Φαρμακοβιομηχανία: ένας κλάδος με μεγάλη προστιθέμενη αξία

Φαρμακοβιομηχανία: ένας κλάδος με μεγάλη προστιθέμενη αξία

Η νέα φαρμακευτική στρατηγική της ΕΕ ανοίγει νέους ορίζοντες για τις ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες, μέσω της διαμόρφωσης στοχευμένων επενδυτικών κινήτρων

9' 5" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αποσπώντας ένα ποσοστό της τάξης του 5,5% του ΑΕΠ, ο ευρύτερος κλάδος της Δημόσιας Υγείας αποτελεί ένα ισχυρό πεδίο ανάπτυξης επιχειρηματικής δραστηριότητας, που σε συνδυασμό με την ιδιωτική πρωτοβουλία δημιουργεί βάσεις για οικονομική ανάπτυξη παράλληλα με την κοινωνική ευημερία.

Ο τομέας της υγείας όπου διαπιστώνεται η σημαντικότερη αναπτυξιακή διάσταση, είναι ο χώρος του φαρμάκου, ο οποίος αφορά μια εγχώρια αγορά που ξεπερνά τα 8 δισ. ευρώ. Η δε ελληνική φαρμακοβιομηχανία αποτελεί βασικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας, με τη συνολική συμβολή του κλάδου του φαρμάκου σε όρους ΑΕΠ να εκτιμάται σε περίπου 6,5 δισ. (ήτοι 3,3% του ΑΕΠ), ενώ οι άμεσα απασχολούμενοι στην παραγωγή και στην εμπορία φαρμάκων προσεγγίζουν τις 29 χιλιάδες άτομα. Επίσης, οι εξαγωγές φαρμακευτικών προϊόντων αντιστοιχούν σε ποσοστό πάνω από το 4,5% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών όλων των αγαθών.

Η διάρθρωση του κλάδου

Η παραγωγή και διάθεση των φαρμακευτικών προϊόντων είναι ένας από τους πιο δυναμικούς κλάδους της ελληνικής βιομηχανίας. Η προσφορά φαρμακευτικών προϊόντων στην Ελλάδα προσδιορίζεται από τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις του κλάδου (παραγωγικές και εμπορικές) και την αλυσίδα αποθήκευσης, διακίνησης και διάθεσης του φαρμάκου στο κοινό.

Πιο αναλυτικά, τα φάρμακα, με εξαίρεση εκείνα που διατίθενται μέσω νοσοκομείων, στη διακίνηση των οποίων δεν παρεμβάλλονται οι χονδρέμποροι, ακολουθούν την πορεία: φαρμακευτική επιχείρηση – φαρμακαποθήκη – φαρμακείο.

Φαρμακοβιομηχανία: ένας κλάδος με μεγάλη προστιθέμενη αξία-1
Η πυκνότητα των φαρμακείων στην Ελλάδα είναι η υψηλότερη μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ27, καθώς αντιστοιχούν 97 φαρμακεία ανά 100.000 κατοίκους, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος στην ΕΕ27 είναι 32 φαρμακεία ανά 100.000 κατοίκους. Σημειώνεται ότι περίπου το 36% των φαρμακείων έχουν έδρα στην Αττική.

Το ΙΟΒΕ καταγράφει περίπου 106 παραγωγούς και εισαγωγείς φαρμάκων, 145 φαρμακαποθήκες και συνεταιρισμούς φαρμακοποιών και περίπου 10.400 ιδιωτικά φαρμακεία και φαρμακεία των νοσοκομείων και 35 φαρμακεία ΕΟΠΥΥ.

Ταυτόχρονα, επιτρέπεται η απευθείας πώληση από τις επιχειρήσεις προς τα φαρμακεία. Σε κάποιες περιπτώσεις προβλέπεται η δυνατότητα χορήγησης φαρμάκων από τους ιατρούς ή η απευθείας παράδοση φαρμάκων από τη φαρμακευτική επιχείρηση στον ασθενή, κατόπιν έγκρισης από το ασφαλιστικό ταμείο.

Τον ρόλο των χονδρεμπόρων στον κλάδο του φαρμάκου διαδραματίζουν οι ιδιωτικές φαρμακαποθήκες και οι συνεταιρισμοί φαρμακοποιών.

Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, η πυκνότητα των φαρμακείων στην Ελλάδα είναι η υψηλότερη μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ27, καθώς αντιστοιχούν 97 φαρμακεία ανά 100.000 κατοίκους, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος στην ΕΕ27 είναι 32 φαρμακεία ανά 100.000 κατοίκους. Σημειώνεται ότι περίπου το 36% των φαρμακείων έχουν έδρα στην Αττική.

Η δε αγορά του χονδρεμπορίου φαρμάκων είναι κατακερματισμένη. Σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες υπάρχουν κατά μέσο όρο 10-30 φαρμακαποθήκες, ενώ στην Ελλάδα υπάρχουν 145 ιδιωτικές φαρμακαποθήκες και συνεταιρισμοί. Οι φαρμακαποθήκες στην Ελλάδα αντιστοιχούν σε περίπου 14 ανά 1 εκατ. κατοίκους, υψηλότερα από κάθε άλλη χώρα εκτός από τη Λιθουανία.

Παραγωγή

Τα τελευταία χρόνια, η ελληνική φαρμακοβιομηχανία ανεβάζει σημαντικές ταχύτητες όσον αφορά την παραγωγή φαρμακευτικών σκευασμάτων, κατορθώνοντας να σημειώνει συνεχή αύξηση. Τα εργοστάσια που βρίσκονται εντός συνόρων, μάλιστα, κατόρθωσαν το 2022 να ανεβάσουν την αξία των παραγόμενων σκευασμάτων τους στα 1,87 δισ. ευρώ, σημειώνοντας ετήσια αύξηση της τάξης του 16,1% σε σχέση με το 2021. Η αξία αυτή αποτελεί ιστορικό ρεκόρ για την ελληνική φαρμακοβιομηχανία, ενώ αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι μέσα σε μία πενταετία οι εταιρείες του κλάδου κατάφεραν να διπλασιάσουν την αξία της παραγωγής τους, καθώς το 2017 αυτή είχε διαμορφωθεί στα 953 εκατ. ευρώ.

Τα τελευταία χρόνια, η ελληνική φαρμακοβιομηχανία ανεβάζει σημαντικές ταχύτητες όσον αφορά την παραγωγή φαρμακευτικών σκευασμάτων, κατορθώνοντας να σημειώνει συνεχή αύξηση.

Τα παραπάνω στοιχεία καταγράφονται στην έκδοση «Η φαρμακευτική αγορά στην Ελλάδα: Γεγονότα και στοιχεία 2022», την οποία εκπόνησε το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), με τη συνεργασία του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος.

Σύμφωνα με τη μελέτη αυτή, η φαρμακοβιομηχανία αποτελεί έναν από τους δυναμικότερους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, με ιδιαίτερη σημασία για το σύστημα υγείας, τους ασθενείς και την ελληνική οικονομία.

Μέσα σε μία πενταετία οι φαρμακοβιομηχανίες κατάφεραν να διπλασιάσουν την αξία της παραγωγής τους, καθώς το 2017 αυτή είχε διαμορφωθεί στα 953 εκατ. ευρώ.

Συγκεκριμένα, ο κλάδος δαπανά για Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) το 8% της συνολικής δαπάνης για Ε&Α στην Ελλάδα (2020), ενώ την περίοδο 2002-2022 διενεργήθηκαν 3.830 κλινικές (2.250 ολοκληρωμένες) μελέτες ανεξαρτήτως φάσης ή σταδίου. Επιπροσθέτως, η εγχώρια παραγωγή φαρμακευτικών προϊόντων έχει προστιθέμενη αξία στο 1,5 δισ. (6,4% μερίδιο στον κλάδο της μεταποίησης).

Σημαντικός είναι και ο ρόλος του φαρμακευτικού κλάδου στο συνολικό εξωτερικό εμπόριο, καθώς οι εξαγωγές φαρμακευτικών προϊόντων ανήλθαν το 2022 σε 2,6 δισ. ευρώ και αντιστοιχούν στο 4,7% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών όλων των αγαθών για το 2022, με κυριότερους εξαγωγικούς προορισμούς τη Γερμανία, τη Γαλλία και το Ην. Βασίλειο.

Σύμφωνα με τους εκπροσώπους της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας, παρά τις αντίξοες συνθήκες, οι επιχειρήσεις του κλάδου καταφέρνουν να εξασφαλίσουν την επάρκεια της αγοράς και την πρόσβαση σε οικονομικά ποιοτικά φάρμακα. Η πανδημία λειτούργησε ως ένα stress test για τα συστήματα υγείας και φαρμάκου σε όλο τον κόσμο, και η Ελλάδα άντεξε γιατί διαθέτει εγχώρια παραγωγή, καλύπτοντας 3 εκατομμύρια ασθενείς στην πανδημία, όταν άλλες χώρες αντιμετώπισαν τεράστια προβλήματα κάλυψης.

Η πανδημία λειτούργησε ως ένα stress test για τα συστήματα υγείας και φαρμάκου σε όλο τον κόσμο, και η Ελλάδα άντεξε, γιατί διαθέτει εγχώρια παραγωγή.

Οι σημαντικές επενδύσεις 1,2 δισ. ευρώ που ήδη υλοποιούνται, αναμένεται να επιτρέψουν την κάλυψη ακόμη περισσότερων ασθενών με περισσότερες θεραπείες σε προσιτό κόστος.

Η νέα ευρωπαϊκή φαρμακευτική στρατηγική

Τα μαθήματα από την πανδημία οδήγησαν την Ευρώπη να υιοθετήσει τη νέα φαρμακευτική στρατηγική το 2020 και την αναθεώρηση της φαρμακευτικής νομοθεσίας το 2023, με σκοπό: την επίτευξη στρατηγικής αυτονομίας στο φάρμακο, τη θωράκιση των ευρωπαϊκών συστημάτων υγείας από μια ενδεχόμενη νέα κρίση, την επάρκεια της αγοράς και τη διασφάλιση της πρόσβασης των ασθενών σε κάθε αναγκαία θεραπεία.

Οι άξονες της νέας στρατηγικής αφορούν: τον επαναπατρισμό της φαρμακευτικής παραγωγής εντός της ΕΕ, την προώθηση της βιοϊατρικής έρευνας και καινοτομίας και την ενίσχυση των ευρωπαϊκών εφοδιαστικών αλυσίδων φαρμάκων.

Η Ελλάδα, διαθέτοντας 45 εργοστάσια φαρμάκων, ήδη αναγνωρίζεται ως ένα από τα πέντε πιο σημαντικά κέντρα φαρμακευτικής παραγωγής στην Ευρώπη, καλύπτοντας σήμερα πάνω από 40 εκατ. Ευρωπαίους ασθενείς. Η νέα φαρμακευτική στρατηγική ανοίγει νέους ορίζοντες για τις ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες, μέσω της διαμόρφωσης στοχευμένων επενδυτικών κινήτρων που θα τους επιτρέψει να συμμετέχουν ακόμη πιο ενεργά στις ευρωπαϊκές αλυσίδες αξίας του φαρμάκου.

Όπως τονίζεται από τους εκπροσώπους της ελληνικής παραγωγής φαρμάκων, η εγχώρια φαρμακοβιομηχανία αξιοποιεί τις ευκαιρίες του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) και της νέας ευρωπαϊκής φαρμακευτικής στρατηγικής με:

Επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας σε παραγωγή, έρευνα και ανάπτυξη για τη δημιουργία διεθνώς ανταγωνιστικών προϊόντων και τεχνολογιών. Αξιοποιούνται τα κίνητρα του επενδυτικού clawback, του νέου αναπτυξιακού νόμου, του πλαισίου των στρατηγικών επενδύσεων, τα κίνητρα για τις δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης, ενώ υλοποιείται ένα σημαντικό επενδυτικό πρόγραμμα ύψους, όπως αναφέραμε, 1,2 δισ. ευρώ για την αναβάθμιση των ερευνητικών και παραγωγικών δυνατοτήτων και συγκεκριμένα: 10 νέα εργοστάσια με 56 γραμμές παραγωγής και 14 νέες ερευνητικές δομές με συνολικά 5.500 νέες θέσεις εργασίας.

Οι επενδύσεις αυτές αναμένεται να επιτρέψουν: την επέκταση της παρουσίας σε νέες κατηγορίες φαρμάκων, την προσφορά νέων θεραπευτικών επιλογών στους γιατρούς, την εξασφάλιση στην πρόσβαση των ασθενών σε ποιοτικές θεραπείες, τη διασφάλιση συνθηκών επάρκειας στην εγχώρια αγορά, τη θωράκιση του συστήματος υγείας από έκτακτες μελλοντικές κρίσεις.

Ταυτόχρονα, οι επενδύσεις αυτές αναμένεται να έχουν ένα σημαντικό πολλαπλασιαστικό οικονομικό και κοινωνικό αποτύπωμα:

Ενίσχυση της απασχόλησης, καθώς αξιοποιείται το επιστημονικό δυναμικό της χώρας και τίθεται ανάχωμα στο brain-drain μέσω της δημιουργίας καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας και της προσέλκυσης ταλέντων.

Συμβολή στον οικονομικό κύκλο και δημιουργία προστιθέμενης αξίας (ΑΕΠ, δημόσια έσοδα μέσω φορολογίας, εισφορών).

Διεθνείς συνεργασίες και συμμαχίες με άλλες φαρμακοβιομηχανίες, πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα για την ανταλλαγή γνώσης, την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας, την παραγωγή καινοτομίας.

Εξωστρέφεια, αύξηση των εξαγωγών και αξιοποίηση των ευκαιριών που διαμορφώνει η αυξανόμενη ζήτηση για φάρμακα. Ήδη η ελληνική παραγωγή κατευθύνεται σε 147 χώρες.

Συνεχής εκπαίδευση και κατάρτιση του ανθρώπινου επιστημονικού μας δυναμικού, διασφαλίζοντας την ποιότητα της παραγωγής και την ανταγωνιστικότητα.

Προβληματισμός

Πέρα από τα αισιόδοξα αυτά μηνύματα, υπάρχουν βέβαια ανησυχίες και προβληματισμοί. Το νούμερο ένα πρόβλημα θεωρείται η υποχρηματοδότηση της υγείας, η οποία οδηγεί σε τεράστιες επιστροφές χρημάτων των φαρμακευτικών εταιρειών (clawback) που στερούν πόρους από επενδύσεις.

Επίσης, διαπιστώνεται σημαντικό κόστος προσαρμογής στις νέες, ακόμη πιο αυστηρές περιβαλλοντικές απαιτήσεις για την παραγωγή εντός της Ευρώπης.

Παράλληλα, τροχοπέδη αποτελεί και ο πληθωρισμός και η αύξηση του κόστους όλων των συντελεστών παραγωγής λόγω ακριβής ενέργειας, προκαλώντας μεγάλο κόστος για τη φαρμακοβιομηχανία και αυξάνοντας τον άνισο ανταγωνισμό με τις τρίτες χώρες.

Απαιτείται επίσης έγκαιρη υλοποίηση των έργων ψηφιοποίησης για τον έλεγχο της δαπάνης.

Επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη 

Ο κλάδος του φαρμάκου αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους επιχειρηματικούς τομείς επενδύσεων για έρευνα και ανάπτυξη, κυρίως μέσω της διεξαγωγής κλινικών μελετών για την ανάπτυξη νέων φαρμάκων. Εδώ και χρόνια αποτελεί κοινή παραδοχή ότι οι κλινικές μελέτες μπορούν να δημιουργήσουν έναν σημαντικό μοχλό οικονομικής ανάπτυξης, προσφέροντας παράλληλα σημαντικά οφέλη στους Έλληνες ασθενείς.

Για τις πολιτικές εκείνες με τις οποίες θα οδηγηθούμε στην άνθηση των κλινικών μελετών, κάνουν συνεχώς λόγο τα πολιτικά στελέχη του Υπουργείου Υγείας σε συνεργασία βέβαια και με συναρμόδια υπουργεία όπως των Οικονομικών και Ανάπτυξης, ώστε να αποτελέσει η χώρα μας έναν κόμβο για τη διεξαγωγή αποκεντρωμένων μελετών, αρκεί να αξιοποιήσει δυνατότητες και να έχει προβλέψει τις γόνιμες συνθήκες με νομοθετικές αλλαγές.

Με το επενδυτικό clawback, στο οποίο περιελήφθησαν και κλινικές μελέτες ως επιλέξιμες επενδυτικές δαπάνες, από τα 250 εκατ. ευρώ από το RRF, ένα ποσοστό 5%, 12,5 εκατ. ευρώ, έχει διατεθεί για κλινικές μελέτες, το οποίο είναι όμως δραστικά περιορισμένο. Η ηγεσία του Υπουργείου Υγείας επιδιώκει να επιλύσει θέματα που σχετίζονται με μια σειρά νομοθετικών πρωτοβουλιών και ρυθμίσεων, όπως είναι η υλοποίηση του Εθνικού Μητρώου Βιοϊατρικής Έρευνας, η δημιουργία ενός οικοσυστήματος στα νοσοκομεία που θα ιδρύσουν γραφεία κλινικών μελετών, τα οποία και θα αποτελέσουν τον πυρήνα για την πραγματοποίηση των σχετικών διαδικασιών, η υλοποίηση εκπαιδευτικών δράσεων με τη συμμετοχή των εμπλεκομένων στη διεξαγωγή των κλινικών μελετών. Στον σχεδιασμό περιλαμβάνεται η περαιτέρω ενίσχυση των οικονομικών κίνητρων για την εγχώρια φαρμακοβιομηχανία, αλλά και των επενδυτικών κινήτρων για φαρμακευτικές εταιρείες που δεν έχουν παρουσία στην Ελλάδα.

Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι το 2022 είχαμε 274 φακέλους για έγκριση νέων κλινικών μελετών, όταν το 2019 είχαμε 174 και το 2018 είχαμε 134. Το 2022 είχαμε αύξηση 56% σε σχέση με το 2019, ενώ μέσα στο 2023 έχουν κατατεθεί 227 φάκελοι για φάρμακα (έως αρχές Νοεμβρίου), ήδη έχουν εγκριθεί 129, ενώ σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα με πέρυσι ο αριθμός είναι αυξημένος.

Προτεραιότητα δίνεται στην προτυποποίηση των συμβάσεων ανά κατηγορία, ενώ θεωρείται μεγάλης σημασίας η θεσμοθέτηση των γραφείων κλινικών μελετών στα νοσοκομεία.

Οι εκπρόσωποι των εταιρειών που πραγματοποιούν κλινικές μελέτες σημειώνουν επίσης ότι χρειάζονται περαιτέρω ενίσχυση και σταθερό προσωπικό οι αρμόδιοι φορείς για να διασφαλιστεί η ταχύτερη έγκριση των κλινικών μελετών. Επίσης, αναγκαία είναι η καλλιέργεια μιας κουλτούρας αλλαγών και προσαρμογής σε αυτές και επίσης χρειάζονται και οικονομικά κίνητρα στις εταιρείες, γιατί δραστηριοποιούνται σε παγκόσμιο ανταγωνιστικό περιβάλλον.

Εκτιμάται ακόμη ότι στην αύξηση των κλινικών μελετών στα νοσοκομεία θα συνέβαλλε η μεγέθυνση του ποσοστού των εσόδων τους από τις έρευνες, ώστε μέρος του να αποδίδεται όχι μόνο για την αγορά και τη βελτίωση εξοπλισμών και υποδομών, αλλά και για να ενισχυθούν επιστήμονες και το προσωπικό που συμμετέχει σε αυτές.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή