H Αριστερά και ο νικητής των εκλογών

H Αριστερά και ο νικητής των εκλογών

6' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αδιέξοδο προκάλεσε στο μεγαλύτερο τμήμα της Αριστεράς η προώθηση στην αρχηγία του ΠΑΣΟΚ του πανταχόθεν αναγνωριζόμενου ως εκλεκτού των ΗΠΑ Γ. Παπανδρέου. Επιπτώσεις έκρηξης… πυρηνικής πολιτικής βόμβας είχαν οι πρώτες δηλώσεις του περί διάλυσης του ΠΑΣΟΚ και μετάλλαξής του σε αμερικανικού τύπου κομματικό μόρφωμα, περί ιδιωτικών πανεπιστημίων κ.λπ., που σηματοδότησαν την πρόθεσή του να εφαρμόσει πολύ δεξιότερη πολιτική ακόμη και από αυτήν του προκατόχου του, του K. Σημίτη.

«Είναι τραγωδία. Είναι η πρώτη φορά που για να ανακοπούν οι ρυθμοί μετακίνησης της χώρας προς τα δεξιά, θα πρέπει ίσως να κερδίσει τις εκλογές η Δεξιά!», έλεγε με απόγνωση στέλεχος της Αριστεράς, αποτυπώνοντας ανάγλυφα τα δυσεπίλυτα προβλήματα που έχουν ανακύψει σ’ αυτόν τον πολιτικό χώρο από τις τελευταίες εξελίξεις.

Η αλήθεια είναι πως τέτοιοι προβληματισμοί θα ήταν αδιανόητοι, αν η πολιτική που ακολούθησε ο ήδη υπηρεσιακός πρωθυπουργός K. Σημίτης, κατά την οκταετή διακυβέρνηση της χώρας, δεν είχε διαρρήξει τους ιδεολογικούς και πολιτικούς δεσμούς της Αριστεράς με το ΠΑΣΟΚ. Οσο και αν ακούγεται παράδοξο, στην υιοθέτηση ουσιαστικά της πολιτικής της Ν.Δ. εκ μέρους των κυβερνήσεων Σημίτη, οφείλει σήμερα η Ν.Δ. το γεγονός ότι εμφανίζεται η δυνατότητα μεγάλος αριθμός ταλαντευόμενων αριστερών ψηφοφόρων να μην ψηφίσει τελικά ΠΑΣΟΚ, πέρα φυσικά από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Γ. Παπανδρέου και της πολιτικής του!

«Ενιαίο μπλοκ εξουσίας»

Η νεοφιλελεύθερη, συντηρητική πολιτική των κυβερνήσεων Σημίτη συνέτεινε καθοριστικά στην εμπέδωση της εικόνας, στη συνείδηση των αριστερών ψηφοφόρων, ότι ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. δεν έχουν πλέον καμιά ουσιαστική διαφορά στην πολιτική τους. Αποτελούν ένα «ενιαίο μπλοκ εξουσίας», του οποίου οι συνιστώσες απλώς συγκρούονται μόνο ως προς το ποιος θα έχει το πάνω χέρι, χωρίς τίποτε να αλλάξει από την έκβαση της διαμάχης ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. για τον κόσμο, όποιος και να νικήσει.

Η ταύτιση ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. ως ενιαίου μπλοκ εξουσίας στη συνείδηση των ψηφοφόρων της Αριστεράς αποτελεί στρατηγικής σημασίας ήττα για το ΠΑΣΟΚ, αν και η Ν.Δ. δεν δείχνει να την έχει αντιληφθεί για να την αξιοποιήσει.

Οι συζητήσεις περί διαπλοκής, επαπειλούμενης οικονομικής κρίσης κ.λπ., αφήνουν παγερά αδιάφορους τους αριστερούς ψηφοφόρους, οι οποίοι έχουν την άποψη πως αυτά τα φαινόμενα είναι σύμφυτα με τον καπιταλισμό. Κάθε φορά φωνάζει το «ριγμένο» κόμμα και όταν έλθει στην εξουσία απλώς κάνει τα ίδια, υποστηρίζει η Αριστερά. Κανείς λοιπόν δεν μπορεί να προσελκύσει ταλαντευόμενους αριστερούς ψηφοφόρους με υποσχέσεις περί «καθαρότερης» ή πιο «νοικοκυρεμένης» πολιτικής. Αδιαφορούν και δεν πιστεύουν ούτε το ΠΑΣΟΚ ούτε τη Ν.Δ. στον τομέα αυτόν. Εντελώς άλλου είδους είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων μετακινούνται οι αριστεροί και ρίχνουν άλλο ψηφοδέλτιο στην κάλπη.

Το πολιτικό υπόβαθρο

Κάθε φορά που η εκλογική αναμέτρηση του εκάστοτε κόμματος του Κέντρου με εκείνο της Δεξιάς διαγράφεται αμφίρροπη, έρχεται πρόσκαιρα στην επιφάνεια το ζήτημα της Αριστεράς. Για την ακρίβεια, το θέμα της προσέλκυσης κάποιου τμήματος ψηφοφόρων της από τα δύο άλλα κόμματα, το οποίο ενδεχομένως να κάνει τη διαφορά που θα δώσει τη νίκη.

Από τη μεταπολίτευση μέχρι πρόσφατα, η ηγεμόνευση του κεντρώου χώρου από το ΠΑΣΟΚ, το οποίο υπό την ηγεσία του Ανδρέα Παπανδρέου αποτέλεσε το αριστερότερο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Ευρώπης, κατέστησε το κόμμα αυτό δεξαμενή μόνιμης υποδοχής σχεδόν του συνόλου των ψήφων που έφευγαν από την Αριστερά κατά καιρούς.

Το ΠΑΚ είχε σαφώς υπερκεράσει από αριστερά την Αριστερά σε πολλές θέσεις, κατά τη διάρκεια του αντιδικτατορικού αγώνα. Το ΠΑΣΟΚ ήταν εμφανώς ριζοσπαστικό σοσιαλιστικό κόμμα μετά την κατάρρευση της χούντας. Ετσι, οι ιδεολογικοί δεσμοί συνάφειας ΠΑΣΟΚ και Αριστεράς ενισχύθηκαν και διευρύνθηκαν σε επίπεδο οπαδών και ψηφοφόρων, παρά το γεγονός ότι η πολιτική συνεργασία ΠΑΣΟΚ – Αριστεράς ουδέποτε προσέλαβε αξιόλογες ή μονιμότερες διαστάσεις σε ηγετικό επίπεδο, ιδίως με το ΚΚΕ.

Ενα πρώτο ρήγμα στις προνομιακές σχέσεις του ΠΑΣΟΚ με την Αριστερά σημειώθηκε στις ιδιόμορφες συνθήκες του 1989, με τον σχηματισμό της κυβέρνησης Δεξιάς – Αριστεράς υπό τον Τζ. Τζαννετάκη.

Συνολικά, η κυβέρνηση αυτή ουδέποτε νομιμοποιήθηκε στη συνείδηση των αριστερών ψηφοφόρων. Θεωρήθηκε ότι αντανακλούσε, πέραν των προσχημάτων που προβλήθηκαν, την προθυμία των ηγετών της Αριστεράς να συμμετάσχουν πάση θυσία στο παιχνίδι της εξουσίας, απεμπολώντας τις ιδεολογικές και πολιτικές αρχές τους.

Προκάλεσε έτσι δύο αλλεπάλληλες διασπάσεις στο KKE, λειτουργώντας ως καταλύτης, που του στέρησαν το 50% της εκλογικής του δύναμης, οδήγησε στη διάσπαση του ενιαίου Συνασπισμού της Αριστεράς και τελικά και στην αποτυχία εισόδου στη Βουλή το 1993 του σημερινού ΣΥΝ, οι δυνάμεις του οποίου αποτελούσαν τον θερμότερο υποστηρικτή της συνεργασίας Αριστεράς – Δεξιάς.

Οπλο του ΠΑΣΟΚ ο… K. Μητσοτάκης

Σαν να μην ήταν αρκετά όλα αυτά, επακολούθησε η κυβέρνηση της Ν.Δ. με την ακραία, δογματικά νεοφιλελεύθερη πολιτική του K. Μητσοτάκη, η οποία πανικόβαλε την Αριστερά με τη σκληρότητά της. Σύσσωμοι οι αριστεροί που δεν ψήφισαν τα κόμματά τους στράφηκαν μαζικά προς τον Ανδρέα Παπανδρέου το 1993 και συνέτειναν στη θριαμβευτική επανεκλογή του για να απαλλαγούν από την πολιτική Μητσοτάκη, οδηγώντας με αυτόν τον τρόπο σε μια πανηγυρική αναβάπτιση της εκλεκτικής εκλογικής σχέσης ΠΑΣΟΚ-Αριστεράς, εδραιώνοντας την πεποίθηση ότι η συνεργασία Αριστεράς – Δεξιάς του 1989 υπήρξε μη αποδεκτό για τους αριστερούς πολιτικό ολίσθημα.

Ευτυχώς για τη Ν.Δ., τον A. Παπανδρέου διαδέχθηκε ο K. Σημίτης. Με την πολιτική του ανατίναξε κάθε γέφυρα όχι μόνο ιδεολογικοπολιτικής, αλλά και συναισθηματικής επαφής του «εκσυγχρονιστικού» ΠΑΣΟΚ με τους αριστερούς ψηφοφόρους, ιδίως του KKE. Το «σημιτικό» ΠΑΣΟΚ δεν είναι σε θέση να αποσπάσει σχεδόν ούτε μία ψήφο από τους κομμουνιστές ψηφοφόρους σήμερα.

Δεν ισχύει το ίδιο με τον ΣΥΝ. Παρόλο που το κόμμα αυτό έχει σήμερα την αριστερότερη γραμμή που είχε ποτέ, παρόλο που είναι σαφώς το μοναδικό κόμμα της Αριστεράς που έχει προσελκύσει νέες κατηγορίες ψηφοφόρων και έχει διευρύνει το ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται, συμπεριλαμβάνονται μέχρι και δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς, απειλείται με «νέο ’93»: Χαροπαλεύει στο όριο του 3%, καθώς του έχει προκαλέσει εκλογική αιμορραγία προς το ΠΑΣΟΚ τόσο η επί χρόνια συνεργασία του με το κυβερνών κόμμα (δημοτικές εκλογές, συνδικαλιστικό κίνημα κ.λπ.) όσο και η ύπαρξη και δράση στους κόλπους του μιας ανοιχτά φιλοπασοκικής πτέρυγας, η οποία εγκαταλείπει και επίσημα τον ΣΥΝ, επιτείνοντας την κρίση του (Δαμανάκη, Κουναλάκης, Μπίστης, Ανδρουλάκης και άλλοι κατά καιρούς).

Δεν μπορεί να προεξοφληθεί η επιτυχής έκβαση της απεγνωσμένης μάχης που δίνει σήμερα η ηγεσία του ΣΥΝ, με επικεφαλής τον N. Κωνσταντόπουλο, να κρατήσει το κόμμα πάνω από το όριο κοινοβουλευτικής επιβίωσης.

Αρνητική ψήφος

Η τύχη του ΣΥπάντως θα επηρεαστεί και από το συνολικό κλίμα που θα επικρατήσει στην Αριστερά, ιδίως στο ΚΚΕ.

Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα πάντως, για τους αριστερούς ψηφοφόρους δεν τίθεται θέμα θετικής ψήφου υπέρ του ΠΑΣΟΚ ή της Ν.Δ. O Γ. Παπανδρέου έχει το σοβαρότατο μειονέκτημα να θεωρείται «άνθρωπος των Αμερικανών», πράγμα που αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο για να τον ψηφίσει οποιοσδήποτε αριστερός που δεν έχει ήδη μεταπηδήσει στο ΠΑΣΟΚ. O K. Καραμανλής, από την άλλη, δεν έχει εξαγγείλει απολύτως κανένα μέτρο που να θεωρείται «φιλολαϊκό» με αριστερά κριτήρια, οπότε στη βάση αυτή είναι αδύνατο να προσελκύσει αριστερές ψήφους.

Οι αριστεροί ψηφοφόροι μπορεί να μην ενδιαφέρονται λοιπόν από θετική σκοπιά ποιος θα νικήσει, τασσόμενοι υπέρ του ενός ή του άλλου. Ενδιαφέρονται, όμως, να μη χειροτερεύσει η πολιτική και οικονομική κατάσταση, από τη σκοπιά τους. Να μην εφαρμοστεί «δεξιότερη» πολιτική. Αυτό είναι, κατά παράδοξο τρόπο, και το μοναδικό σημείο στο οποίο ο κ. K. Καραμανλής υπερτερεί του Γ. Παπανδρέου στη συνείδηση των αριστερών ψηφοφόρων. Θεωρούν πρωτίστως ότι ο υποψήφιος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ θα ακολουθήσει πολιτική απολύτως προσαρμοσμένη στη γραμμή των ΗΠΑ (ενώ ο K. Καραμανλής κρίνεται ως προσανατολισμένος περισσότερο προς την Ευρώπη) και επιπλέον ότι ο Γ. Παπανδρέου θα επιχειρήσει μια βαθύτερη συντηρητική αναμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας, αν βρεθεί στην εξουσία.

Παράλληλα, η Αριστερά ελπίζει ότι αν το ΠΑΣΟΚ βρεθεί στην αντιπολίτευση, θα είναι ευκολότερο να οδηγηθεί σε μια μαχητική αντιπολιτευτική γραμμή κατά το πρότυπο του 1990-93, μπλοκάροντας μια σειρά μέτρων που θα θελήσει να περάσει η Ν.Δ., ενώ αν στην εξουσία είναι το ΠΑΣΟΚ, τότε τα ίδια «αντιλαϊκά» μέτρα θα περάσουν χωρίς καμιά ή με μηδαμινή αντίσταση.

Το φαινόμενο είναι σίγουρα παράδοξο. H αυταπάτη ότι το ΠΑΣΟΚ στην αντιπολίτευση θα γίνει «αριστερότερο» και η εκτίμηση πως με τον K. Καραμανλή στην κυβέρνηση θα εφαρμοστεί «λιγότερο δεξιά» πολιτική από όσο αν κέρδιζε τις εκλογές ο Γ. Παπανδρέου, αποτελούν τα σημεία υπεροχής του K. Καραμανλή στη συνείδηση πολλών αριστερών ψηφοφόρων, μαζί φυσικά με τον φιλοαμερικανισμό του αντιπάλου του. Το επιτελείο του Γ. Παπανδρέου το έχει αντιληφθεί αυτό και προσπαθεί να το παρακάμψει με την ομοβροντία συγκεχυμένων, αλλά εντυπωσιακών «φιλολαϊκών» εξαγγελιών και υποσχέσεων.

Αν ο K. Καραμανλής εξακολουθήσει να του αφήνει εντελώς ελεύθερο αυτό το κρισιμότατο πεδίο, χωρίς καμιά συγκεκριμένη υπόσχεση βελτίωσης της κατάστασης των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, ο Γ. Παπανδρέου θα έχει αυξημένες πιθανότητες να διεμβολίσει εκ νέου τους ταλαντευόμενους αριστερούς ψηφοφόρους.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή