Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης

Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης

8' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

H ελληνική έννομη τάξη διαθέτει ένα πολύ σημαντικό θεσμικό οχυρό για την κατοχύρωση της δικαστικής ανεξαρτησίας, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο (ΑΔΣ), το οποίο έχει σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρο 90) την αποκλειστική αρμοδιότητα για τις προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις των δικαστικών λειτουργών. H τιμή για τη θέσπιση του ΑΔΣ ανήκει στον εμπνευσμένο υπουργό Δικαιοσύνης του Ελευθερίου Βενιζέλου, τον Νικόλαο Δημητρακόπουλο, ο οποίος μιλώντας στη B΄ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων του 1911 ανέφερε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: «Εθεμελιώθη ο θεσμός της ισοβιότητος διά του Συντάγματος του 1864, αλλά κατά τον μετέπειτα βίον κατηργήθη ολοτελώς, διότι ενώ εισηγάγομεν τους ελευθέρους θεσμούς, δεν ηθελήσαμεν να δώσωμεν ζωήν εις αυτούς διά των προσηκόντων νομοθετικών μέτρων, ούτω δε πάντες οι ζωοποιοί εκείνοι χυμοί, οι οποίοι θα απέρρεον εκ των ελευθέρων θεσμών, παρέμειναν νεκροί και άκαρποι, ιδιαίτερα καθ’ όσον αφορά την ισοβιότητα των Δικαστών. O θεσμός της ισοβιότητος δεν ελειτούργησεν διότι εδολοφονήθη ευθύς αμέσως από την Πολιτείαν η οποία τον εισήγαγε. Διότι τι αξίαν είχε η υπό του Συντάγματος θεσπισθείσα ισοβιότης, όταν το δικαίωμα του διορισμού, το δικαίωμα της μεταθέσεως, το δικαίωμα της προαγωγής, αφέθη εις την αχαλίνωτον διάθεσιν της εκτελεστικής εξουσίας» (εφημ. Συζητ. Βουλής 1911, τομ. A 2 σελ. 2112).

Αν και εξακολουθεί να υπάρχει δυστυχώς μια σοβαρή και ιδιαιτέρως επικίνδυνη κερκόπορτα, για να επεμβαίνει η εκάστοτε κυβέρνηση στα της Δικαιοσύνης, επιλέγοντας χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία η ίδια κατά το δοκούν και χωρίς κάποιες διαδικαστικές και αξιοκρατικές εγγυήσεις στους προέδρους και αντιπροέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων καθώς και στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ρύθμιση που ασφαλώς αμαυρώνει την εικόνα της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, ιδίως όταν επιχειρούνται με «την αχαλίνωτον διάθεσιν της εκτελεστικής εξουσίας» -για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του αειμνήστου και εντίμου πολιτικού ανδρός, Νικολάου Δημητρακοπούλου- και για τους γνωστούς λόγους οι γνωστές θεαματικές «βουτιές» στην επετηρίδα, βουτιές που μειώνουν αναπόφευκτα και το κύρος των ωφελουμένων από αυτές, δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τον ιδιαίτερα θετικό θεσμικό ρόλο του ΑΔΣ στη διαφύλαξη της λεγόμενης προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών και στην ενίσχυση της αντιστάσεώς τους στις πιέσεις και επιθυμίες της εκάστοτε κυβερνήσεως. Γιατί σε τελευταία ανάλυση από την εκάστοτε κυβέρνηση (είναι δυνατόν να) εκπορεύονται οι ποιοτικά σημαντικότεροι κίνδυνοι για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και την ποδηγέτηση των δικαστικών λειτουργών.

Είναι άλλωστε χαρακτηριστικές για το θέμα αυτό και οι πρόσφατες από καρδίας εξομολογητικές δηλώσεις του τέως υπουργού Δικαιοσύνης, καθηγητή κ. M. Σταθόπουλου, όταν αποχωρούσε από το υπουργείο Δικαιοσύνης, καθώς και οι δηλώσεις του προέδρου του Αρείου Πάγου κ. Σ. Ματθία, καθώς και πολλών άλλων, όπως του τέως υπουργού Δικαιοσύνης, καθηγητού κ. Γεωργίου-Αλεξάνδρου Μαγκάκη, με αφορμή κάποιες πρόσφατες φραστικές επιθέσεις και απειλές, μεμονωμένων ευτυχώς κυβερνητικών στελεχών κατά δικαστικών/εισαγγελικών λειτουργών, που δείχνουν πόσο επίκαιροι και ορατοί είναι πάντοτε οι κίνδυνοι για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.

Αιτιολογημένες

αποφάσεις

Ο ρόλος όμως του ΑΔΣ δεν εξαντλείται στην εξασφάλιση της προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών μόνο έναντι της εκτελεστικής λειτουργίας, αν και ως προς αυτό βεβαίως συνίσταται η σημαντικότερη και κύρια αποστολή του. Το ΑΔΣ έχει σκοπό να συμβάλει και στη λήψη ορθών, δικαίων και αιτιολογημένων αποφάσεων σε όλα τα θέματα που αφορούν την προσωπική κατάσταση των δικαστικών λειτουργών (προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις), ώστε να κατοχυρώνεται έτσι και η ενδοδικαστική ανεξαρτησία, η αξιοκρατία στις κρίσεις των δικαστικών λειτουργών και η πεποίθηση των δικαστικών λειτουργών ως προς την ορθότητα και πειστικότητα του συμπεράσματος και της αιτιολογίας των αποφάσεων του ΑΔΣ.

Για το λόγο αυτό πρέπει και η σύνθεση του ΑΔΣ, η διαδικασία λήψεως των αποφάσεών του και τα δικαιώματα των δικαστικών/εισαγγελικών λειτουργών, όταν θεωρούν ότι κάποια απόφαση τούς αδικεί και είναι εσφαλμένη, να καθορίζονται με τρόπο που να θωρακίζει την ανεξαρτησία του Δικαστικού Σώματος και να ανταποκρίνεται στις αυξημένες απαιτήσεις του σύγχρονου κράτους δικαίου, λαμβανομένου μάλιστα και σοβαρά υπόψη εν προκειμένω, ότι τα πρόσωπα στα οποία αφορούν οι αποφάσεις του ΑΔΣ είναι δικαστικοί λειτουργοί, δηλαδή πρόσωπα καλυπτόμενα μεν από πολλές θεσμικές λειτουργικές και προσωπικές εγγυήσεις, ταυτόχρονα όμως ακάλυπτα και ευαίσθητα στις επιθέσεις εναντίον τους από τρίτους και τέλος με πολλές δεσμεύσεις υπηρεσιακές και κοινωνικές.

Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικές εν προκειμένω και οι καυστικές κριτικές σκέψεις του καθηγητού Γεωργίου Κουμάντου στο ωραίο άρθρο του με τίτλο «Δικαιοσύνη: ο μύθος και η πραγματικότητα». «Το μεγάλο όμως θυσιαστήριο της δικαστικής ανεξαρτησίας είναι ακριβώς ο θεσμός που προοριζόταν να είναι η υπέρτατη κατοχύρωσή της, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Εδώ συμβαίνει κάτι που μόνο σαν τέχνασμα μπορεί να χαρακτηρισθεί: ο πρόεδρος, οι αντιπρόεδροι και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου εκλέγονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, κατά τις προτιμήσεις του και συνάμα μετέχουν από το νόμο στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.

»Αυτό σημαίνει: πρώτον, ότι το προεδρείο οφείλει το αξίωμά του στην κυβέρνηση και μπορεί να αισθάνεται κάποια δεσμευτική ευγνωμοσύνη προς αυτήν, δεύτερον, ότι οι Αρεοπαγίτες που φιλοδοξούν να φθάσουν στο προεδρείο, και όλοι έχουν αυτή την εύλογη φιλοδοξία- δεν πρέπει να γίνουν δυσάρεστοι στην κυβέρνηση, τρίτον, ότι κατώτεροι δικαστές δεν πρέπει κι αυτοί να γίνονται δυσάρεστοι στην κυβέρνηση, γιατί αυτό μπορεί να επηρεάσει την κρίση τους από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, δηλαδή από όσους τρέφουν ευγνωμοσύνη ή φιλοδοξία για το Προεδρείο. Τι μένει, έτσι από τη δικαστική ανεξαρτησία; H ισοβιότητα βέβαια! Αλλά κι αυτή τι σημαίνει; Χωρίς προαγωγές, χωρίς ευνοϊκές μεταθέσεις (γιατί αυτά γίνονται ή δεν γίνονται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο) η ισοβιότητα εξασφαλίζει στον δικαστή ότι θα περάσει τη ζωή του σαν πρωτοδίκης στα Γρεβενά (δηλαδή στο λιγότερο σημαντικό Πρωτοδικείο της χώρας)».

Θεσμική εγγύηση

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ΑΔΣ αποτελεί τη μεγαλύτερη θεσμική εγγύηση για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Για να είναι όμως προς τα έξω και προς τα έσω όσο το δυνατόν πειστική η διαδικασία λήψεως των αποφάσεων του ΑΔΣ, θα πρέπει οι αποφάσεις να είναι πειστικά αιτιολογημένες, η σύνθεσή του να ευρίσκεται σε μια αριθμητική αντιστοιχία με το σύνολο των μελών του αντιστοίχου Ανωτάτου Δικαστηρίου και να αναγνωρίζεται στους άμεσα ή έμμεσα κρινόμενους δικαστικούς λειτουργούς το δικαίωμα να αμυνθούν κατά των δυσμενών γι’ αυτούς -είτε σε θέματα προαγωγών είτε σε θέματα μεταθέσεων κ.ο.κ.- αποφάσεων του ΑΔΣ προσφεύγοντας στην Ολομέλεια του οικείου Ανωτάτου Δικαστηρίου. Σημειωτέον ότι η προσφυγή στην Ολομέλεια είχε καθιερωθεί (πάντως με περιορισμούς) με το Β.Δ. 11/19.3.1957, καταργήθηκε από τη δικτατορία και επαναθεσπίστηκε με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.

Το δικαίωμα της προσφυγής -σε περίπωση παραλείψεως ή δυσμενούς μεταθέσεως- του παραλειφθέντος ή δυσμενώς μετατεθέντος δικαστικού λειτουργού στην οικεία Ολομέλεια κινδυνεύει να περιορισθεί τώρα με νέα ρύθμιση που προωθείται προς ψήφιση από το υπουργείο Δικαιοσύνης, με συνέπεια η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων (βλ. «Καθημερινή» της 16.2.2002, σελ. 4) να αναγκασθεί αφενός να κρούσει «τον κώδωνα του κινδύνου για την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών», αφετέρου να καλέσει την κυβέρνηση «να μην προβεί στη λήψη οποιουδήποτε μέτρου που θα περιορίζει τις εγγυήσεις της δικαστικής ανεξαρτησίας» και, τέλος, λόγω «της σοβαρότητας του θέματος» να ζητήσει «τη συμπαράσταση των κομμάτων και όλου του πολιτικού κόσμου για να περιφρουρήσουν αυτές τις εγγυήσεις».

Πραγματικά με τις συζητούμενες νέες ρυθμίσεις περιορίζεται σοβαρά και καθοριστικά το δικαίωμα προσφυγής των δικαστικών λειτουργών. Ετσι, ενώ με την ισχύουσα ρύθμιση ο παραλειφθείς από την προαγωγή δικαστικός λειτουργός δικαιούται να προσφύγει στην Ολομέλεια του οικείου Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρειο Πάγο, ΣτΕ, Ε.Σ.), έστω και αν κανένα μέλος του αντίστοιχου ΑΔΣ δεν είχε ψηφίσει θετικά υπέρ της προαγωγής του, αντίθετα με την προωθούμενη προς ψήφιση ρύθμιση προβλέπεται, ότι για μεν την περίπτωση της παραλείψεως προαγωγής για να δικαιούται ο παραλειφθείς δικαστικός λειτουργός να προσφύγει στην Ολομέλεια του οικείου Ανωτάτου Δικαστηρίου αμυνόμενος κατά της αποφάσεως του ΑΔΣ για τη μη προαγωγή του, θα πρέπει να είχαν ψηφίσει υπέρ της προαγωγής του τουλάχιστον τρία μέλη του ΑΔΣ, ενώ για την περίπτωση της δυσμενούς μεταθέσεως ή της μισθολογικής παραλείψεως ή μη προαγωγής για να δικαιούται ο αντίστοιχος -δυσμενώς μετατεθείς ή μισθολογικός μη προαχθείς – δικαστικός λειτουργός να προσφύγει στην Ολομέλεια του οικείου Ανωτάτου Δικαστηρίου θα πρέπει να είχαν ψηφίσει υπέρ της (ευμενούς) μεταθέσεώς του ή αντίστοιχα υπέρ της μισθολογικής προαγωγής του τουλάχιστον τέσσερα μέλη του οικείου ΑΔΣ. Το πρόβλημα που δημιουργείται με τη φημολογούμενη νέα ρύθμιση είναι πολύ σοβαρό, επειδή η νέα ρύθμιση θα επιδράσει οπωσδήποτε αρνητικά στην ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και μάλιστα σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από τη διαπλοκή και που για το λόγο αυτό χρειαζόμαστε θαρραλέους δικαστές και εισαγγελείς (που όπως άλλωστε έχει αποδειχθεί διαθέτει η Ελλάδα, παρά τις κατά καιρούς «εγγενείς δυσχέρειες» που παρεμβάλλονται στο έργο τους). Βέβαια τέτοιου είδους περιορισμούς προέβλεπαν και προηγούμενες νομοθεσίες (λ.χ. Β.Δ. 11/19.3.57, N. 1649/1986). Αυτό όμως δεν αποτελεί δικαιολογία για να επανεισαχθούν αυτοί οι περιορισμοί. Αντίθετα, πιστεύω ότι θα πρέπει οι δικαστικοί λειτουργοί να δικαιούνται να προσφύγουν χωρίς περιορισμούς στην Ολομέλεια, αν παραλειφθούν, ούτως ή άλλως έστω και αν κανένα μέλος του ΑΔΣ δεν ψήφισε θετικά υπέρ της προαγωγής τους κ.λπ. (σύστημα που προέβλεπε άλλωστε και ο N. 1578/1985). Υπέρ της δυνατότητας ασκήσεως προσφυγής στην Ολομέλεια χωρίς οποιουσδήποτε περιορισμούς εκ μέρους των δικαστικών λειτουργών συνηγορούν και οι ακόλουθες σκέψεις: α) Με τη θέσπιση τέτοιου είδους περιορισμών τίθενται οι δικαστικοί λειτουργοί σε δυσμενέστερη μοίρα και από τους απλούς δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι σε περίπτωση παραλείψεώς τους κ.λπ., δικαιούνται ούτως ή άλλως να προσφύγουν στα δικαστήρια για να δικαιωθούν, ενώ οι αποφάσεις του ΑΔΣ δεν προσβάλλονται ως γνωστόν στο ΣτΕ (άρθρο 90 § 6 Συντ.). Επομένως οι δικαστικοί λειτουργοί εφόσον προβλεφθούν τέτοιοι περιορισμοί, θα στερούνται της κάθε είδους ενδοϋπηρεσιακής και δικαστικής δυνατότητας άμυνας κατά των δυσμενών γι’ αυτούς αποφάσεων του ΑΔΣ. Δηλαδή μια τέτοια ρύθμιση αντίκειται κατά τη γνώμη μου και στο άρθρο 20 Συντ. που κατοχυρώνει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, αφού η δυνατότητα ελεύθερης προσφυγής στην Ολομέλεια του οικείου Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ένα βοήθημα ισοδύναμου αποτελέσματος και αναπληρώνει «δικαιοδοτικά» την έλλειψη της δυνατότητας προσφυγής, κατά των αποφάσεων του ΑΔΣ, στο ΣτΕ. β). H θέσπιση τέτοιων περιορισμών για το δικαστικό λειτουργό συνιστά δυσμενή μεταχείριση αυτού έναντι του υπουργού Δικαιοσύνης, για τον οποίον όμως δεν προβλέπονται τέτοιοι περιορισμοί και ο οποίος μπορεί να διαφωνήσει με την απόφαση του ΑΔΣ για την προαγωγή κ.λπ. κάποιου δικαστικού λειτουργού, έστω και αν η απόφαση του ΑΔΣ κατά της οποίας προσφεύγει είχε ληφθεί ομόφωνα. γ) Και το ΑΔΣ δεν αποκλείεται να σφάλλει και η δυνατότητα της ελεύθερης προσφυγής στην Ολομέλεια είναι ο μόνος συνταγματικά ανεκτός και επιτρεπτός τρόπος για τη διόρθωση των λαθών.

Διαχέεται η φήμη ότι τελικά ο κ. υπουργός Δικαιοσύνης λόγω των πολλών αντιδράσεων δεν θα δείξει και εδώ την ίδια άκαμπτη στάση, όπως σε άλλες περιπτώσεις (όπως λ.χ. για τον N. 2915/2001 παρά την αντίδραση του συνόλου του ΔΣΑ) και θα υποχωρήσει εν μέρει τουλάχιστον ως προς το θέμα της προσφυγής σε περίπτωση μη προαγωγής. Εστω και αυτό θα ήταν οπωσδήποτε μία σώφρων απόφαση.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή