Το θέμα των ευρωπαϊκών κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας βρίσκεται πλέον στο τραπέζι. Αλλά μάλλον θα πρέπει να κρατάμε μικρό καλάθι, τουλάχιστον για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 10-11 Δεκεμβρίου. Οι λόγοι είναι πολλοί.
Πρώτον, γιατί η Ε.Ε. δύσκολα και συνήθως πολύ αργά καταλήγει σε συγκεκριμένες αποφάσεις στα μεγάλα θέματα εξωτερικής πολιτικής, λόγω διαφορετικών συμφερόντων και προσεγγίσεων των χωρών-μελών, καθώς και της απαραίτητης ομοφωνίας σε αυτά τα θέματα. Ο ευρωπαϊκός οικονομικός γίγαντας παραμένει ακόμη πολιτικός νάνος. Και η ατζέντα του επόμενου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου είναι πολύ φορτωμένη, επίσης εξαιρετικά δύσκολη.
Δεύτερον, γιατί η Τουρκία είναι μια χώρα με σημαντικό γεωστρατηγικό βάρος, μεγάλο στρατό, οικονομικό μέγεθος και ταυτόχρονα είναι η χώρα που φιλοξενεί σήμερα περίπου τέσσερα εκατομμύρια πρόσφυγες και αποτελεί κεντρικό διάδρομο διεθνών μεταναστευτικών ροών. Η επιθετική πολιτική σε πολλά μέτωπα του αυταρχικού καθεστώτος Ερντογάν έχει σίγουρα ενοχλήσει τις χώρες-μέλη της Ε.Ε., άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο. Και η ανάγκη να εκφράσει η Ε.Ε. συνολικά την αλληλεγγύη της σε χώρες-μέλη που υφίστανται άμεσα την τουρκική επιθετικότητα, συγκεκριμένα η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία, δεν είναι διόλου αμελητέα. Αλλά αρκετοί, με πρώτη τη Γερμανία αλλά και άλλες χώρες, φαίνεται να πιστεύουν ότι δεν έχει εξαντλήσει η Ευρώπη τα περιθώρια διαλόγου με την Τουρκία. Αρα, δεν είναι έτοιμοι ακόμη να κλείσουν την πόρτα με την επιβολή ουσιαστικών κυρώσεων. Συμβολικών, πιθανόν ναι, για να σταλεί ένα ακόμη μήνυμα και να κερδίσει η Ευρώπη χρόνο.
Αλλωστε, ουσιαστικές κυρώσεις, όπως αυτές που συνεχίζουν να ισχύουν εναντίον της Ρωσίας μετά την ενσωμάτωση της Κριμαίας, δύσκολα θα επιβληθούν χωρίς αντίστοιχες αποφάσεις από τις ΗΠΑ. Και αυτός φαίνεται να είναι ο τρίτος βασικός λόγος για τον οποίο η Ευρώπη μάλλον θα περιμένει πριν πάρει ουσιαστικές αποφάσεις στις σχέσεις με την Τουρκία. Θα περιμένει, δηλαδή, να αναλάβει η νέα ηγεσία στην Ουάσιγκτον τον Ιανουάριο και να ξεκαθαρίσει περισσότερο πώς διαμορφώνεται η αμερικανική πολιτική προς την Τουρκία.
Η ευρωπαϊκή πολιτική, αν και όταν πάρει πιο ξεκάθαρη μορφή και εφόσον υπάρχει και η αντίστοιχη ανταπόκριση από την Αγκυρα, θα είναι πιθανότατα ένας συνδυασμός καρότου και μαστιγίου. Με άλλα λόγια, μια πρόταση για αναβαθμισμένη σχέση μεταξύ των δύο πλευρών με οικονομικές και πολιτικές προεκτάσεις, ενώ ταυτόχρονα θα επικρέμαται η απειλή επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση που η τουρκική πλευρά συνεχίσει την παραβατική συμπεριφορά της. Η Ελλάδα και η Κύπρος αποτελούν τμήμα της ευρωπαϊκής εξίσωσης για την Τουρκία.
Εμείς προφανώς θέλουμε ένα ισχυρό ευρωπαϊκό μήνυμα προς την Αγκυρα, που όμως δεν θα κλείνει τελείως την πόρτα του διαλόγου, με την προϋπόθεση βεβαίως ότι ο διάλογος δεν θα γίνεται με απειλές και επιθετικές κινήσεις. Εχουμε αρκετά να συζητήσουμε με την Τουρκία, όχι μόνον την πολύ στενά οριζόμενη ατζέντα που εμείς επίσημα αποδεχόμαστε, αλλά σίγουρα όχι και τις εξωφρενικές απαιτήσεις που συχνά θέτει η τουρκική πλευρά. Αρκετοί στη χώρα μας έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν περιθώρια διαλόγου με την Τουρκία, γιατί η γειτονική χώρα είναι πλέον μια αναθεωρητική δύναμη που επιζητεί την αλλαγή του στάτους κβο στην ευρύτερη περιοχή. Αν είναι έτσι, συνδέεται η τουρκική επιθετικότητα άμεσα με το καθεστώς Ερντογάν και τις εσωτερικές συμμαχίες του ή μήπως αποτελεί προέκταση δομικών εξελίξεων στη γειτονική χώρα; Πιθανόν η αλήθεια να βρίσκεται κάπου στη μέση.
Οπου και να βρίσκεται η αλήθεια, εμείς χρειαζόμαστε πάντα ένα συνδυασμό ισχυρής αποτρεπτικής ισχύος, γερές συμμαχίες και προθυμία για διάλογο, χωρίς απειλές όμως. Νομίζω ότι δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι μακροπρόθεσμα η Ελλάδα σαφώς προτιμά μια ευνομούμενη Τουρκία, προσανατολισμένη στη Δύση και κοντά στην Ευρώπη, από μια Τουρκία που θα βρίσκεται από την άλλη πλευρά μιας διαχωριστικής γραμμής μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων. Αλλά η δική μας επιρροή δεν μπορεί παρά να είναι πολύ περιορισμένη και κυρίως μέσω της Ευρώπης. Για τα επόμενα χρόνια τουλάχιστον, ξέρουμε ότι η σχέση μας με την Τουρκία δεν θα είναι διόλου εύκολη.
Στην Κύπρο, τα πράγματα μπορεί να είναι ακόμη πιο δύσκολα. Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να έχει χαθεί ανεπιστρεπτί η πιθανότητα μιας λύσης στη βάση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, που θεωρητικά τουλάχιστον αποτελούσε εδώ και χρόνια το επίσημο πλαίσιο για διαπραγματεύσεις. Και σε αυτή την εξέλιξη δυστυχώς φέρει μέρος της ευθύνης και η ελληνοκυπριακή πλευρά, η οποία και λόγω σκανδάλων διαθέτει μειωμένη διαπραγματευτική δύναμη στις Βρυξέλλες και αλλού. Η μη επίλυση του κυπριακού προβλήματος σίγουρα επηρεάζει αρνητικά και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
* O κ. Λουκάς Τσούκαλης είναι πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ και καθηγητής στη Σχολή Διεθνών Υποθέσεων της Sciences Po στο Παρίσι.