Ο καθηγητής Μιχάλης Σταθόπουλος, ως υπουργός Δικαιοσύνης τότε, ήταν ο άνθρωπος που έβγαλε τα κάστανα από τη φωτιά προ ετών, όταν, επί κυβερνήσεως Σημίτη, καθιερώθηκε και σε μας ως ποινικό αδίκημα η σύσταση εγκληματικής οργάνωσης. Εύλογα συνεπώς επεσήμανε προχθές ότι, με την καταδικαστική απόφαση για τη Χρυσή Αυγή, δικαιώθηκε για δεύτερη φορά. Το 2001, θυμίζω, κάποιοι είχαν αποκαλέσει το νομοσχέδιό του «τρομονόμο». Και σε αυτό δεν είχε αντιταχθεί μόνον η Αριστερά: η μισή σχεδόν κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ είχε παρόμοιες αντιλήψεις, με αποτέλεσμα –πράγμα πρωτοφανές– ο νόμος να περάσει μόνο χάρη στις ψήφους της Νέας Δημοκρατίας.
Οπως είναι γνωστό, ο νόμος του 2001 εφαρμόστηκε για πρώτη φορά για τη δίωξη και καταδίκη της 17Ν. Και τότε, όπως και τώρα, είχαν απορριφθεί οι ενστάσεις για τη δήθεν αντισυνταγματικότητά του. Το 2010 πέρασε επιτυχώς και το τεστ του Στρασβούργου. Παρά ταύτα, το 2012, όταν υποστηρίχθηκε η άποψη ότι και η Χρυσή Αυγή πρέπει να αντιμετωπιστεί ως εγκληματική οργάνωση, υπήρξαν και πάλι αντιδράσεις. Προς τιμήν τους, από τον χώρο της ευρύτερης Αριστεράς, μόνον ο Δημήτρης Ψαρράς, στην «Εφημερίδα των Συντακτών», και ο καθηγητής Δημ. Χριστόπουλος τάχθηκαν ανοιχτά υπέρ εκείνης της άποψης. Και χρειάστηκε να δολοφονηθεί ο Παύλος Φύσσας, ένα χρόνο αργότερα, για να ασκηθεί δίωξη κατά του Ν. Μιχαλολιάκου και των άλλων μελών της Χρυσής Αυγής, για σύσταση, ένταξη και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, από έναν θαρραλέο εισαγγελέα, τον κ. Χαρ. Βουρλιώτη.
Πού οφείλονται οι συνεχιζόμενες αντιδράσεις κατά του αδικήματος αυτού; Πώς εξηγείται η ηπιότερη μεταχείρισή του στον νέο Ποινικό Κώδικα (του 2019); Μήπως και η κατάργηση της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων, ως παρεπόμενης ποινής, συνδέεται με τις επιφυλάξεις που γεννά η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης;
Για να απαντηθούν τα ανωτέρω ερωτήματα, θα πρέπει προηγουμένως να ξεκαθαριστεί ποιο είναι το στοιχείο εκείνο του νέου αδικήματος που προκαλεί τις ισχυρότερες αντιδράσεις. Το στοιχείο αυτό, λένε οι ποινικολόγοι, είναι ο «πραγματοπαγής» χαρακτήρας αυτής της οργάνωσης, που τη διακρίνει από εκείνες που είναι δομημένες γύρω από την προσωπικότητα ενός ηγέτη, όπως οι απλές συμμορίες. Επιπλέον, η εγκληματική οργάνωση πρέπει να είναι «επιχειρησιακά» δομημένη και η δράση της να είναι «διαρκής». Ολα αυτά σημαίνουν προπάντων ότι, αν το δικαστήριο πεισθεί ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει συσταθεί εγκληματική οργάνωση, δεν χρειάζεται για τη θεμελίωση της ενοχής να αποδειχθεί ότι ο Χ/Μιχαλολιάκος είχε δώσει ρητή εντολή στον Ψ/Ρουπακιά να εκτελέσει το Φ/θύμα· αρκεί να προκύψει πέρα από κάθε αμφιβολία ότι ο πρώτος είναι αρχηγός και ο δεύτερος απλό έστω μέλος της οργάνωσης. Οπως έχει υποστηριχθεί, κάθε ξεχωριστό μέλος δεν χρειάζεται να γνωρίζει τα καθήκοντα των άλλων μελών· αρκεί, δρώντας ατομικά ή συλλογικά, όλοι μαζί, να αποβλέπουν στο να ενισχύσουν την αποτελεσματικότητά τους.
Είναι προφανές ότι, με αυτά τα χαρακτηριστικά, η απόδοση ευθυνών σε συγκεκριμένα άτομα για την εγκληματική δράση μιας οργάνωσης διευκολύνεται σημαντικά. Διότι, για τη δίωξη του Χ αρχηγού ως ηθικού αυτουργού δεν χρειάζεται να αποδειχθεί το κρίσιμο τηλεφώνημά του προς τον Ψ εκτελεστή και αυτουργό. Δεν ισχυρίζομαι ότι η εξάρθρωση της 17Ν και τώρα της Χρυσής Αυγής θα ήταν αδύνατη με τα εργαλεία του παραδοσιακού ποινικού δικαίου. Απλώς διατείνομαι ότι χωρίς τον νόμο του 2001 θα ήταν ακόμη πιο χρονοβόρα και πάντως πολύ δυσχερέστερη.
Δύο ειδών είναι οι ενστάσεις που εγέρθηκαν κατά των ανωτέρω: από τη μια, υποστηρίχθηκε ότι, με την έννοια της εγκληματικής οργάνωσης, καθιερώνεται μια μορφή συλλογικής ευθύνης. Γιατί ο φρουρός των κεντρικών γραφείων της οργάνωσης, ο οποίος διώκεται ως απλό μέλος, δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζει ότι ο «συναγωνιστής» του, στην άλλη άκρη της Ελλάδας, ξυλοκοπά μέχρι θανάτου μετανάστες. Την ένσταση αυτή νομίζω ότι θα μπορούσε να προβάλει και ένας φιλελεύθερος νομικός, χωρίς να είναι απαραιτήτως αριστερός.
Από την άλλη, η Αριστερά εναντιώνεται στο νέο αδίκημα για πολιτικούς λόγους. Διότι φοβάται ότι, αργά ή γρήγορα, οι αντίπαλοί της θα το χρησιμοποιήσουν εναντίον της. Η εποχή –υποστηρίζουν– που οι πολίτες διώκονταν στη χώρα μας για τα φρονήματα και όχι για τις πράξεις τους δεν απέχει πολύ. Και μας θυμίζουν ότι, στη δεκαετία του 1950 αν όχι και του 1960, θύματα του εγκλήματος γνώμης δεν ήταν μόνον οι κομμουνιστές, αλλά και οι συγγενείς, οι φίλοι τους, καθώς και οι λεγόμενοι «συνοδοιπόροι».
Σε νομικό επίπεδο, νομίζω ότι και οι δύο αυτές ενστάσεις μπορούν εύκολα να αντικρουστούν. Διότι είναι προφανές ότι, αναγκαία προϋπόθεση για να εφαρμοσθεί εναντίον συγκεκριμένων προσώπων το άρθρο 187 Π.Κ. είναι «ενεργός» ένταξη, δηλαδή αποδεδειγμένη δράση. Κάτι που μόνος αρμόδιος να το εξακριβώσει είναι, σε τελευταία ανάλυση, ο ανεξάρτητος και αμερόληπτος δικαστής. Εκτός αν κάποιοι πιστεύουν ότι δεν υπάρχουν στη χώρα μας δικαστές που να μπορούν να κρίνουν απροκατάληπτα μια τόσο φορτισμένη υπόθεση. Μα είναι ποτέ δυνατόν σήμερα, με ζωντανό το παράδειγμα του Μιχαήλ Μαργαρίτη και της Μαρίας Λεπενιώτη, να υποστηρίζονται σοβαρά τέτοιες απόψεις;
Πολιτικά, η αντίκρουση είναι ακόμη ευχερέστερη: η ανοχή ταγμάτων εφόδου δεν είναι ένδειξη της δύναμης, αλλά της αδυναμίας μιας δημοκρατίας. Επαναλαμβάνω: δεν μιλάμε για τον διαδηλωτή που «ξεφεύγει», ούτε για τον έφηβο που παρεκτρέπεται, αλλά για τη βία ως αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής δράσης μιας συλλογικότητας.
Μια τελευταία λέξη και για την κατάργηση της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων. Δίχως άλλο, το άρθρο 59 του παλαιού Π.Κ., έτσι όπως ήταν διατυπωμένο, έπρεπε να αλλάξει. Διότι επέβαλλε την αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, και μάλιστα εφ’ όρου ζωής, όλων όσοι καταδικάζονταν σε ισόβια, ανεξάρτητα από το αδίκημα που είχαν διαπράξει. Με άλλα λόγια, δεν εμπιστευόταν για αυτό το θέμα τον δικαστή. Από αυτό το σημείο, εν τούτοις, έως την πλήρη κατάργηση της στέρησης ως παρεπόμενης ποινής η απόσταση είναι μεγάλη. Το να μπορούν οι χρυσαυγίτες, αν και έγκλειστοι, να θέτουν υποψηφιότητα στις εκλογές νομίζω ότι θα συνιστούσε κραυγαλέα ανακολουθία για το δικαιικό μας σύστημα. Το ίδιο και η μη έκπτωσή τους, αν τυχόν είχαν τη βουλευτική ιδιότητα. Από αυτή την άποψη, νομίζω ότι ο κ. Στ. Κοντονής είχε δίκιο. Ενας νέος νόμος, που θα ισχύσει βέβαια για το μέλλον, θα πρέπει το ταχύτερο να αντιμετωπίσει αυτήν την τόσο εξευτελιστική για τη Δημοκρατία μας αντινομία.
Συνοψίζω: όσοι εναντιώνονται στον χαρακτηρισμό ως εγκληματικών οργανώσεων μορφωμάτων όπως η Χρυσή Αυγή, δηλαδή ομάδων που ως «υπαρξιακό» χαρακτηριστικό τους είναι η χρήση βίας, δεν έχουν πειστικά επιχειρήματα. Εγγύηση για την αποτροπή καταχρήσεων αποτελεί ο ανεξάρτητος και αμερόληπτος δικαστής, στον οποίο, όπως προβλέπει το Σύνταγμα, θα πρέπει επιπλέον να δοθεί η δυνατότητα να θέτει εκποδών από το πολιτικό παιχνίδι όσους καταδικάζονται αμετάκλητα για ορισμένα αδικήματα. Και για αυτό όμως θα πρέπει κάποιος να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά.
* Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η Χρυσή Αυγή, τα κάστανα και η φωτιά
5' 14" χρόνος ανάγνωσης