Με ξεπερασμένη στρατηγική πορεύονται οι «μονομάχοι»

Με ξεπερασμένη στρατηγική πορεύονται οι «μονομάχοι»

6' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές του ερχόμενου Οκτωβρίου έχουν αρχίσει να επικαθορίζουν εκ των πραγμάτων το πολιτικό κλίμα, υποχρεώνοντας όλα τα κομματικά επιτελεία να προσαρμόσουν τη γραμμή πλεύσης τους στις σκοπιμότητες αυτής της αναμέτρησης. Για τα δύο μεγάλα κόμματα, η εκλογική αυτή αναμέτρηση δεν θα διαμορφώσει μόνο το συσχετισμό δυνάμεων στο χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Θα λειτουργήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό και ως πρόκριμα για τη μάχη που θα κρίνει την κατοχή της εξουσίας. Ακριβώς γι’ αυτό και το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ., ανεξαρτήτως της ρητορικής που θα υιοθετήσουν, αντιμετωπίζουν τις τοπικές εκλογές ως κρίσιμη πολιτική αναμέτρηση.

Στο κυβερνών κόμμα έχει ενταθεί η αναζήτηση τρόπων για να τροφοδοτηθεί με νέα δυναμική η μερική ανάκαμψή του, που σημειώθηκε το τελευταίο τρίμηνο. Αυτό ήταν και το ουσιαστικό αντικείμενο της κοινής συνεδρίασης της Κυβερνητικής Επιτροπής και του Εκτελεστικού Γραφείου την περασμένη Δευτέρα. Πέρα από τις συνηθισμένες παραινέσεις του για την προώθηση του κυβερνητικού έργου, για την αποφυγή διαφοροποιήσεων και για την ανάγκη ενότητας, ο Κώστας Σημίτης έδωσε έμφαση στο άνοιγμα θεμάτων, με σκοπό το ΠΑΣΟΚ να διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων και να καλλιεργεί στην κοινή γνώμη την εντύπωση ότι μόνο αυτό είναι σε θέση να κυβερνήσει αποτελεσματικά.

Αναποφάσιστη η Ρηγίλλης

Το αξιοσημείωτο είναι ότι η Ρηγίλλης, με την ασταθή, αναποφάσιστη και συχνά αντιφατική στάση της όλο αυτό το διάστημα διευκολύνει τον αντίπαλό της. Αν και η Ν.Δ. έχει κατακτήσει ένα σημαντικό προβάδισμα στην πρόθεση ψήφου, δεν έχει αποκτήσει τον αέρα της νίκης, ο οποίος θα της επέτρεπε να επελάσει προς την κατάκτηση της εξουσίας. Ο πραγματικός αντίπαλος του ΠΑΣΟΚ είναι η πολιτική του φθορά και η κόπωση των πολιτών. Η αρνητική ψήφος, όμως, δεν ήταν ποτέ ασφαλές κριτήριο για τη νίκη της αντιπολίτευσης. Οι εκλογές του 2000 είναι μία πρόσθετη απόδειξη.

Οπως χαρακτηριστικά είπε στην «Κ» ανώτατο στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος, «το γεγονός ότι ξαναμπήκαμε δυνατά μέσα στο παιχνίδι κι ότι παρά τη διαφορά που μας χωρίζει από τη Ν.Δ. έχουμε καταφέρει να πείσουμε την κοινή γνώμη ότι όλα παίζονται, είναι πολιτικός άθλος. Μας έχει βοηθήσει πολύ η ανοχή των μέσων ενημέρωσης, αλλά το σημαντικότερο ρόλο παίζει η αδυναμία της Ρηγίλλης, η ανικανότητά της να εκμεταλλευθεί τα αδύνατα σημεία μας. Εάν είμασταν εμείς στη θέση της θα της είχαμε κάνει τη ζωή κόλαση. Θα είχαμε υποχρεώσει και τα μέσα ενημέρωσης να υψώσουν τους τόνους της κριτικής για να μη χάσουν την επαφή με τη κοινή γνώμη». Το ίδιο κυβερνητικό στέλεχος υποστηρίζει ότι «ο Καραμανλής δεν έχει ξεκαθαρίσει με ποια σημαία διεκδικεί την εξουσία… Παλινδρομεί μεταξύ νεοφιλελευθερισμού και λαϊκής Δεξιάς, μεταξύ υπεύθυνης και λαϊκίστικης αντιπολίτευσης, μεταξύ της στρατηγικής του ώριμου φρούτου και της στρατηγικής της κατά μέτωπον επίθεσης. Το αποτέλεσμα είναι να παραμένει η αμφιβολία ακόμα και στους δυσαρεστημένους από τη δική μας πολιτική για την ικανότητα της Ν.Δ. να αποτελέσει αξιόπιστη εναλλακτική λύση εξουσίας».

Η κριτική αυτή είναι, ίσως, μεροληπτική, αλλά επισημαίνει πραγματικά στοιχεία. Είναι προφανές ότι η Ρηγίλλης δεν έχει καταφέρει να βρει τον βηματισμό που θα της επιτρέψει να αναλάβει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να δημιουργήσει πολιτικά γεγονότα. Το στίγμα που εκπέμπει είναι ασαφές. Στην υπόθεση των αγροτικών κινητοποιήσεων, αφού πρώτα ερωτοτρόπησε με τις δυναμικές μορφές αγώνα, διευκρίνισε με καθυστέρηση ότι είναι εναντίον του αποκλεισμού των εθνικών οδών. Στην υπόθεση της ΔΕΚΑ, μεσολάβησαν αρκετές παλινδρομήσεις για να καταθέσει τελικά πρόταση σύστασης Εξεταστικής Επιτροπής στη Βουλή. Φοβόταν μήπως κατηγορηθεί για υπονόμευση της Σοφοκλέους, ενώ υπήρχαν και αμφιβολίες για το εάν έπρεπε να πληγεί ο Νίκος Χριστοδουλάκης, παρ’ ότι αυτή τη στιγμή αποτελεί την αιχμή του δόρατος της κυβέρνησης Σημίτη. Αλλά και ο χειρισμός για την υποψηφιότητα στον Δήμο Αθηναίων δεν είναι βεβαίως ο πλέον ενδεδειγμένος.

Πολιτική συνεργασιών

Η αλήθεια είναι ότι το έργο της Ν.Δ. δεν είναι εύκολο, γιατί ο χώρος της είναι παραδοσιακά μειοψηφικός στην ελληνική κοινωνία και ακριβώς γι’ αυτό απαιτούνται ειδικές πολιτικές για να κεφαλαιοποιήσει τη δυσφορία από την κυβερνητική πολιτική και να μετατραπεί σε πλειοψηφικό ρεύμα. Ο Κώστας Καραμανλής έχει κάνει κάποια ανοίγματα και επιχειρεί εν όψει των δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών να διαμορφώσει την πολιτική ατμόσφαιρα, που θα επιτρέψει μία κατά περίπτωση και βεβαίως σε τοπικό επίπεδο συνεργασία με το ΚΚΕ και με τον Συνασπισμό. Το 1998 είχε συμβεί κάτι παρόμοιο κι όλα δείχνουν ότι η άτυπη αυτή συνεργασία θα επαναληφθεί και το 2002.

Οι επισκέψεις του Κώστα Λαλιώτη στην Κουμουνδούρου και στον Περισσό είχαν στόχο να αποτρέψουν ακριβώς αυτήν την εξέλιξη. Δεν επεδίωκαν τόσο μία συμφωνία κορυφής όσο την προβολή μιας εικόνας προς την εκλογική βάση αυτών των κομμάτων. Ο γραμματέας του ΠΑΣΟΚ έχει επίγνωση ότι μεταξύ του κόμματός του και των ψηφοφόρων που έχουν απομείνει στο ΚΚΕ και στον Συνασπισμό παρεμβάλλεται ένα πολιτικοψυχολογικό χάσμα. Είναι ακριβώς αυτό το χάσμα που προσπαθεί να γεφυρώσει με τα ανοίγματα και την αυτοκριτική του. Αυτήν τη στιγμή, η πόλωση είναι τέτοια, που πολλοί αριστεροί ψηφοφόροι θα προτιμούσαν να ψηφίσουν συντηρητικούς υποψήφιους παρά υποψήφιους του κυβερνώντος κόμματος.

Η τακτική του Κώστα Λαλιώτη είναι να σπάσει αυτήν την πόλωση και να καλλιεργήσει κλίμα διαλόγου και συνεργασίας, που θα επιτρέψει τη συστράτευση στο δεύτερο γύρο των τοπικών εκλογών. Στην ίδια στρατηγική εντάσσεται και η προσπάθεια να καλλιεργήσει κλίμα αντιπαράθεσης με τη Ν.Δ. Ο νέος γραμματέας του ΠΑΣΟΚ πάντα υποστήριζε τη θεωρία των δύο πόλων στην πολιτική σκηνή και υπογραμμίζει την ύπαρξη της περιβόητης διαχωριστικής γραμμής. Επιδιώκει τη σύγκρουση με την αξιωματική αντιπολίτευση για να πολώσει τα πράγματα και να περιορίσει τις διαρροές προς το αντίπαλο στρατόπεδο.

Το Μέγαρο Μαξίμου αποδέχεται αυτήν την πολιτική, γιατί πιστεύει δικαιολογημένα ότι συσπειρώνει παραδοσιακούς ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ και παρεμποδίζει τις διαρροές προς τη Ν.Δ. Ο Κώστας Σημίτης έχει επίγνωση ότι η σκληρή γραμμή Λαλιώτη ενοχλεί κεντροδεξιούς ψηφοφόρους, που τα τελευταία χρόνια έχουν προσεγγίσει το κυβερνών κόμμα, λόγω της «εκσυγχρονιστικής» επαγγελίας του, αλλά πιστεύει ότι με την παρουσία του και τη φιλελεύθερη κυβερνητική πολιτική του είναι σε θέση να εξισορροπήσει τις εντυπώσεις και να συγκρατήσει αυτήν την κατηγορία των ψηφοφόρων.

Προβλήματα διαδοχής

Το πρόβλημα για τον Κώστα Λαλιώτη, όμως, δεν είναι ο πρωθυπουργός, αλλά η διάδοχός του στο ΥΠΕΧΩΔΕ. Η πρώτη βολή της ήταν η προ καιρού δήλωσή της στη διυπουργική σύσκεψη ότι λόγω των καθυστερήσεων ορισμένα ολυμπιακά έργα δεν θα μπορέσουν να κατασκευασθούν. Είναι προφανές ότι η Βάσω Παπανδρέου ήθελε εξ αρχής να υποδηλώσει ότι την ευθύνη την έχει ο προκάτοχός της και όχι η ίδια. Την προηγούμενη εβδομάδα ακολούθησε η «καρατόμηση» του διοικητικού συμβουλίου της δημόσιας εταιρείας για τη σύνταξη του Κτηματολογίου, με το επιχείρημα ότι ήθελε να διαπραγματευθεί με την «Κομισιόν», χωρίς τα βάρη του πρόσφατου παρελθόντος. Το γεγονός ότι προσέλαβε τη μορφή της παραίτησης και μάλιστα παρουσία του Κώστα Λαλιώτη, δεν αλλάζει τα πράγματα. Και βεβαίως δεν μειώνει το πλήγμα εναντίον του τέως υπουργού ΠΕΧΩΔΕ, ο οποίος είχε καλύψει πολιτικά τη διοίκηση όχι μόνο απέναντι στην κριτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά και όταν της ασκήθηκαν διώξεις για τα πεπραγμένα της.

Τα δύο αυτά περιστατικά αποκτούν ένα ιδιαίτερο πολιτικό χρώμα, επειδή στρέφονται εναντίον του νέου γραμματέα, σε μία στιγμή που αυτός βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της αντιπαράθεσης με τη Ν.Δ. Στόχος της Βάσως Παπανδρέου δεν είναι, βεβαίως, να διευκολύνει την αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά να εγκαταστήσει το δικό της μηχανισμό στο ΥΠΕΧΩΔΕ. Στο πλαίσιο αυτό, δεν διστάζει να «τσαλακώσει» πολιτικά τον προκάτοχό της. Η ίδια, άλλωστε, έχει λόγους να είναι δυσαρεστημένη. Θεωρούσε τον εαυτό της αναμφισβήτητη διάδοχο του Κώστα Σημίτη στην ηγεσία της «εκσυγχρονιστικής» πτέρυγας και σοβαρό διεκδικητή της κομματικής ηγεσίας, αλλά οι εξελίξεις δεν δείχνουν να δικαιώνουν τις αρχηγικές φιλοδοξίες της. Αντιθέτως, οι μετοχές του Κώστα Λαλιώτη στο χρηματιστήριο του ΠΑΣΟΚ παραμένουν πολύ υψηλά και του επιτρέπουν να βρίσκεται δυνατά μέσα στο παιχνίδι της διαδοχής, έστω κι αν σ’ αυτό το παιχνίδι προηγείται ο Γιώργος Παπανδρέου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή