίησης των νομισματικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών διεθνώς. Ήδη στις 14 Δεκεμβρίου ο οίκος S&P αναβάθμισε το αξιόχρεο τριών σημαντικών τραπεζών κατά μία βαθμίδα και μετέβαλε τις προοπτικές δύο τραπεζών σε θετικές από σταθερές, γεγονός που προοιωνίζεται την αναβάθμιση σε σύντομο χρονικό διάστημα του αξιόχρεού τους. Επίσης, ο οίκος Fitch προέβη την ίδια ημέρα σε μεταβολή των προοπτικών των τεσσάρων σημαντικών τραπεζών σε θετικές από σταθερές. Προς το παρόν, η απόσταση της πλέον ευνοϊκής μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής αξιολόγησης της κάθε συστημικής τράπεζας σε επίπεδο ομίλου από την επενδυτική κατηγορία έχει πλέον διαμορφωθεί σε 2 βαθμίδες για τη Eurobank και την Εθνική Τράπεζα (ΒΒ) και σε 3 βαθμίδες για την Alpha Bank και την Τράπεζα Πειραιώς (ΒΒ-). Τα άμεσα οφέλη της αναβάθμισης αφορούν τη βελτίωση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου τίτλων των τραπεζών, καθώς μέρος αυτού αποτελείται από ελληνικά ομόλογα, την αύξηση της διαθέσιμης ρευστότητας και τη μείωση του κινδύνου αγοράς των τραπεζών. Εφεξής τα ελληνικά κρατικά ομόλογα μπορούν να γίνονται αποδεκτά ως εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του ευρωσυστήματος, χωρίς να καθίσταται αναγκαία η παροχή της παρέκκλισης, γνωστής ως waiver, ενώ σημαντικό όφελος συνεπάγεται και η μείωση των περικοπών αποτίμησής τους (haircuts) όταν χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις για αναχρηματοδότηση των τραπεζών από το ευρωσύστημα. Επίσης, αναμένεται ότι θα μειωθεί ο συντελεστής ευαισθησίας των ελληνικών τίτλων στις διακυμάνσεις του διεθνούς επενδυτικού κλίματος και ότι η πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές και στη διατραπεζική αγορά θα καταστεί ευκολότερη για τις ελληνικές τράπεζες. Όπως παρατηρεί η ΤτΕ στην τελευταία Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής, η αναβάθμιση έχει ήδη ασκήσει σημαντική μειωτική επίδραση στο κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών από τις κεφαλαιαγορές, ενώ με βάση τη διεθνή εμπειρία αναμένεται να έχει σημαντικές μακροχρόνιες θετικές επιδράσεις στην εγχώρια οικονομική δραστηριότητα. Έτσι, αναμένεται να συμβάλει αυξητικά στην κερδοφορία των τραπεζών και μειωτικά στον πιστωτικό κίνδυνο των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα τη βελτίωση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου δανείων των τραπεζών. Σημειώνεται ότι η αναβάθμιση και οι παράγοντες οι οποίοι οδήγησαν σε αυτή την εξέλιξη, όπως η βελτίωση της κερδοφορίας των τραπεζών και η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας, έχουν επιδράσει υποστηρικτικά στη διαδικασία αποεπένδυσης του ΤΧΣ από τις ελληνικές τράπεζες.

O «Ηρακλής»

Η άνοδος των επιτοκίων και το δύσκολο οικονομικό περιβάλλον που συνεπάγεται για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις η επιμονή του δομικού πληθωρισμού, δεν ανέκοψαν την προσπάθεια των τραπεζών για τη μείωση των κόκκινων δανείων, η οποία συνεχίστηκε μέσα στο 2023. Βασικός αρωγός στην προσπάθεια αυτή υπήρξε ο μηχανισμός κρατικών εγγυήσεων «Ηρακλής» που ενεργοποίησε η κυβέρνηση το 2019, οδηγώντας στη δραστική μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και του αντίστοιχου δείκτη σε ιστορικά χαμηλά. Το πρόγραμμα επεκτάθηκε έως τα τέλη του 2024 με πρόσθετες εγγυήσεις ύψους 2 δισ. ευρώ, σε μια προσπάθεια να ολοκληρωθεί η εξυγίανση των ισολογισμών των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, αλλά και να επωφεληθούν μικρότερες τράπεζες, όπως η Attica Bank και η Παγκρήτια Τράπεζα, ανεβάζοντας τις συνολικές εγγυήσεις που έχει παράσχει το Δημόσιο κοντά στα 20 δισ. ευρώ για τιτλοποιήσεις αξίας 50 δισ. ευρώ που έχουν ενταχθεί στο πρόγραμμα.

Το σχέδιο «Ηρακλής» οδήγησε στη δραστική μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και του αντίστοιχου δείκτη σε ιστορικά χαμηλά.

Μέσω του μηχανισμού του «Ηρακλή» αλλά και των πωλήσεων κόκκινων δανείων, οι τράπεζες μπόρεσαν να μειώσουν δραστικά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, επιτυγχάνοντας τον στόχο τους να περιορίσουν τον αντίστοιχο δείκτη (NPEs) σε μονοψήφιο ποσοστό. Συγκεκριμένα:

• Η Εθνική έχει μειώσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στο 1,2 δισ. ευρώ (περιλαμβάνεται στο ποσό αυτό και μια νέα τιτλοποίηση ύψους 600 εκατ. ευρώ που ανακοινώθηκε πρόσφατα), περιορίζοντας και τον αντίστοιχο δείκτη στο 3,7%.

• Η Alpha Bank έχει μειώσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στα 2,8 δισ. ευρώ και τον αντίστοιχο δείκτη στο 7,2%.

• Η Τράπεζα Πειραιώς έχει μειώσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στα 2 δισ. ευρώ και τον αντίστοιχο δείκτη στο 5,5%.

• Η Eurobank έχει μειώσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στα 2 δισ. ευρώ και τον αντίστοιχο δείκτη στο 4,9%.

Η κερδοφορία

Στηριζόμενες στην αύξηση των επιτοκιακών εσόδων που εκτινάχθηκαν πάνω από τα 6 δισ. ευρώ, με βάση τα στοιχεία 9μήνου των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, η κερδοφορία του 2023 αναμένεται να ξεπεράσει τα 3 δισ. ευρώ, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για τη διανομή μερίσματος σε ποσοστό 20% από την Alpha Bank, 20-30% από την Εθνική Τράπεζα, 25% από τη Eurobank και 10% από την Τράπεζα Πειραιώς, με βάση τις δεσμεύσεις που έχουν δημοσιοποιήσει οι διοικήσεις τους. Τα επιτοκιακά έσοδα αναμένεται να κορυφωθούν το δ΄ τρίμηνο του έτους, αλλά το παράθυρο ευκαιρίας που άνοιξε η ΕΚΤ πριν από περίπου ενάμιση χρόνο, αναμένεται σταδιακά να αρχίσει να κλείνει πριν ξεκινήσει η μείωση των επιτοκίων, η οποία εκτιμάται ότι θα ξεκινήσει από το τέλος του α΄ τριμήνου του 2024.

Η επιστροφή στην κανονικότητα είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων του χρηματοπιστωτικού κλάδου.

Τα υψηλά έσοδα από τόκους τροφοδοτούνται από την αύξηση του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών, που εμφανίζει σημάδια ανάκαμψης μετά από μια περίοδο υποτονικής διεύρυνσης των δανειοδοτήσεων, λόγω των μεγάλων αποπληρωμών παλαιότερων δανείων κυρίως από κλάδους με υψηλή ρευστότητα, στις οποίες πρωτοστάτησαν κυρίως μεγάλες επιχειρήσεις.

To 2024, η μάχη για την αύξηση του δανειακού χαρτοφυλακίου θα στηριχθεί κυρίως στα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς οι υπογεγραμμένες συμβάσεις θα αρχίσουν να παράγουν νέες εκταμιεύσεις. Ήδη, με βάση τα αποτελέσματα του 9μήνου, το χαρτοφυλάκιο των εξυπηρετούμενων δανείων αυξήθηκε από τα 122,1 δισ. ευρώ το αντίστοιχο περσινό διάστημα στα 126 δισ. ευρώ, πιστοποιώντας την ανάκαμψη των δανειοδοτήσεων, που αναμένεται να ενισχυθεί το 2024. Η πιστωτική επέκταση σε όρους εξυπηρετούμενων δανείων ανήλθε σε 3,9 δισ. ευρώ, με την Εθνική Τράπεζα να αυξάνει το δανειακό της χαρτοφυλάκιο κατά 1,4 εκατ. ευρώ το 9μηνο του 2023, στα 29,5 δισ. ευρώ, την Τράπεζα Πειραιώς κατά 1,1 εκατ. ευρώ και συνολικό χαρτοφυλάκιο 29,3 δισ. ευρώ, τη Eurobank με 915 εκατ. ευρώ νέες εκταμιεύσεις και χαρτοφυλάκιο 35,4 δισ. ευρώ (περιλαμβάνεται και η δραστηριότητα στο εξωτερικό) και την Alpha Bank με 489 εκατ. ευρώ και συνολικό χαρτοφυλάκιο 31,8 δισ. ευρώ.

Εκτός από την άνοδο των χορηγήσεων, τα υψηλά επιτοκιακά έσοδα στηρίχθηκαν στη συγκράτηση των επιτοκίων στις καταθέσεις, συντηρώντας την ψαλίδα μεταξύ επιτοκίων δανείων και καταθέσεων σε υψηλά επίπεδα και συγκεκριμένα στο 5,71% για τις νέες εργασίες και στο 5,93% για τα υφιστάμενα υπόλοιπα με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του Οκτωβρίου. Οι ελληνικές τράπεζες επωφελήθηκαν έτσι από το υψηλότερο επιτοκιακό περιθώριο μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, το οποίο ανήλθε στο 3,25%, επίπεδο διπλάσιο από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, που διαμορφώθηκε λίγο πάνω από το 1,5%. Η τάση αυτή έχει συντηρήσει σε υψηλό επίσης επίπεδο την απόδοση ιδίων κεφαλαίων (return on equity – ROE) του τραπεζικού συστήματος, με τις ελληνικές τράπεζες να διαθέτουν έναν από τους υψηλότερους δείκτες, που διαμορφώθηκε στο 12,8% και αποτελεί την 6η καλύτερη επίδοση μεταξύ 13 χωρών στην Ευρωζώνη. Η επίτευξη υψηλής απόδοσης ιδίων κεφαλαίων επιτρέπει στις ελληνικές τράπεζες τη διανομή μερίσματος από τα κέρδη της χρήσης του 2023 και, παρά το γεγονός ότι ο δείκτης απόδοσης ιδίων κεφαλαίων επιδεινώθηκε σε σχέση με το υψηλό επίπεδο του 20% που είχε καταγράψει το α΄ εξάμηνο του 2022, βασίζεται πλέον σε πιο υγιή βάση, καθώς είναι αποτέλεσμα των βασικών πηγών κερδοφορίας, όπως τα έσοδα από τόκους αντί των έκτακτων χρηματοοικονομικών εσόδων. Η διανομή μερίσματος αναμένεται να εγκριθεί στα τέλη Απριλίου από τον SSM και εκτιμάται ότι θα αυξηθεί τα επόμενα χρόνια, προσεγγίζοντας τον μέσο ευρωπαϊκό όρο που κινείται λίγο πάνω από το 50%.

Διατήρηση της κερδοφορίας

Το κυρίαρχο ερώτημα είναι πώς οι τράπεζες θα διατηρήσουν τα κεκτημένα της ανόδου των επιτοκίων, έτσι ώστε η δέσμευση για την κερδοφορία και τη διανομή μερίσματος να υποστηριχθεί τα προσεχή χρόνια, εμπεδώνοντας και την οριστική επιστροφή στην κανονικότητα. Οι θετικές προοπτικές βασίζονται στη διεύρυνση του δανειακού χαρτοφυλακίου, που εμφανίζει σημάδια ανάκαμψης μετά από μια υποτονική περίοδο λόγω των μεγάλων αποπληρωμών παλαιότερων κυρίως επιχειρηματικών δανείων, κυρίως από κλάδους με υψηλή ρευστότητα.

Οι θετικές προοπτικές βασίζονται στη διεύρυνση του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών, που εμφανίζει σημάδια ανάκαμψης

Βασικός πυλώνας της αναπτυξιακής προοπτικής αποτελεί το Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο μέσα από το δανειακό σκέλος των 12,7 δισ. ευρώ θα κινητοποιήσει πόρους 31,8 δισ. ευρώ, που θα κατευθυνθούν στην πράσινη μετάβαση, στον ψηφιακό μετασχηματισμό, στην καινοτομία, στην εξωστρέφεια και στην ανάπτυξη οικονομιών κλίμακας. Ήδη τα επενδυτικά αιτήματα που έχουν υποβληθεί ξεπερνούν, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, τα 18 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 8 δισ. ευρώ έχουν εγκριθεί από τις τράπεζες, ανεβάζοντας το ύψος των αιτούμενων δανείων κοντά στα 7,5 δισ. ευρώ και τα εγκεκριμένα δάνεια κοντά στα 3 δισ. ευρώ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή