Το σύνθημα ήταν τα κόκκινα μαντίλια

Το σύνθημα ήταν τα κόκκινα μαντίλια

4' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

H σχέση του Αλκη με τον «νονό», οι υψηλές γνωριμίες της φυλακής, οι ξέγνοιαστες μέρες στο Κιάτο και μια πλαστική επέμβαση προσώπου (που ουδέποτε πραγματοποιήθηκε) αποτελούν άγνωστες πτυχές του πρώτου σχεδίου απόδρασης των Αλκέτ Ριζάι και Βασίλη Παλαιοκώστα από τις φυλακές Κορυδαλλού, σχέδιο που επανέλαβαν σχεδόν τρία χρόνια μετά την πρώτη τους από αέρος απόδραση.

Οσα περιγράφονται στο βούλευμα του συμβουλίου Εφετών Πειραιώς με το οποίο παραπέμπονται σε δίκη 13 άτομα για την υπόθεση της πρώτης απόδρασης αποκαλύπτουν τις παραμέτρους ενός άρτια οργανωμένου σχεδίου απόδρασης. Τα μέρη στα οποία κατέφυγαν οι δραπέτες, το δίκτυο των ανθρώπων που συμμετείχαν στην επιχείρηση απελευθέρωσης και τις μεθόδους στρατολόγησής τους από σωφρονιστικά καταστήματα της χώρας.

«Η πρώτη κίνηση που θα οδηγούσε στην απόδραση», αναφέρεται στο βούλευμα, «ήταν η γνωριμία του Βασίλη Στεφανάκου (κατηγορείται ως ο ηθικός αυτουργός της απόδρασης) με τον Σπύρο Δραβίλα (φέρεται ως ο ένας εκ των «αεροπειρατών») που έγινε μέσα στις φυλακές, όταν ήταν και οι δύο κρατούμενοι». Ο Δραβίλας, που επίσης είχε αποδράσει από τη φυλακή παραβιάζοντας ολιγοήμερη άδεια, «νοίκιασε ένα πολυτελές διαμέρισμα στην περιοχή της Δραπετσώνας και η οικονομική του άνεση ήταν εμφανής, καίτοι δεν εργαζόταν ούτε είχε επαφές με τους γονείς του».

Ο μέχρι σήμερα καταζητούμενος Αλβανός Papa Panajot από κοινού με τον Δραβίλα έφεραν σε πέρας την αεροπειρατεία του ελικοπτέρου: «Το αναγνωριστικό σύνθημα μεταξύ των επιβαινόντων στο ελικόπτερο και των δραπετών ήταν ότι κουνούσαν κόκκινα μαντίλια, προκειμένου να δώσουν σήμα ότι αυτοί είναι οι δύο που θα επιβιβαστούν στο ελικόπτερο».

Για εντυπωσιασμό

Από τη δικογραφία προκύπτει ότι τις έρευνες των αρχών για τον εντοπισμό των δύο δραπετών «επιτάχυνε» ανώνυμη επιστολή που στάλθηκε στην αστυνομία από τη Λάρισα μαζί με ένα CD με ηχογραφημένες συνομιλίες. Στην επιστολή ως εμπνευστής και χρηματοδότης της απόδρασης αναφερόταν ο κατηγορούμενος Βασίλης Στεφανάκος, ο οποίος «επιθυμούσε να δραπετεύσει ο Ριζάι με τόσο θεαματικό τρόπο προκειμένου να εντυπωσιάσει την κοινή γνώμη και να χρησιμοποιήσει τον Ριζάι ως εκτελεστή σε συγκεκριμένους ανθρώπους – στόχους».

Σε άλλο σημείο του βουλεύματος αναφέρεται ότι «προτιμήθηκε για ουσιαστικούς και επικοινωνιακούς λόγους μαζί με τον Ριζάι να δραπετεύσει και ο Παλαιοκώστας, αφού έτσι θα ήταν πλέον μέλος της ίδιας οργάνωσης, με προοπτική να αναλάβει δράση όταν θα του το ζητούσαν και αφετέρου θα στελνόταν μήνυμα προς όλους τους φίλους και αντιπάλους ότι η συγκεκριμένη ομάδα ήταν αυτή στην οποία όλες οι υπόλοιπες θα έπρεπε να δηλώνουν υποταγή».

Προκειμένου να ελεγχθούν πληροφορίες που αναφέρονταν στην ανώνυμη επιστολή, κλιμάκιο αστυνομικών πραγματοποίησε έρευνα στο σπίτι οικογένειας στο Κιάτο Κορινθίας, όπου αποδείχθηκε ότι κατέφυγαν οι δύο κακοποιοί μετά την απόδρασή τους. «Ο Στεφανάκος» σύμφωνα πάντοτε με τα αναφερόμενα στο βούλευμα «εγκατέστησε στο σπίτι τον Ριζάι, του άφησε αρκετά χρήματα και ένα δικό του αυτοκίνητο μάρκας Mercedes». Ακολουθεί αναφορά στα μέτρα αυτοπροστασίας που λάμβανε ο Ριζάι για να αποφύγει ενδεχόμενη σύλληψη: «προέβη σε βάψιμο των μαλλιών του και σε κάλυψη με make up των κρεατοελιών που είχε στο πρόσωπο για να μην είναι αναγνωρίσιμος. Κάποια στιγμή, έγινε λόγος για να μεταβεί ο «Αλκης» (Αλκέτ) στην Αθήνα και να υποβληθεί σε πλαστική εγχείρηση στη μύτη αλλά και για να αφαιρεθούν από το πρόσωπό του δύο ελιές», κάτι που ωστόσο δεν έγινε.

Τι είπαν τα παιδιά

Εξεταζόμενοι ως μάρτυρες, τα δύο ανήλικα παιδιά της οικογένειας στο Κιάτο ανέφεραν ότι ο Ριζάι «πήγαινε προς τα βουνά της ορεινής Κορινθίας και εκεί χρησιμοποιούσε μια από τις συσκευές του ή χρησιμοποιούσε πολλές φορές συσκευές των ίδιων των παιδιών με σκοπό να μην εντοπίζεται από τις κεραίες». Ο ανήλικος γιος της οικογένειας κατέθεσε ότι «ο φιλοξενούμενος (Ριζάι) την ημέρα καθόταν στο σαλόνι αλλά κοιμόταν στο πλυσταριό, με τον παραμικρό θόρυβο έπιανε στο χέρι του μια χειροβομβίδα, ενώ είχε κι ένα μαύρο πιστόλι». Κατέθεσε ακόμα ότι «μερικές φορές τον βοηθούσε η μαμά στο βάψιμο των μαλλιών του». Τα δύο ανήλικα παιδιά κατέθεσαν ακόμα ότι η μεγαλύτερη αδελφή τους, σπουδάστρια στην Αθήνα, διέμενε στο Χαϊδάρι, στο σπίτι του «νονού» Στεφανάκου.

Στο παραπεμπτικό βούλευμα σημειώνεται ότι η υποκλοπή συνομιλιών των μελών της οικογένειας και του Αλκέτ Ριζάι (αποτυπώθηκαν σε CD) οδηγεί στο συμπέρασμα ότι «πραγματοποιήθηκε από ανθρώπους που είχε βάλει ο Στεφανάκος για να ελέγχει την κατάσταση και η οποία, άγνωστο πώς, διέρρευσε προς τρίτους. Η κυριότερη ένδειξη είναι περιστατικό στο οποίο αναφέρθηκε η σύζυγος, σύμφωνα με το οποίο αφού είχε φύγει ο Ριζάι μετέβη ο Στεφανάκος, ο οποίος σε ιδιαίτερη συνομιλία που είχε μαζί της τη ρώτησε εάν είχε ερωτικές σχέσεις με τον δραπέτη».

Σημαντική παράμετρος της απόδρασης όσο και του προφίλ του δραπέτη Αλκέτ Ριζάι αφορά πληροφορίες που παρατίθενται στο βούλευμα σχετικά με τη δολοφονία των Κωνσταντίνου Κουτελιέρη και Ιωάννη Κάτσιου, ενάμιση περίπου μήνα μετά την απόδραση. Πράξη για την οποία βαρύνεται με την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας ο Βασίλης Στεφανάκος. Η κατηγορία στηρίζεται στην κατάθεση αυτόπτη μάρτυρα που μετέφερε τον Κουτελιέρη σε σημείο συνάντησής του με τον Στεφανάκο και ο οποίος μετέφερε τα εξής: «ο Στεφανάκος είπε στον Κουτελιέρη ότι είσαι φίλος με τον Ν…, έχουμε λοιπόν πόλεμο». Ο Ριζάι κατηγορείται ότι εκτέλεσε με 11 σφαίρες τον Κουτελιέρη και με άλλη μία τον Κάτσιο, φίλο του Κουτελιέρη και παράπλευρη απώλεια όπως αποδείχθηκε στον πόλεμο της νύχτας. «Ενώ πυροβολούσε γύρναγε το κεφάλι του δεξιά και αριστερά προσέχοντας πίσω του, δείχνοντας έτσι την ψυχραιμία του και τον επαγγελματισμό του»…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή