Τι θα γίνει μετά το «όχι»

8' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Οχι» στο Σχέδιο Ανάν είπαν στο Μπούργκενστοκ της Λουκέρνης οι κυβερνήσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελλάδας, παρά τις αφόρητες διεθνείς πιέσεις. Αρνήθηκαν έτσι να νομιμοποιήσουν ως «συμφωνημένη λύση» την απαράδεκτα ετεροβαρή πρόταση λύσης που παρουσίασε ο γεν. γραμματέας του OHE, πράγμα που σε ικανό βαθμό θα προκαθόριζε την αποδοχή της από τον κυπριακό Ελληνισμό. Αυτή η ανακοπή της πορείας επιδείνωσης του Κυπριακού, αποτελεί μια πρώτη επιτυχία, αφού δίνει τη δυνατότητα οριστικής απόρριψης του Σχεδίου Ανάν στο δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου.

Δυστυχώς, η εξοργιστικά ταπεινωτική για το διεθνές κύρος της Κύπρου συμφωνία της 13ης Φεβρουαρίου 2004 στη Νέα Υόρκη, την οποία απεδέχθησαν οι K. Σημίτης και Γ. Παπανδρέου, επιβάλλει τη διενέργεια δημοψηφίσματος για το Σχέδιο Ανάν, παρά την άρνηση σύσσωμης της ελληνοκυπριακής ηγεσίας να το αποδεχθεί. Μετατίθεται επομένως, ως μη ώφελλε, στους ώμους των Ελληνοκυπρίων ψηφοφόρων η τελική απόφαση απόρριψης του Σχεδίου Ανάν.

Οπως είναι αναμενόμενο, οργανώνεται εκ παραλλήλου μια προσπάθεια εκβιαστικού επηρεασμού του φρονήματος και της κρίσης των Ελληνοκυπρίων υπό το κράτος μιας ακαθόριστης απειλής περί δήθεν τρομερών κινδύνων και καταστροφών που ελλοχεύουν, αν τολμήσουν να επιμείνουν στο «όχι» που αυτή τη στιγμή επικρατεί σαρωτικά στη Μεγαλόνησο.

Αβάσιμη κινδυνολογία

Πρόκειται περί αβάσιμων ισχυρισμών κινδυνολογικού χαρακτήρα, οι οποίοι δεν αντέχουν σε υποτυπώδη κριτική εξέταση. Θα γίνουμε αντικείμενο σοβαρότατων διεθνών κυρώσεων και θα υποβαθμιστεί δραματικά η διεθνής θέση της Κύπρου, αν οι Ελληνοκύπριοι ψηφίσουν «όχι», διατείνονται οι καταστροφολογούντες. Κατά παράδοξο τρόπο, δεδομένου ότι η συντριπτική πλειονότητα εξ αυτών ανήκει στους μέχρι πρότινος υμνητές του ήδη αλήστου μνήμης «εκσυγχρονιστικού» ΠΑΣΟΚ, λησμονούν αυτά που οι ίδιοι έλεγαν περί των πλεονεκτημάτων που θα συνεπέφερε η ένταξη της Κύπρου στην E.E. ειδικά στον τομέα επίλυσης του Κυπριακού. Αποσιωπούν τα προηγούμενα επιχειρήματά τους. Ας τους τα θυμίσουμε εμείς, λοιπόν.

Αν οι Ελληνοκύπριοι ψηφίσουν «όχι», τότε αυτή που θα ενταχθεί στην E.E. την 1η Μαΐου θα είναι η μία και μοναδική Κυπριακή Δημοκρατία, με μία και μοναδική διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση – αυτήν του Τάσσου Παπαδόπουλου.

Το ψευδοκράτος του Ντενκτάς, το οποίο στο σχέδιο Ανάν αντιμετωπίζεται ως ισότιμο συστατικό κρατίδιο, θα περιπέσει εκ νέου στο καθεστώς του «παρία» της διεθνούς κοινότητας, μη αναγνωριζόμενο από καμιά χώρα στον κόσμο, πλην της Τουρκίας.

Αντιθέτως, ο T. Παπαδόπουλος, ο οποίος στο πλαίσιο του Σχεδίου Ανάν αντιμετωπιζόταν στη Λουκέρνη ως ισότιμος του απουσιάζοντος Ραούφ Ντενκτάς και των παρόντων εκπροσώπων του Ταλάτ και υιού Ντενκτάς, από την 1η Μαΐου θα είναι εκ νέου πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας στα μάτια όλων, είτε το θέλουν είτε όχι. Τον Ιούνιο, το αργότερο, θα παρακαθήσει και στη Σύνοδο Κορυφής της E.E. ως ηγέτης τυπικά ισότιμος σε όλα με τον Γερμανό καγκελάριο Σρέντερ, τον Γάλλο πρόεδρο Σιράκ ή τον Βρετανό πρωθυπουργό Μπλερ, έχοντας τα ίδια δικαιώματα με αυτούς. Κανένας Φερχόιγκεν, κανένας Σολάνα ή οποιοσδήποτε άλλος υπάλληλος της Κομισιόν δεν θα τολμά τότε να εκφράζει αυθάδεις απόψεις περί του τι είναι και τι δεν είναι κοινοτικό κεκτημένο στην Κύπρο χωρίς να ανακαλείται στην τάξη.

Οπως είναι εξόφθαλμο, αυτή η εξέλιξη συνιστά θεαματική αναβάθμιση του διεθνούς κύρους της Κύπρου, το οποίο έχει καταρρακωθεί από τις διαδικασίες χειρισμού του Σχεδίου Ανάν εκ μέρους των κυβερνήσεων Σημίτη.

Πιέσεις και ρεαλισμός

Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι το γεγονός πως με δημόσιες δηλώσεις τους έσπευσαν να ταχθούν υπέρ του Σχεδίου Ανάν οι ηγέτες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο (όπως ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους, ο καγκελάριος της Γερμανίας Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Τόνι Μπλερ, αλλά και ο Γκίντερ Φερχόιγκεν και Χαβιέρ Σολάνα της E.E., μέχρι και ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης Πέτερ Σίντερ προοιωνίζεται δεινά για τους Ελληνοκυπρίους, αν αγνοήσουν τη θέλησή τους.

Λάθος. Ολοι αυτοί οι ηγέτες πολύ σωστά πιέζουν αυτή τη στιγμή τη Λευκωσία, από τη σκοπιά εξυπηρέτησης των συμφερόντων τους. Γνωρίζουν ότι μέχρι τις 24 Απριλίου αυτή η πίεση μπορεί να έχει αποτελέσματα, ότι ίσως πετύχει να επηρεάσει την έκβαση της ψηφοφορίας. Θα ήταν ανόητοι να μην προτιμούσαν ένα «ναι» στο δημοψήφισμα και την είσοδο στην E.E. μιας ενιαίας Κύπρου, όσο κακή και άδικη αν ήταν η λύση επανένωσης, αφού αυτό θα τους απάλλασσε από τον πονοκέφαλο του Κυπριακού για πολλά χρόνια, ίσως και για πάντα, όπως αβάσιμα νομίζουν.

Ολοι αυτοί όμως είναι πολιτικοί ηγέτες, οι οποίοι διακατέχονται από ρεαλισμό. Αν στις 24 Απριλίου επικρατήσει το «όχι», η πολιτική τους συμπεριφορά θα καθοριστεί από την άμεση προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα και όχι από μνησίκακο αίσθημα «εκδίκησης και τιμωρίας των απείθαρχων Κυπρίων». Εχουμε να κάνουμε με πολιτικούς ηγέτες μεγάλων χωρών, όχι με πικαρισμένες κυρίες.

Ετσι, αποτελούν φαιδρότητες οι προβαλλόμενοι κίνδυνοι αναγνώρισης του ψευδοκράτους από ευρωπαϊκές χώρες.

Εν πρώτοις, ο 25 χώρες-μέλη της E.E. συνδέονται πολλαπλά μεταξύ τους με πληθώρα συνθηκών. Ούτε να διανοηθεί δεν τολμά καμιά από αυτές να παραβιάσει την υπογραφή της σε τόσο θεμελιώδες ζήτημα, όπως είναι η συνθήκη προσχώρησης μιας χώρας, η οποία καθορίζει και ποια ακριβώς είναι η χώρα που εντάσσεται στην E.E. Ούτε λόγος, επιπροσθέτως, να αποτολμήσει κάτι τέτοιο χώρα υποψήφια προς ένταξη στην E.E., της οποίας η ένταξη θα εξαρτάται και από τη σύμφωνη γνώμη της Κύπρου.

Στο πλαίσιο αυτής της πανευρωπαϊκής πραγματικότητας, καμιά συζήτηση δεν μπορεί να γίνει περί αναγνώρισης του Ντενκτάς π.χ. από τη Ρωσία ή, μακρύτερα, από την Ιαπωνία, την Κίνα, την Ινδία κ.λπ.

Ευρωπαϊκό πρόβλημα

Αφ’ ης στιγμής η Κύπρος ενταχθεί στην E.E., οι χώρες της χάνουν οριστικά την πολυτέλεια να αντιμετωπίζουν το Κυπριακό ως πρόβλημα δύο κακότροπων, ανώριμων ή αναίτια διαπληκτιζόμενων κοινοτήτων, τις οποίες οφείλουν να νουθετήσουν, όπως λίγο-πολύ το αντιμετώπιζαν μέχρι τώρα.

Από την 1η Μαΐου το Κυπριακό καθίσταται πρόβλημα της E.E. καθώς συνίσταται πλέον στην αδυναμία εφαρμογής του κοινοτικού κεκτημένου σε ένα μεγάλο τμήμα της επικράτειας μιας χώρας-μέλους λόγω ξένης κατοχής του εδάφους αυτού.

Αυτό το πρόβλημα δεν μπορούν να το αφήσουν να χρονίζει επ’ άπειρον. O εκνευρισμός και οι πιέσεις των Ευρωπαίων αυτή τη στιγμή οφείλονται κυρίως στο γεγονός ότι έχουν πλήρως συνειδητοποιήσει πως κατ’ ουσίαν παραλαμβάνουν τώρα αυτοί την «καυτή πατάτα» του Κυπριακού από τον OHE και έχουν πλέον άμεσο ίδιο συμφέρον να βρουν αυτοί μια ικανοποιητική λύση.

Οι Ελληνοκύπριοι δεν έχουν κανένα λόγο να είναι δυσαρεστημένοι από αυτή την εξέλιξη. Οσο και αν η βαθύτερη εξέταση του θέματος εκφεύγει των ορίων της παρούσης ανάλυσης, όταν η Λευκωσία αποφάσιζε την ένταξή της στην E.E. χωρίς να έχει προηγηθεί λύση του Κυπριακού, κατ’ ουσίαν αποφάσιζε ανομολόγητα και τη μετάθεση της λύσης του προβλήματος από τον OHE στην E.E. H με θρησκευτική ευλάβεια προσήλωση στον OHE σαφώς και είχε νόημα όσο υπήρχε η ΕΣΣΔ ως ανταγωνιστικός προς τις ΗΠΑ πόλος, οπότε υφίστατο περιθώριο κινήσεων και εξασφάλισης υποστήριξης από πληθώρα χωρών προς την Κύπρο. O ρόλος του OHE όμως στον σημερινό μονοπολικό κόσμο ελάχιστα υποβοηθητικός προς την Κύπρο μπορεί να θεωρηθεί, όπως περίτρανα αποδείχθηκε και στη Λουκέρνη.

Καλύτεροι όροι

Εν πάση περιπτώσει, η υποχρεωτικά μεγαλύτερη ενασχόληση της E.E με το Κυπριακό επιτρέπει στους Ελληνοκύπριους να αναβαθμίσουν τον ρόλο τους ως συνδιαμορφωτών της τύχης της Κύπρου.

Κάθε πρόταση, κάθε δράση της E.E. που αφορά το Κυπριακό όχι μόνο θα τίθεται εκ των προτέρων εν γνώσει της Λευκωσίας από τα αρχικά ακόμα στάδια διαμόρφωσής της, οπότε δεν θα τίθεται ενώπιον δυσάρεστων εκπλήξεων και τετελεσμένων, αλλά θα απαιτεί επιπλέον τη συγκατάθεσή της.

Αυτή η κατάσταση είναι όχι μόνο πλεονεκτικότερη για την Κύπρο αλλά μπορεί να αποβεί και πολύ πιο εποικοδομητική, αν θεωρηθεί δεδομένο όχι το «όχι» στο δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου αποτελεί προϋπόθεση αναζήτησης δικαιότερης λύσης του Κυπριακού και ότι αφελή αυταπάτη επανάπαυσης, πλέον, σε ένα αδρανές και ανέφελο ευωπαϊκό μέλλον ασφάλειας και ευημερίας του ελεύθερου τμήματος της Κύπρου, αδιαφορώντας για το υπόλοιπο.

Οι επαΐοντες δεν αγνοούν ότι υφίστανται μεταξύ των Ελληνοκυπρίων κάποιοι που θεωρούν το κοινοτικό κεκτημένο ως το όχημα που θα τους επιτρέψει να «αγοράσουν» τον τουρκοκυπριακό τομέα, εκμεταλλευόμενοι την οικονομική τους υπεροχή. Αυτές οι ψευδαισθήσεις πρέπει να παραμεριστούν και όλες οι προσπάθειες των Ελληνοκυπρίων να επικεντρωθούν στην αξιοποίηση των αυξημένων ευρωπαϊκών δυνατοτήτων τους προκειμένου να διαμορφωθούν πολύ καλύτεροι όροι επίλυσης του Κυπριακού -πράγμα για το οποίο θα υπάρχουν όντως ρεαλιστικές δυνατότητες μετά την 1η Μαΐου.

Προσοχή, μη χάσουν πολύτιμο χρόνο σε αυταπάτες και ανούσιες αψιμαχίες. H E.E. δεν είναι OHE. Εχει τα οικονομικά και πολιτικά μέσα να πετύχει τους στόχους της, χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει σε ανοιχτούς εκβιασμούς. Ετσι και αρχίσει να ασχολείται με τη λύση του Κυπριακού, θα βάλει τους Ελληνοκύπριους να ψηφίσουν… εφτά φορές σε δημοψηφίσματα, μέχρι να βγάλει το αποτέλεσμα που θέλει!

Κανένας κίνδυνος

Υπάρχει ένα ακόμη ζήτημα: Μήπως το «όχι» στο δημοψήφισμα οδηγήσει σε επικίνδυνες εντάσεις, ακόμη και απειλή πολέμου μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας; H ανησυχία αυτή είναι υπαρκτή σε τμήμα της κοινής γνώμης. Είναι όμως αβάσιμη.

Η πολιτική της κυβέρνησης Ερντογάν είναι ειλικρινά προσανατολισμένη στην απόσπαση ημερομηνίας έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας στη σύνοδο κορυφής της E.E. τον Δεκέμβριο. Αυτό αποτελεί όχι μόνο θεμελιώδη επιλογή εξωτερικής πολιτικής, αλλά και ζωτικής σημασίας άξονα της εσωτερικής πολιτικής επιβίωσης του Ερντογάν σε σχέση και με το τμήμα του κεμαλικού πολιτικοστρατιωτικού κατεστημένου που επιθυμεί την ανατροπή του.

Ενώ, λοιπόν, το Κυπριακό εδώ και σχεδόν είκοσι χρόνια δεν αποτελεί σοβαρό παράγοντα στον καθορισμό των σχέσεων Τουρκίας – E.E. για τους Ευρωπαίους, αντιθέτως η πρόκληση ελληνοτουρκικής έντασης με ευθύνη της Αγκυρας τώρα, ως απάντηση σε πιθανό «όχι» των Κυπρίων, θα αποτελούσε ανυπέρβλητο εμπόδιο στις ελπίδες της Τουρκίας να αποσπάσει την πολυπόθητη ημερομηνία.

Φυσικά, όλα τα προαναφερθέντα δεν σημαίνουν ότι το «όχι» στο απαράδεκτα επιβληθέν δημοψήφισμα δεν έχει αρνητικές πολιτικές συνέπειες σε άλλους τομείς.

Αναμφισβήτητα π.χ. θα υπάρξει διάσπαση στο εσωτερικό μέτωπο της Κύπρου, ακόμη και αν συγκαλυφθεί επιφανειακά. Ανάλογη διάσπαση παρατηρείται ήδη και στην Ελλάδα, αλλά η διαφορά απόψεων είναι απολύτως φυσιολογικό φαινόμενο. Είναι βέβαιο επίσης ότι η Τουρκία θα κερδίσει προσωρινά το παιχνίδι των εντυπώσεων, εμφανιζόμενη αυτή ως «διαλλακτική», παρ’ όλο που είναι εισβολέας και κατακτητής, και το θύμα της, η Κύπρος, ως «αδιάλλακτη».

Αυτό όμως μπορεί να αλλάξει σε μικρό χρονικό διάστημα. Και εν πάση περιπτώσει, είναι πολύ προτιμότερη η εικόνα «αδιαλλαξίας» των Ελληνοκυπρίων, αν αυτή είναι αναγκαία για να διασωθεί η Κύπρος, παρά οι έπαινοι του διεθνούς παράγοντα με αντίτιμο την επιβολή μιας απαράδεκτης λύσης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή