Δηλωσίες, αντιήρωες σε εποχή ηρώων

Δηλωσίες, αντιήρωες σε εποχή ηρώων

9' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μία -αμόρφωτη- το είπε έτσι: «Ηταν σαν να τους έδινες βόλια να σκοτώσουν τους δικούς σου». Μία -μορφωμένη- το είπε έτσι: «H υποταγή σου συμβόλιζε την υποταγή της ομάδας. Ηταν για μας θέμα αξιοπρέπειας, θέμα τιμής».

Και οι δύο εξήγησαν (στην έρευνα της ιστορικού Τασούλας Βερβενιώτη) το ίδιο πράγμα: Γιατί δεν υπέγραψαν δήλωση. Οι μαρτυρίες τους εκφράστηκαν, διατηρήθηκαν και προβλήθηκαν. Ηταν η επιβεβαίωση στο ηρωικό κομμάτι του ηττημένου, που ηθικά ένιωθε (ήταν) δικαιωμένος. Αυτό χώρεσε στην Ιστορία, είναι η Ιστορία. Είναι;

Το κομμάτι που δεν χώρεσε στην επίσημη Ιστορία είναι επίσης μεγάλο. Μεγαλύτερο από το ηρωικό. Και πιθανόν εξίσου ηρωικό: Οι «δηλωσίες».

Λες και δεν υπήρξαν, κι ας ήταν εκατοντάδες χιλιάδων και στις τρεις φάσεις της πολύ ιδιαίτερης ελληνικής Ιστορίας των Δηλώσεων. Του Μεταξά, του Εμφυλίου και μετά, και της 7χρονης χούντας.

Αυτή η Ιστορία υπήρξε, αλλά δεν έχει καταγραφεί. Είναι χαρακτηριστική η απουσία όχι μόνο επιστημονικών ερευνών αλλά ακόμη και μαρτυριών από δηλωσίες. Το στόμα έμεινε κλειστό ακόμη και τα χρόνια της νομιμότητας. H αριστερή ιστοριογραφία ήταν αντίθετη από τη δεξιά. Αλλά συμμορφώθηκε πλήρως με την παραδοσιακή αντίληψη περί προτεραιοτήτων. Ηρωες, μάχες, ατυχία, ηθική. Πουθενά ο άνθρωπος, μόνο «άκου ανθρωπάκο· να ψαρώνεις»…

Χαρακτηριστική της προσπάθειας λήθης είναι και η χρήση των αριθμητικών δεδομένων. Π.χ στις επίσημες (κομματική αδεία) μαρτυρίες ο αριθμός των γυναικών – δηλωσιών με τις μη δηλωσίες (όταν σπανίως γίνεται αναφορά) περίπου εξισούται, η Τασούλα Βερβενιώτη, στα αρχεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού βρήκε μεγάλες αποκλίσεις. Στην επίσημη (κομματικά) μαρτυρία ο αριθμός των γυναικών μη-δηλωσιών στη Μακρόνησο ταυτίζεται με τον αριθμό που δίνουν τα αρχεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού (ΔΕΣ). Αντίθετα για τις δηλωσίες ο ΔΕΣ δίνει τριπλάσιο αριθμό από τη μαρτυρία. (Για το κολαστήρι της Μακρονήσου, ο ιστορικός Δημήτρης Λιβιεράτος θεωρεί πως το ποσοστό μπορεί και να ξεπέρασε το 90%).

Ασήκωτο βάρος

Γιατί ήταν τέτοιο το βάρος της «δήλωσης» στην Ελλάδα, ώστε να χρησιμοποιηθεί από την εξουσία και να τσακίσει τόσους αγωνιστές; «Για πάρα πολλούς μήνες περπάταγα με τα μάτια χαμηλωμένα για να μην τυχόν αντικρίσω κανένα βλέμμα συντρόφου μου, που θα με έφτυνε με το ύφος του», γράφει στην αυτοβιογραφία της η Καλή Καλό – η μοναδική μαρτυρία στην Ελλάδα.

Η Τασούλα Βερβενιώτη (ιστορικός) εκτιμά πως στους προφανείς λόγους ηθικής και ιδεολογίας επέδραμε ένας ακόμη, πολύ σημαντικός: η ελληνική κοινωνία ήταν αγροτική κοινωνία. Με κυρίαρχη αξία τη συλλογικότητα, όπου το ιδεώδες της τιμής ένωνε το άτομο με την ομάδα: οικογένεια, χωριό, έθνος. Και το κόμμα ήταν για μεγάλη μερίδα του κόσμου του πρώτα και πάνω απ’ όλα μία κορυφαία συλλογικότητα. Οταν, τη δεκαετία του ’60, η αγροτική – πατριαρχική κουλτούρα είχε ατονήσει, στη διάρκεια της χούντας, το θέμα της δήλωσης δεν είχε την ίδια «αξία».

(Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το KKE σε συγκεκριμένη στιγμή επέβαλε στη σύζυγο να χωρίζει τον σύζυγο, αν ο τελευταίος είχε υπογράψει δήλωση – πρακτική εντελώς προβιομηχανικών σχέσεων. Ούτε είναι επίσης τυχαίο ότι η μεταξική δικτατορία, αλλά και η μετεμφυλιακή Δεξιά δεν κατέτρεχαν μόνο τον αριστερό αλλά και τα μέλη της οικογένειάς του μέχρι «τρίτου βαθμού και άνω της ηλικίας των 16». Περίπου φυλετική «αρρώστια» ο κομμουνισμός!)

Ωστόσο, οι δηλωσίες του Μεταξά ήταν αυτοί που στήριξαν το EAM, ενώ ειδικά στην Πελοπόννησο, σύμφωνα με την έρευνα του συγγραφέα Παντελή Μούτουλα, σε αρκετές περιπτώσεις πρωτοστάτησαν στην Αντίσταση – με χαρακτηριστική την περίπτωση της «Νέας Φιλικής Εταιρείας» στη Μεσσηνία. Μην ξεχνάμε και τον δηλωσία επί Μεταξά Αρη Βελουχιώτη -ο οποίος το πλήρωσε μόλις το ’45 από τους συντρόφους του- αλλά και τις γκρίζες ζώνες στις περιόδους φυλάκισης του Νίκου Ζαχαριάδη.

Μετά τον Εμφύλιο, η ΕΔΑ απεγκλωβίζοντας τους ηττημένους από τη σκληρή γραμμή του KKE δεν έκανε διάκριση σε δηλωσίες και μη. Το παρελθόν είχε παραγραφεί. Αλλά δεν είχε ομολογηθεί.

Η ντροπή και η προδοσία δεν κρίνονταν αρνητικά μόνο από τα μέλη του KKE, αλλά και από τους πολιτικούς αντιπάλους. O δηλωσίας ήταν, πριν απ’ όλα, κοινωνικά στιγματισμένος. Ετσι, όπως θα συμπεράνει η Τασούλα Βερβενιώτη, «οι δηλωσίες, λόγω του δύστοκου κοινωνικού κλίματος, επέλεξαν τη βία της σιωπής αντί να καταγγείλουν το τραύμα του ηθικού εξευτελισμού που τους υπέβαλαν».

«Είχαν και το σώμα είχαν και την ψυχή»

Δεν ακούει καλά. Για να είμαστε ακριβείς πρέπει να σκύψεις στο δεξί του αυτί και να μιλήσεις αργά, καθαρά και σιγά. «Από το ξύλο στο Γουδί μού έμεινε» λέει. Ηταν όταν υπέγραψε την πρώτη δήλωση ότι δεν είχε καμία σχέση με τον κομμουνισμό.

Αντιήρωας με τα όλα του… Ή πραγματικός ήρωας; Ποιος το αποφασίζει; Το KKE; Οι παλιοί σύντροφοι; O… Λέρμοντοφ;

Τους βλέπει ακόμη. Απογεύματα κοντά στην Ομόνοια. Στα «γραφεία»… Μελώνει το στόμα του σαν να λέει «εμείς». Μόνο που αυτό το «εμείς» το στερήθηκε για χρόνια. «Ναι, είμαι δηλωσίας». H γυναίκα του που το ακούει ανησυχεί: «Σταμάτα, άναψες, κοκκίνησες, τι ενδιαφέρουν τώρα αυτά. Εμείς ξέρουμε, δεν σου φτάνει;»

Οχι δεν του αρκεί. H κόρη του, βιοχημικός στην Αγγλία, γελάει αμήχανα. «Ασ’ τον μαμά. Αφού θέλει να τα βγάλει». Πάντως είναι ίσως ο πρώτος που το κάνει…

Σχεδόν έφηβος βρέθηκε από τη Ζάκυνθο στο Νταχάου. Και μετά, όταν οι Ρώσοι («ο Κόκκινος Στρατός» διορθώνει) τον άφησαν ελεύθερο, έμεινε μόνος του να περιφέρεται στο Μόναχο. Ελεύθερος, αλλά μόνος. Χρειάστηκε να περπατήσει επτά μήνες για να φτάσει στο νησί του! Πέρασε πεζή την Αυστρία, τη Γιουγκοσλαβία και την εφηβεία.

«Τυχαία» στο Νταχάου

«Με λένε Μπόγια. Να το γράψεις». Τρεις δηλώσεις, «ναι, δεν άντεξα το ξύλο» λέει, αλλά δεν ήταν ακριβώς έτσι. Δεν ήταν ποτέ τόσο κοντά όσο θα ήθελε στην «ιδέα» (στο σύστημα) ώστε να αντέξει. Αν ήταν, ποιος ξέρει…

Γεννήθηκε το 1925 στη Ζάκυνθο. O πατέρας αριστερός, αλλά δεν ήταν αυτή η αιτία που βρέθηκε στο Νταχάου. «Κάποιος έκοψε τα τηλεφωνικά καλώδια και μάς μάζεψαν τυχαία σε μπλόκο οι Γερμανοί». Αυτό το «τυχαία» δεν θα το ξεχάσει. Θα του ξανασυμβεί, τη δεύτερη φορά για Μακρόνησο. (Σοβαρή ένδειξη ότι οι στατιστικές, οι απλουστεύσεις και οι σελίδες ιστορίας δεν αφήνουν χώρο γι’ αυτό που έγινε τότε. Απρόβλεπτο, χαοτικό και δυσερμήνευτο.)

Στη Ζάκυνθο έσπευσε στην ΕΠΟΝ. Αλλά παρεξηγήθηκε με κάποιον «κομματικό»: «Είχαν αφήσει οι Γερμανοί κάτι πυροβόλα, κινούμενα, με ρόδες. Τα γερμανικά λάστιχα ήταν πρώτης ποιότητας. Τα παίρναμε και τα κάναμε σόλες στα παπούτσια. Δωρεάν. Αλλά η ηγεσία αποφάσισε να τα πληρώνουμε με λάδι. Πήγα στην πόλη και είδα τον υπεύθυνο. Του διαμαρτυρήθηκα. Δηλαδή, ανισότητες; Κι όποιος δεν είχε λάδι;»

Η πρώτη φορά

Λύση στη διαμάχη έδωσε ο… στρατός. «Με κάλεσαν στο Ναυτικό όπως όλους τους νησιώτες. Αλλά μέχρι να πάω με είχαν «γυρίσει» στον Στρατό. Κάθισα στην Κόρινθο 18 μήνες και τον Νοέμβρη του 1948 βρέθηκα στο Γουδί. Με το που μπήκα άρχισε το ξύλο. «O φάκελός σου λέει ότι είσαι κουμουνιστής» – δεν είμαι ρε παιδιά, αλλά πού αυτοί, ξύλο».

Τον φώναξαν να υπογράψει. Το έκανε. Υστερα από αυτό, βρέθηκε αντικαταστάτης του οδηγού του συνταγματάρχη Στυλιανού Σκοπελίτη. «Βενιζελικός και καλός ανθρωπος. Με συμπάθησε και η οικογένειά του, η γυναίκα του και η κόρη του. Μέχρι που μια μέρα, όταν γύρισα με μάζεψαν στην απομόνωση. Πάλι ξύλο. Για να ομολογήσω ότι πούλαγα λαθραία πετρέλαιο και άλλα υλικά. Με είχε καταγγείλει «ένας πολίτης» που με είδε «κάπου στο Μοναστηράκι». Τελικά, αυτός ήταν ο συνεργάτης του προηγούμενου οδηγού που έκανε όντως λαθρεμπόριο. Αλλά μου κόλλησαν πάλι και το «κουμμουνιστής» και άντε να βρεις το δίκιο σου. Το πειθαρχείο στο Γουδί ήταν 1,5×1,5 μέτρα. Υγρό και κρύο. Κάθε λίγο έμπαινε ο λοχαγός Ν.Σκ. με μερικούς και άρχιζε το ξύλο. Για 27 μέρες. Μου ζήτησαν νέα δήλωση. Την έκανα. Την άλλη μέρα μαζί με καμιά 20αριά άλλους μάς είπαν ότι πάμε Μακρόνησο. Αλλοι δηλωσίες, άλλοι όχι. Ομως όλων το αίμα είχε το ίδιο χρώμα από το ξύλο: μαύρο».

Αλλά, κάποιοι άντεξαν: «Ναι, άντεξαν. Και κάποιοι όχι. Λοιπόν; Είναι απόδειξη ότι αγαπούσα λιγότερο τον αγώνα ή ότι μισούσα λιγότερο αυτό που συνέβαινε στην πατρίδα;»

Τους πήγαν στον σταθμό Λαρίσης, βράδυ, για να τους μεταφέρουν το πρωί με το τρένο στο Λαύριο. Κι εκεί ξύλο. «Μαζί μας ήταν κι ένας Κρητίκαρος, ο Σκυλουράκης. Το βράδυ στο σταθμό, όταν άρχισαν πάλι να μας χτυπάνε εγώ δεν άντεξα, φώναζα. Είχα υπογράψει, τι άλλο ήθελαν; Είχαν και το σώμα είχαν και την ψυχή. Αυτοί τίποτα. Τότε πετάχτηκε ο Σκυλουράκης και τους είπε: Βαράτε εμένα ρε… Και τον χτύπησαν. Ολο το βράδυ».

Στη Μακρόνησο

Στο καράβι προς Μακρόνησο ο «ανανήψας» ανθυπολοχαγός που τους παρέλαβε για να τους συνοδεύσει άρχισε το «κήρυγμα. «Υπογράψτε μόλις πάτε, γιατί εκεί είναι η Κόλαση. Ξεχάστε ό,τι ξέρατε». Μόλις φτάσαμε, εγώ δήλωσα ότι θα υπογράψω. Ακόμη δεν θα ξεχάσω το βλέμμα του Σκυλουράκη. Εφαγε τόσο ξύλο για χάρη μου. Αυτός δεν υπέγραψε. Εγώ στο 2ο τάγμα Σκαπανέων, αυτός στο άλλο. Μετά μπορεί και στο «Σύρμα». Εκεί σκότωναν. H συμμορία Λαμπριάκου, Καραφωτιά και Πλιάγκα. Γράψ’ τα αυτά τα ονόματα, είναι ιστορία. Ολοι ήταν «ανανήψαντες» και γι’ αυτό πιο σκληροί. Τον Καραφωτιά τον πέτυχα μετά θυρωρό στα γραφεία της EPE κοντά στο Σύνταγμα. Μετάνιωσα που δεν τον σκότωσα, αλλά δεν σταμάτησε το τρόλεϊ. Πάντως, τον Πλιάγκα τον σούβλισε μετά τον πόλεμο με τσουγκράνα ένας συγχωριανός του».

Ο Γιώργος Μπόγιας θυμάται και τον στρατηγό Πυριόχο: «Εμάς τους «ανανήψαντες» μάς έβαζαν πολλές φορές, αν έφερναν κάποιο γνωστό μας ή συγχωριανό μας να πέσουμε από δίπλα για να τον πείσουμε. Ακουσαν λοιπόν ότι ήρθε ο στρατηγός Πυριόχος που ήταν από τη Ζάκυνθο και μ’ έβαλαν δίπλα του. Αλλά τι να πω εγώ σε κοτζάμ στρατηγό; Μια κουβέντα πήγα να πιάσω και δεν με άφησε: «Για άκου δω», μου είπε. «Πολέμησα στη Μικρά Ασία και στην Αλβανία. Παρασημοφορήθηκα για να μου πουν τούτοι εδώ αν είμαι Ελληνας;» Τον χαιρέτησα κι έφυγα. Μερικές μέρες μετά, με ξαναφώναξαν πως με θέλει ο στρατηγός. Ηταν αγνώριστος από το ξύλο. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Μου έκανε νόημα με το χέρι να υπογράψει και έπεσε… Χάθηκε κι αυτός».

Ποιοι τον κατέδωσαν

Στο διάστημα αυτό ήταν κάτι σαν «ορντινάτσα» του «επιτρόπου, ένας εισαγγελέας ήταν αλλά είχε αποσπαστεί εκεί. Ράντο τον έλεγαν. Αυτός μία φορά τον μήνα πήγαινε στην Αθήνα με τις δικογραφίες για τον Μπαϊρακτάρη στη B 11 του υπουργείου Εθνικής Αμυνας. Μου φερόταν καλά. Μια μέρα που τον πήγα μέχρι το καράβι, γύρισα στο γραφείο του. Και τότε σκέφτηκα να ψάξω τον φάκελό μου. Ποιος με είχε καταδώσει. Τον βρήκα. Ηταν δύο κατακάθια της Ζακύνθου. O ένας δωσίλογος κι ο άλλος του ποινικού δικαίου, τον είχε καταδικάσει και λαϊκό δικαστήριο. Κατάλαβες; Αυτοί ήταν οι άνθρωποι του καθεστώτος. Αυτούς πλήρωσα».

Το 1950, ο Γ. Μπόγιας βρίσκεται στην Αθήνα. Ελεύθερος, άνεργος και φοβισμένος. «Ούτε λόγος να γυρίσω στη Ζάκυνθο. Αν με ξαναέπιαναν; Οπου κι αν πήγα άκουγαν Μακρονησιώτης και μ’ έδιωχναν σαν σκυλί. Ξαναέψαξα τον Ράντο. Ηταν δικαστής στην Πάτρα, αλλά τον βρήκα στην Αθήνα. Πάλι με βοήθησε. Με έστειλε σε έναν φούρνο στη Θεμιστοκλέους. Με έδιωξαν λίγο μετά όταν έμαθαν. Από πού, πες μου εσύ… Τελικά βρήκα με τη βοήθεια ενός δικηγόρου που ήταν Μακρονησιώτης (ανθυπολοχαγός ανανήψας) ένα πλυντήριο ρούχων στις Τρεις Γέφυρες. Το είχε ένας Πάγκαλος. Αλλά τον έπιασαν κι αυτόν επειδή διάβαζε τη «Μάχη» της ΕΔΑ».

Φοβάται ακόμη…

Εμεινε στην Αθήνα. Εκανε πολλά χρόνια να πάει στη Ζάκυνθο. Πάρα πολλά. Κι ακόμη και σήμερα φοβάται: «Θα ξανάρθουν οι κακές στιγμές. Πάντα έτσι γίνεται. Οι Αμερικανοί δεν το ‘χουν σε τίποτα να μας κάνουν Ιράκ». Αν και δηλώνει «Σημιτικός» οι απόψεις του θυμίζουν αυτολεξεί τα κύρια άρθρα του «Ριζοσπάστη». Σήμερα υποστηρίζει ότι η δήλωση «ήταν κομματική γραμμή» (η μνήμη πάντα είναι επιλεκτική και δημιουργική).

Μόνο στο τέλος της συζήτησης αποκάλυψε πως το «Μπόγιας» δεν είναι το πραγματικό του όνομα, αλλά το παρατσούκλι του στη Ζάκυνθο, τότε… Ολοι τον ξέρουν και θα καταλάβουν ποιος είναι. Αλλά όχι οι άλλοι. «Ποτέ δεν ξέρεις. Να μην τραβάνε τα εγγόνια μου επειδή εγώ είμαι αριστερός».

Και γιατί αποφάσισε να πει ότι είναι δηλωσίας; «Κάποιος έπρεπε». Για τους χιλιάδες αντιήρωες του καιρού τους. Που υπέγραψαν και δεν ξαναμίλησαν.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή