Το μετέωρο βήμα της προσέγγισης

Το μετέωρο βήμα της προσέγγισης

6' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Υπό τη σκιά των απειλητικών δηλώσεων του Μπ. Ετσεβίτ, αλλά και του ίδιου του Ι. Τζεμ πραγματοποιήθηκε η επίσκεψη του δεύτερου στην Αθήνα. Ηταν ακριβώς αυτή η σκιά, που υποχρέωσε τον Γ. Παπανδρέου να είναι την πρώτη ημέρα λιγότερο διαχυτικός, αλλά κατά τα άλλα το σκηνικό δεν διέφερε από το αντίστοιχο των προηγούμενων συναντήσεών τους. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του, ο Τούρκος υπουργός υιοθέτησε χαμηλούς τόνους και ορκίσθηκε πίστη στην πολιτική της προσέγγισης, αλλά στο Κυπριακό δεν έκανε βήμα πίσω. Στην πραγματικότητα, ο Ι. Τζεμ ενσαρκώνει με τον πιο καθαρό τρόπο τη θεμελιώδη αντίφαση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Καταδεικνύει πόσο ασύμβατος είναι ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός με τις παραδοσιακές αντιλήψεις του μετακεμαλικού καθεστώτος.

Η αντίφαση αυτή επικαθορίζει σε μεγάλο βαθμό και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Οι συνομιλίες των δύο υπουργών έδωσαν μία νέα ώθηση στο βαλς της προσέγγισης, χωρίς κι αυτή τη φορά να εστιάσουν την προσοχή τους στα επίμαχα. Αυτή τη φορά άγγιξαν το Κυπριακό, για να ομολογήσουν δημοσίως ότι σ’ αυτό το ζήτημα οι θέσεις των δύο πλευρών διαφέρουν. Αξίζει να σημειωθεί ότι την παραμονή της προ μηνών επίσκεψης του Ελληνα υπουργού στην Αγκυρα, ο Τούρκος ομόλογός του είχε δηλώσει ότι όταν τίθεται αυτό το θέμα ο διάλογος «κολλάει».

Κυπριακό

Εχοντας συνείδηση ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για θετική προσπέλαση του Κυπριακού, οι δύο υπουργοί τα δύο αυτά χρόνια το έχουν αφήσει στην άκρη. Προσπάθησαν, και σε μεγάλο βαθμό κατάφεραν, να σταθεροποιήσουν τη μεταξύ τους συνεννόηση και να την αναδείξουν σε ατμομηχανή της όλης διαδικασίας προσέγγισης. Ολη αυτήν την περίοδο δίνουν έμφαση στην καλλιέργεια κλίματος εμπιστοσύνης και στην προσπάθεια προώθησης της διμερούς συνεργασίας σε ανώδυνα από πολιτικής απόψεως ζητήματα. Στόχος -τουλάχιστον της Αθήνας- είναι να φθάσουν σ’ έναν τέτοιο βαθμό αμοιβαίας εμπιστοσύνης, ώστε τα υφιστάμενα προβλήματα να χάσουν το μεγαλύτερο μέρος από τη σημασία που έχουν σήμερα στα μάτια και των αξιωματούχων και της κοινής γνώμης των δύο χωρών.

Αυτή η διαδικασία έχει το αναμφισβήτητο πλεονέκτημα ότι διατηρεί τη θερμοκρασία στις διμερείς σχέσεις σε χαμηλά επίπεδα. Κατά τα άλλα, πρόκειται για ένα πείραμα, δεδομένου ότι η αναμφισβήτητη βελτίωση του κλίματος δεν εγγυάται καθόλου ότι θα φθάσουμε εκεί που οραματίζεται η ελληνική κυβέρνηση. Η μέχρι σήμερα πείρα, τουλάχιστον, έχει αποδείξει ότι όταν για οποιονδήποτε λόγο έρχονται στο προσκήνιο τα επίμαχα, η παλινδρόμηση είναι άμεση. Υπενθυμίζουμε ότι μετά την έγερση των τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο το 1973, υπήρξαν ορισμένες απόπειρες για κάτι συναφές, αλλά όχι ακριβώς μ’ αυτόν τον τρόπο και σ’ αυτήν την έκταση.

Στη δεκαετία του ’70, ο K. Καραμανλής είχε διερευνήσει τις δυνατότητες για την επίτευξη μιας διευθέτησης, αλλά όταν διαπίστωσε το αδιέξοδο προσπάθησε να διατηρήσει χαμηλά τη θερμοκρασία μ’ έναν διάλογο σε επίπεδο γενικών γραμματέων. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 κι αφού είχε προηγηθεί η κρίση του 1987, ο Α. Παπανδρέου έκανε άνοιγμα προς τον Τ. Οζάλ. Η πολιτική του «μη πόλεμος» στηρίχθηκε ακριβώς στην ίδια βάση με τη σημερινή: Τα επίμαχα τοποθετήθηκαν για ένα διάστημα στο «ράφι» και δρομολογήθηκαν μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης (ΜΟΕ). Σύντομα κατέρρευσε, όμως, λόγω των τουρκικών πιέσεων για εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση. Μετά το 1990, ο K. Μητσοτάκης πραγματοποίησε μία επίθεση φιλίας προς την Αγκυρα, θέτοντας σε προτεραιότητα την επίλυση του Κυπριακού. Και σ’ αυτήν την περίπτωση, προέκυψε αδιέξοδο. Προσπάθειες να βρει τρόπους άρσης του αδιεξόδου και σταθεροποίησης του ελληνοτουρκικού μετώπου έκανε και η κυβέρνηση Σημίτη επί υπουργίας Πάγκαλου, αλλά κι αυτές προσέκρουσαν στην απαίτηση της Αγκυρας να τεθεί σε πολιτική διαπραγμάτευση το υφιστάμενο καθεστώς του Αιγαίου.

Η τωρινή φάση εγκαινιάσθηκε το φθινόπωρο του 1999, με τη «διπλωματία των σεισμών». Η επίθεση φιλίας του Γ. Παπανδρέου έχει στόχο να διευρύνει αυτά τα ρήγματα, αλλά ο πυρήνας της πολιτικής του είναι το στοίχημα της «εξημέρωσης του θηρίου» μέσω των διαδικασιών εξευρωπαϊσμού που δρομολόγησε η απόφαση του Ελσίνκι να καταστήσει την Τουρκία υποψήφια προς ένταξη. Η κυβέρνηση Σημίτη έχει επενδύσει πολλά στο χαρτί της εταιρικής σχέσης, ελπίζοντας ότι αυτή θα είναι η απαρχή της διαδικασίας προσαρμογής της Αγκυρας στα ευρωπαϊκά πρότυπα πολιτικής συμπεριφοράς.

Οι δύο πλευρές συνεχίζουν να συζητούν υπό την εποπτεία του ΝΑΤΟ μία δέσμη ΜΟΕ και σε διμερές επίπεδο μία δέσμη μέτρων καλής γειτονίας. Ταυτοχρόνως, προσπαθούν να προωθήσουν τη συνεργασία στους μη ακανθώδεις τομείς. Αυτές τις ημέρες στην Αθήνα, στο μωσαϊκό της διμερούς συνεργασίας προστέθηκαν ορισμένες ακόμα ψηφίδες. Η σημαντικότερη εξ αυτών είναι η συμφωνία για την επανεισδοχή των λαθρομεταναστών. Πρόκειται για θετική εξέλιξη, αφού εφεξής η Τουρκία δεσμεύεται περισσότερο απ’ όσο πριν να δέχεται πίσω όσους λαθρομετανάστες εισήλθαν στην Ελλάδα από το έδαφός της, εάν τηρηθούν οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις. Συμφωνήθηκε ακόμα η ανταλλαγή επισκέψεων ανωτάτων αξιωματικών σε μια ειδική ημερήσια άσκηση που θα διεξάγουν οι ελληνικές και οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις άπαξ ετησίως, οι συναντήσεις των αρχηγών των επιτελείων στο περιθώριο συνόδων του ΝΑΤΟ ή άλλων διεθνών οργανισμών, καθώς και η συνεργασία εναντίον της ρύπανσης του Εβρου.

Επιφυλάξεις

Η επίσκεψη του Ι. Τζεμ ήταν μία ακόμα προσπάθεια να τροφοδοτηθεί η δυναμική της προσέγγισης και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κλίμα στις διμερείς σχέσεις έχει αλλάξει εντυπωσιακά. Οι οικονομικές σχέσεις αναπτύσσονται και οι επαφές σε επίπεδο κοινωνίας πολλαπλασιάζονται. Παρ’ όλα αυτά, το όλο εγχείρημα παραμένει ακόμα μετέωρο, ακριβώς επειδή τα επίμαχα ρίχνουν βαριά τη σκιά τους. Το τουρκικό κατεστημένο ακολουθεί το βαλς της προσέγγισης, αλλά με πολλές επιφυλάξεις, αφού το αντιλαμβάνεται περισσότερο ως έναν τρόπο για να επιτύχει τους πάγιους επεκτατικούς στόχους του.

Η προ ημερών απειλή του Μπ. Ετσεβίτ ότι σε περίπτωση ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση η χώρα του θα προσαρτήσει τα Κατεχόμενα, δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Αντανακλούν το αδιέξοδο, στο οποίο έχει οδηγήσει την Αγκυρα η πολιτική της στο Κυπριακό. Με την πάροδο του χρόνου, καθίσταται προφανές ότι η Τουρκία θα πληρώσει βαρύ πολιτικό τίμημα, εάν υλοποιηθεί η απειλή του πρωθυπουργού της. Οσο πλησιάζουμε στη χρονική στιγμή, που θα ληφθεί η απόφαση για την ένταξη, το Κυπριακό αναδεικνύεται σε ζήτημα-κλειδί, όχι μόνο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Οι Γ. Παπανδρέου και Ι. Τζεμ ομολόγησαν ότι το Κυπριακό επηρεάζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά παρά τις αντίθετες δηλώσεις τους, δεν φαίνεται να ισχύει και το αντίστροφο. Εάν η Τουρκία εμμείνει στην αρνητική στάση της, η Ευρωπαϊκή Ενωση θα είναι πολύ δύσκολο να μην προχωρήσει στην ένταξη της Κύπρου με ανοικτό το Κυπριακό, έστω κι αν δεν το επιθυμεί. Εάν συμβεί αυτό, η Αγκυρα θα έχει χάσει το πλεονέκτημά της. Θα υποχρεωθεί να διαπραγματευθεί με τις Βρυξέλλες από μειονεκτική θέση. Εάν πάλι προχωρήσει σε προσάρτηση, η ευρωπαϊκή προοπτική της θα ακυρωθεί.

Είναι ακριβώς αυτός ο κίνδυνος που κινητοποιεί τις τουρκικές πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες θεωρούν στρατηγική προτεραιότητα αυτήν την προοπτική. Προς το παρόν, έχει εκδηλωθεί δημοσίως η πρωτοβουλία των 126 βουλευτών, οι οποίοι έχουν ζητήσει να διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών ειδική συνεδρίαση της Εθνοσυνέλευσης. Η αμφισβήτηση, όμως, είναι πολύ πιο έντονη απ’ όσο δείχνει η πρωτοβουλία αυτή. Αυτό αποτυπώνεται στην κριτική που ασκούν και στις προειδοποιήσεις που απευθύνουν αυτές τις ημέρες έγκριτοι Τούρκοι σχολιαστές. Για πρώτη φορά τονίζουν ότι είναι η τουρκική πλευρά που άλλαξε θέση, που εγκατέλειψε τη δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία, για να διεκδικήσει την ανεξαρτησία του ψευδοκράτους και τη συνομοσπονδία.

Το θετικό είναι ότι το Κυπριακό δεν αποτελεί πια μόνο ελληνοτουρκικό πρόβλημα, αλλά και ευρωτουρκικό. Και είναι ακριβώς αυτή η διάσταση, που υποχρεώνει την Αγκυρα να επανεξετάσει την πολιτική της. Είναι από τις ελάχιστες φορές στην ιστορία των διμερών σχέσεων, που τα επώδυνα διλήμματα -τουλάχιστον προς το παρόν- είναι στην τουρκική και όχι στην ελληνική όχθη. Ισως, γιατί το χαρτί της κυπριακής ένταξης είναι από τα ελάχιστες πολιτικές, που θεμελιώθηκαν σωστά και προωθήθηκαν με επιμονή και συνέπεια για πάνω από 12 χρόνια.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή