Σταθερά πρώτη η Ν.Δ., στάσιμο το ΠΑΣΟΚ

Σταθερά πρώτη η Ν.Δ., στάσιμο το ΠΑΣΟΚ

9' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με βάση την κυριαρχούσα πολιτική ατζέντα, την εικόνα των δύο κομμάτων διακυβέρνησης και των δύο πολιτικών αρχηγών, καθώς επίσης και την πρόθεση ψήφου του εκλογικού σώματος, η μετεκλογική διετία μπορεί, σχηματικά, να διαιρεθεί σε τρεις υποπεριόδους: α) Μάρτιος – Δεκέμβριος 2004, β) Ιανουάριος – Απρίλιος 2005, γ) Μάιος 2005 – Μάρτιος 2006.

Από την περιοδολόγηση της τελευταίας διετίας που ακολουθεί προκύπτουν πέντε βασικά συμπεράσματα:

1. Δύο χρόνια μετά τις εκλογές, διαπιστώνεται σαφέστατη και αδιαμφισβήτητη εκλογική φθορά της Ν.Δ., καθώς και σημαντικότερη επιδείνωση της κυβερνητικής της δημοτικότητας.

2. Δεν υπάρχει όμως εξισορρόπηση της εκλογικής επιρροής των δύο κομμάτων, όπως ισχυρίζονται οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί. Στο μέσον της τετραετίας, το προβάδισμα της Ν.Δ. διατηρείται. Αυτονόητα, το γεγονός αυτό δεν προδιαγράφει το μέλλον, ούτε εξασφαλίζει στο κυβερνών κόμμα εκ των προτέρων οποιαδήποτε εκλογική νίκη.

3. Το ΠΑΣΟΚ, ενώ ξεπέρασε το αρχικό σοκ της εκλογικής ήττας δεν έχει καταφέρει -μέχρι στιγμής- να οικοδομήσει την εναλλακτική του λύση διακυβέρνησης. Η εικόνα της κυβερνητικής του ικανότητας παραμένει καθηλωμένη.

4. Δεν κλείνει η «ψαλίδα των προσώπων». Αντιθέτως, διατηρείται, κυρίως λόγω της ηγετικής αδυναμίας του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ωστόσο, σε αυτήν την παράμετρο του κομματικού ανταγωνισμού δεν πρέπει να αποδοθεί μεγάλη σημασία, διότι δεν είναι η σημαντικότερη. Το ίδιο ίσχυε επί Σημίτη, το ίδιο ισχύει και επί Καραμανλή. Ο δείκτης του καταλληλότερου πρωθυπουργού είναι εξαιρετικά χρήσιμος, πλην όμως ουδέποτε υπήρξε σημαντικότερος από την πρόθεση ψήφου, και ούτε μπορεί να αντισταθμίσει τη δεύτερη.

5. Η φθορά της Ν.Δ. και η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ, έχουν ως αποτέλεσμα, μια περιορισμένη διάβρωση του δικομματισμού (διάγραμμα 7). Αυτό συνιστά και τη μεγαλύτερη -αν και όχι και τόσο θεαματική- μεταβολή του πολιτικού σκηνικού στη μέση της τετραετίας. Προς το παρόν, από τη φθορά της Ν.Δ. ευνοείται ο ΛΑΟΣ και από την αδυναμία του ΠΑΣΟΚ, η Αριστερά, περισσότερο το ΚΚΕ και με διακυμάνσεις ο ΣΥΝ.

Σε οκτώ μήνες από σήμερα, το (πραγματικό) εκλογικό αποτέλεσμα των νομαρχιακών και δημοτικών εκλογών, θα επιτρέψει μια αμερόληπτη εκτίμηση για τον υφιστάμενο συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων. Μέχρι τότε ψυχραιμία…

Στην ανάλυση που ακολουθεί, για την αποτίμηση της πολιτικής συγκυρίας χρησιμοποιούνται οι εξής βασικοί δείκτες: α) λειτουργία της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης (διάγραμμα 1), β) πρωθυπουργική ικανότητα (διάγραμμα 2), γ) παράσταση νίκης (διάγραμμα 3) και δ) εκτίμηση της εκλογικής επιρροής των κομμάτων, που προκύπτει από τη στατιστική ανάλυση της χρονοσειράς πρόθεσης ψήφου (διαγράμματα 4-7). Τα εμπειρικά δεδομένα προέρχονται από 39 πανελλαδικές τηλεφωνικές δημοσκοπήσεις, που πραγματοποίησε η VPRC, τη διετία 2004-2006.

Μάρτιος – Δεκέμβριος 2004

Από την κάλπη στον «πόλεμο κατά της διαπλοκής». Οι βουλευτικές εκλογές του 2004 αποτέλεσαν τομή για το γενικό πολιτικό κλίμα, τη δημοτικότητα της κυβέρνησης (διάγραμμα 1) και την εικόνα του σημερινού πρωθυπουργού (διάγραμμα 2). Η περίοδος από τις εκλογές του Μαρτίου, έως τον Νοέμβριο του 2004, αποτέλεσε μια πρωτοφανή περίοδο χάριτος. Κατά τη διάρκειά της, υπήρξε περαιτέρω ενίσχυση της νέας κυβέρνησης και αποδυνάμωση του ΠΑΣΟΚ, που υπέστη το σοκ της ήττας και της απομάκρυνσης από την εξουσία (διαγράμματα 4 και 5).

Αμέσως μετά τις εκλογές (Απρίλιος 2004), η Ν.Δ. ενίσχυσε κατακόρυφα (+12%) την κυβερνητική της δημοτικότητα και διεύρυνε εντυπωσιακά την απόσταση από το ΠΑΣΟΚ (43%, έναντι 21%). Αντίστοιχη επίδραση άσκησαν οι εκλογές και στην εικόνα των δύο πολιτικών αρχηγών: μετεκλογικά θα παγιωθεί στον δείκτη πρωθυπουργικής ικανότητας εμφανές προβάδισμα του Κ. Καραμανλή, το οποίο παραμένει μέχρι σήμερα. Κατά την τελευταία διετία, το μερίδιό του στον σχετικό δείκτη, θα κυμανθεί από 46-53%. Κάτω από αυτά τα ποσοστά (43%) θα πέσει μόνον τον Φεβρουάριο του 2006, στη συγκυρία της υπόθεσης των υποκλοπών, για να επανακάμψει εν συνεχεία. Αντιθέτως, η πρωθυπουργική εικόνα του Γ. Παπανδρέου, μετά τη ραγδαία φθορά που υπέστη κατά την προεκλογική περίοδο, δεν κατάφερε, μέχρι σήμερα, να υπερβεί το 30%. Τέλος, την ασφυκτική πολιτική ηγεμονία της Ν.Δ. επί του ΠΑΣΟΚ, στο αμέσως μετεκλογικό σκηνικό, πιστοποιούσε και η διεύρυνση της διαφοράς κατά 10% στην παράσταση νίκης (68%, έναντι μόλις 11% του ΠΑΣΟΚ, διάγραμμα 3).

Λόγω της δυναμικής που πυροδοτήθηκε από την εναλλαγή στη διακυβέρνηση, η εκλογική επιρροή της Ν.Δ. προσέγγισε στην πρώτη μετεκλογική μέτρηση (Απρίλιος 2004) το 47,5% (+2% σε σχέση με τις εκλογές), ενώ το ΠΑΣΟΚ υποχώρησε στο 36% (-4,5%). Με βάση την ίδια στατιστική εκτίμηση, η «ψαλίδα» πρώτου/δεύτερου κόμματος πρέπει να διευρύνθηκε από το 4,8% που κατέγραψε η κάλπη, στο 11,5%, το μεγαλύτερο ποσοστό που θα καταγραφεί κατά το 24μηνο μετεκλογικό διάστημα. (διάγραμμα 6). Η αυθόρμητη μετεκλογική δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ κατευθύνθηκε τόσο προς τη Ν.Δ., όσο και προς την Αριστερά (ΚΚΕ και ΣΥΝ, διάγραμμα 5). Υπό αυτές τις συνθήκες, οι ευρωεκλογές του Ιουνίου αποτέλεσαν, απλώς, τον «δεύτερο γύρο» των βουλευτικών εκλογών, επισφραγίζοντας την εκλογική νίκη της Ν.Δ. και την ιστορική ήττα του ΠΑΣΟΚ.

-Ολυμπιακή ευφορία και «επίδραση συσπείρωσης». Την περίοδο που ακολούθησε τις ευρωεκλογές (Ιούνιος – Οκτώβριος), υπήρξε περαιτέρω ενίσχυση της Ν.Δ., λόγω της κοινωνικής ευφορίας που προκάλεσαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Το γεγονός αυτό, προκάλεσε μια ιδιότυπη «επίδραση συσπείρωσης» (rally-effect) γύρω από την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό. Δεν είναι τυχαίο, ότι η παράσταση νίκης για τη Ν.Δ. καταγράφηκε τον Ιούνιο στο 76%, δηλαδή σχεδόν 20 μονάδες πάνω από την αντίστοιχη προεκλογική, έναντι μόλις 5%, υπέρ του ΠΑΣΟΚ. Ούτε βεβαίως, ότι το δίμηνο Οκτωβρίου-Νοεμβρίου η εκλογική επιρροή της Ν.Δ. είχε προσεγγίσει το 48%, ενώ η αντίστοιχη του ΠΑΣΟΚ είχε συρρικνωθεί στο 36,5%. Παράλληλα, η απόσταση πρώτου/δεύτερου κόμματος είχε εκτοξευτεί στις 11,5 μονάδες.

-Ο «πόλεμος κατά της διαπλοκής». Το τελευταίο τρίμηνο του 2004, αποτέλεσε ουσιαστικά την απαρχή του νέου κύκλου της διακυβέρνησης. Με την κήρυξη του «πολέμου κατά της διαπλοκής», η Ν.Δ. θα διατηρήσει την πρωτοβουλία κινήσεων και τον έλεγχο της πολιτικής ατζέντας. Οι πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης για διαφάνεια, καταπολέμηση της διαπλοκής και της διαφθοράς, («απογραφή», σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής για τους εξοπλισμούς, «βασικός μέτοχος»), συγκέντρωσαν, αρχικά, σημαντικά ποσοστά κοινωνικής υποστήριξης, της τάξης του 60-65%. Η επιλογή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας (12/12/04), συγκέντρωσε επίσης υψηλά ποσοστά αποδοχής (70-75%). Η εικόνα του Κ. Καραμανλή θα βρεθεί στο απόγειό της, προσεγγίζοντας στον δείκτη καταλληλότητας (Νοέμβριος 2004) και πάλι το 53%, έναντι μόλις 25% του Γ. Παπανδρέου.

Ιανουάριος – Απρίλιος 2005

Επιστροφή στην «ομαλότητα» της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Τον Ιανουάριο του 2005, η περίοδος χάριτος τερματίστηκε, το γενικό πολιτικό κλίμα επιβαρύνθηκε σημαντικά και επέστρεψε σταδιακά στην «ομαλότητα». Δηλαδή στη γενικευμένη κοινωνική ανασφάλεια και δυσαρέσκεια από τη διακυβέρνηση, που αποτελεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες, τον κανόνα για τα κόμματα εξουσίας. Πρωταρχικό ρόλο στην αλλαγή διαδραματίζει η διαδικασία της «κάθαρσης» στη Δικαιοσύνη και η κρίση στην Εκκλησία. Επίσης, η όξυνση της αντιπαράθεσης κυβέρνησης – αντιπολίτευσης (με απαρχή το ν/σ για τον βασικό μέτοχο (20/1/05), η αντιπαράθεση κυβέρνησης – Ε.Ε. (21/3/05), η εξαγγελία της νέας οικονομικής πολιτικής (29/3/05), οι αγροτικές κινητοποιήσεις κ.ά. Η μεταβολή της συγκυρίας αποτυπώνεται σε όλους τους σχετικούς δείκτες. Η κυβερνητική δημοτικότητα κάμπτεται (30%), ενώ απώλειες σημειώνονται και για τον Κ. Καραμανλή (45%).

Αυτήν την περίοδο, οι τάσεις του εκλογικού σώματος χαρακτηρίσθηκαν από τη σημαντική φθορά της Ν.Δ., τη σχετική ανασύνταξη του ΠΑΣΟΚ και την ενίσχυση του Συνασπισμού.

Συνολικά, μέσα σε έξι μήνες, η εκλογική επιρροή της Ν.Δ. υποχώρησε, από το 48% στο 43,5%. Τον Μάρτιο του 2005, έναν χρόνο μετά τις εκλογές, τα μετεκλογικά της κέρδη εξανεμίσθηκαν. Βρέθηκε κάτω από το εκλογικό της ποσοστό, αν και η απόστασή της από το ΠΑΣΟΚ διατηρήθηκε σε επίπεδο της τάξης του 4,5%.

Παράλληλα, από το φθινόπωρο του 2004 και με μοχλό τις διαδικασίες του συνεδρίου του είχε αρχίσει και η σταδιακή επανασυσπείρωση του ΠΑΣΟΚ. Τον Φεβρουάριο του 2005 η εκλογική του επιρροή επανήλθε στα επίπεδα των βουλευτικών εκλογών, 40%. Ωστόσο, το συνέδριο (3-6/3/05) δεν φαίνεται να είχε ευρύτερες ευεργετικές επιπτώσεις, καθώς τόσο η κυβερνητική ικανότητα του ΠΑΣΟΚ, όσο και η πρωθυπουργική του Γ. Παπανδρέου, υπολείπονταν της εκλογικής τους απήχησης αδυνατώντας να υπερβούν τα κρίσιμα όρια του 20% και 30%, αντιστοίχως. Σε αυτό το κλίμα, η εκλογική του επιρροή έδειξε επίσης να καθηλώνεται, σημειώνοντας (Απρίλιος 2005) και ελαφρά κάμψη, 39.5%.

Μάιος 2005 – Μάρτιος 2006

Περίοδος σταθεροποίησης του εκλογικού συσχετισμού με διακυμάνσεις. Σε αυτήν την περίοδο, η πολιτική ατζέντα μετατοπίζεται. Μέχρι το καλοκαίρι του 2005, η συγκυρία θα επικαθορισθεί κυρίως από δύο σημαντικά ζητήματα:

-Τις αλλαγές στον δημόσιο τομέα και τις εργασιακές σχέσεις, που προωθεί η κυβέρνηση, οι οποίες θα προκαλέσουν ένα περιορισμένο κύμα απεργιακών κινητοποιήσεων και

-Την απόρριψη του Ευρωσυντάγματος στο γαλλικό (29/5/05), αλλά και στο ολλανδικό δημοψήφισμα (1/6/05), που θα επηρεάσει καταλυτικά την ελληνική κοινή γνώμη. Και τα δύο αυτά ζητήματα δίχασαν πολιτικά, ιδεολογικά και κοινωνικά το ΠΑΣΟΚ. Η συνοχή του αποδυναμώθηκε σοβαρά, στον βαθμό που ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνικής του βάσης φάνηκε, αφενός, να αποδέχεται τις προωθούμενες κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις, και αφετέρου να απορρίπτει το Ευρωσύνταγμα.

Σε αυτήν την περίοδο, η κυβερνητική δημοτικότητα θα συνεχίσει την πτωτική της πορεία, αν και με βραδύτερους ρυθμούς. Το ίδιο, όμως, θα συμβεί και με τη δημοτικότητα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Στην τελευταία μέτρηση του Μαρτίου 2006, η διαφορά μεταξύ των δύο παραμένει 10% (27%, έναντι 17%). Από την άλλη πλευρά, ούτε οι σχετικές απώλειες του Κ. Καραμανλή θα τροποποιήσουν θεαματικά τον συσχετισμό ισχύος, μεταξύ των δύο πολιτικών αρχηγών. Η διαφορά μεταξύ τους, παραμένει στην πρόσφατη μέτρηση 21%, εις βάρος του Γ. Παπανδρέου (48%, έναντι 27%).

Μετά το Πάσχα του 2005, η πτωτική πορεία της εκλογικής επιρροής της Ν.Δ. επιβραδύνθηκε. Τον Μάιο, έδειξε να σταθεροποιείται στο 43,5%, ενώ η απόστασή της από το ΠΑΣΟΚ, λόγω της σχετικής υποχώρησής του, διευρύνθηκε σε 4,5% και μετά το γαλλικό δημοψήφισμα, τον Ιούνιο του 2005, σε 5,5%. Σε αυτήν τη φάση, από τις απώλειες του ΠΑΣΟΚ, τόσο τις κοινωνικές (στον χώρο των μισθωτών του δημοσίου τομέα), όσο και τις ιδεολογικές (απόρριψη του Ευρωσυντάγματος) ωφελήθηκε κυρίως ο Συνασπισμός, μέχρι τον Οκτώβριο. Από το φθινόπωρο του 2005 μέχρι σήμερα, μια σειρά από πολιτικά γεγονότα της επικαιρότητας, επέδρασαν αρνητικά ή θετικά στο πολιτικό κλίμα και αιτιολογούν τις διακυμάνσεις, που καταγράφονται στους σχετικούς δείκτες. Δεν φαίνεται, όμως, να προκάλεσαν ευρύτερης κλίμακας ανατροπές. Πρόσφατα, η υπόθεση των υποκλοπών (2/2/06) θα πλήξει σημαντικά την εικόνα της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού, ενώ η εκλογική επιρροή της Ν.Δ. θα βρεθεί στο κατώτατο σημείο της μετεκλογικής περιόδου (41,5%). Οι απώλειες αυτές, αντισταθμίστηκαν από τον πολυσυζητημένο ανασχηματισμό (14/2/06), αν και έτσι εξαντλήθηκε σε μεγάλο βαθμό και η δυναμική του.

Οι έως σήμερα τάσεις του εκλογικού σώματος

Σε ολόκληρο το β΄ εξάμηνο του 2005 και μέχρι σήμερα, οι τάσεις του εκλογικού σώματος μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:

α) Η εκλογική επιρροή της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ μεταβλήθηκαν ελάχιστα, με απώλειες και κέρδη αντιστοίχως, περίπου της μιας μονάδας.

β) Η εκλογική επιρροή του ΚΚΕ έδειξε να σταθεροποιείται από το φθινόπωρο στο 8% (2 μονάδες πάνω από το εκλογικό του ποσοστό).

γ) Από τον Οκτώβριο διαμορφώθηκε εκλογικό ρεύμα υπέρ του ΛΑΟΣ, με αποτέλεσμα η επιρροή του να αυξηθεί από 3% σε 5%, και το ίδιο να περάσει (τον Ιανουάριο) στην 4η θέση κατάταξης των κομμάτων. Ωστόσο, λόγω της αντισυσπείρωσης που προκάλεσε, στην τελευταία μέτρηση εμφάνισε κάμψη.

δ) Αντιθέτως, προς τα δύο κόμματα των «άκρων» του πολιτικού φάσματος, ο Συνασπισμός θα εμφανίσει, από τον περασμένο Οκτώβριο, κάμψη, παραμένοντας, ωστόσο, ελαφρώς πάνω από το εκλογικό του ποσοστό.

* Ο Γιάννης Μαυρής είναι πολιτικός επιστήμονας Ph.D, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή