Αντισυνταγματική η απαγόρευση

Αντισυνταγματική η απαγόρευση

3' 38" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Από την 1η Σεπτεμβρίου, έπειτα από νόμο που ψηφίσθηκε με τη συναίνεση των δύο μεγάλων κομμάτων, απαγορεύεται η δημοσιοποίηση των πολιτικών δημοσκοπήσεων. Δεν απαγορεύεται η διεξαγωγή δημοσκοπήσεων, απαγορεύεται μόνο η δημοσιοποίησή τους 15 ημέρες πριν από την ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών. Είναι αυτή η απαγόρευση συμβατή με τις βασικές ελευθερίες που κατοχυρώνει το Σύνταγμά μας; Οχι. Και αυτό για δύο θεμελιώδεις λόγους αρχής, καθώς και έναν τρίτο που σχετίζεται με την αποτελεσματικότητα της ρύθμισης.

Η πρώτη αρχή στην οποία αντιβαίνει η απαγόρευση είναι η ελεύθερη διακίνηση πληροφοριών, που αποτελεί το συστατικό στοιχείο του δημόσιου διαλόγου και της δημοκρατίας. Οι πολιτικές δημοσκοπήσεις αποτελούν πληροφορίες για τις εκτιμήσεις κάποιων ειδικών πάνω στην πρόθεση ψήφου του εκλογικού σώματος. Με ποια δικαιολογία μπορεί να απαγορευθεί η μετάδοση αυτών των πληροφορικών;

Η αφελής απάντηση που δίνεται συνήθως είναι ότι δεν πρέπει να επηρεάζεται το εκλογικό σώμα από τις δημοσκοπήσεις. Αλλά οι πληροφορίες εξ ορισμού επηρεάζουν και τις θέλουμε ακριβώς γι’ αυτό: να μας βοηθήσουν να διαμορφώσουμε τις επιλογές μας. Αλίμονο αν σε μια δημοκρατική πολιτεία η εκάστοτε εξουσία μπορεί να καθορίζει ποια πληροφορία επηρεάζει ορθά και ποια όχι τους πολίτες. Υπονοείται επίσης ότι οι εκτιμήσεις των δημοσκοπήσεων μπορεί να μην είναι ακριβείς ή, ακόμη χειρότερα, μπορεί να είναι χαλκευμένες. Αλλά εκτιμήσεις για το αποτέλεσμα των εκλογών κάνουν καθημερινά οι πάντες, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι ακριβείς ή εξυπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες. Αν το κύρος των εταιρειών δημοσκοπήσεων είναι μεγαλύτερο από αυτό των πολιτικών και αν οι εκτιμήσεις τους θεωρούνται πιο αξιόπιστες, αυτό δεν αποτελεί επαρκή δικαιολογία για την απαγόρευσή τους. Φυσικά και μπορεί να υπάρξουν περιπτώσεις απάτης ή χειραγώγησης. Εκτός, όμως, των διαφόρων νόμων που θέτουν προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή δημοσκοπήσεων (που στην Ελλάδα φθάνουν στη γελοιότητα να καθορίζουν το δείγμα ή να αποκλείουν τις τηλεφωνικές συνεντεύξεις), η μόνη εγγύηση για την αποκάλυψη της όποιας χειραγώγησης ή απάτης είναι τελικά ο ελεύθερος διάλογος και η ελεύθερη δημοσίευση κάθε δημοσκόπησης.

Το πλέον εξοργιστικό είναι ότι δεν απαγορεύεται η διεξαγωγή των δημοσκοπήσεων, αλλά μόνο η δημοσιοποίησή τους. Ετσι, τα επιτελεία των κομμάτων ή όποιος πολίτης διαθέτει οικονομικά μέσα μπορούν να έχουν πληροφορίες για την πρόθεση του εκλογικού σώματος και να δρουν αναλόγως, η μεγάλη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος όμως παραμένει στο σκοτάδι. Η διάκριση μεταξύ πολιτών που διαθέτουν πληροφορίες και άλλων που δεν έχουν πρόσβαση σε αυτές είναι ό,τι πιο διαστροφικό μπορεί να υπάρξει σε μια δημοκρατία και προσβάλλει βάναυσα την αρχή της ισότητας, ιδιαίτερα σε ένα ζήτημα που σχετίζεται με την εκλογική διαδικασία. Η παραβίαση της ισότητας είναι, συνεπώς, ο δεύτερος θεμελιώδης λόγος αρχής που καθιστά την απαγόρευση απαράδεκτη.

Η Γαλλία αντιμετώπισε στο παρελθόν το παράλογο αυτής της απαγόρευσης. Η γαλλική απαγόρευση δεν έφτανε σε 15 ημέρες πριν από τις εκλογές, αλλά στη μία εβδομάδα. Η διάταξη παραβιάσθηκε από κάποιον εκδότη, ο οποίος τιμωρήθηκε. Το γαλλικό όμως Αναιρετικό Δικαστήριο (2001) έκρινε ότι η απαγόρευση είναι ασυμβίβαστη με την ελευθερία του λόγου που κατοχυρώνει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και αναίρεσε την κύρωση που είχε επιβληθεί. Μετά την απόφαση αυτήν ο νόμος τροποποιήθηκε και σήμερα η απαγόρευση ισχύει μόνο για το διάστημα 2 ημερών πριν από τις εκλογές. Ανεξαρτήτως αν και αυτή η απαγόρευση είναι προβληματική, είναι φανερό ότι υπήρξε ριζική αλλαγή στο όλο σκεπτικό της ρύθμισης, έτσι ώστε με τη σημερινή της μορφή να μοιάζει περισσότερο με την απαγόρευση των προεκλογικών συγκεντρώσεων το τελευταίο 24ωρο πριν από τις εκλογές παρά με απαγόρευση διάδοσης πληροφοριών.

Οι Γάλλοι ήταν οι πρώτοι που κατάλαβαν ότι, πέρα από τα ζητήματα αρχής, η απαγόρευσή τους ήταν και τελείως αναποτελεσματική. Και αυτό γιατί από τους τηλεοπτικούς σταθμούς του Βελγίου μεταδίδονταν τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων μέχρι και την τελευταία στιγμή πριν από τις εκλογές. Σήμερα μάλιστα που υπάρχει το Διαδίκτυο δεν χρειάζεται καν να προσφύγει κανείς σε ξένους τηλεοπτικούς σταθμούς. Αρκεί να ανοίξει τον υπολογιστή του για να παρακάμψει, νόμιμα, την απαγόρευση. Πρόκειται, επομένως, για μια απαγόρευση που καταντά αστεία και το μόνο που καταφέρνει είναι να θεσπίζει μιαν ακόμη διάκριση μεταξύ των πολιτών που διαθέτουν πρόσβαση στο Διαδίκτυο και των υπολοίπων.

Θεωρώ, τέλος, ότι στη σημερινή συγκυρία της προεκλογικής περιόδου των 29 μόλις ημερών, και μάλιστα σε περίοδο θερινών διακοπών, η απαγόρευση δημοσιοποίησης των δημοσκοπήσεων για 15 ολόκληρες ημέρες πριν από τη διεξαγωγή των εκλογών είναι ακόμη πιο βάναυση. Η συμμόρφωση λοιπόν του Τύπου με την παράνομη αυτή απαγόρευση αποτελεί τη μεγάλη πρόκληση των ημερών.

* Ο κ. Σταύρος Τσακυράκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή