Ο ελληνικός δρόμος προς τον «εκσυγχρονισμό»

Ο ελληνικός δρόμος προς τον «εκσυγχρονισμό»

4' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κοντά πενήντα χρόνια από την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών και την εγκαθίδρυση της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας στην Ελλάδα και ακριβώς σαράντα χρόνια από την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, θαρρώ ότι είμαστε πια σε θέση να εκτιμήσουμε τη σημασία αυτών των γεγονότων, που ασφαλώς είναι αλληλένδετα. Και πιστεύω, επίσης, ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί αν προσπαθήσουμε να αποφύγουμε την περιπτωσιολογική αντιμετώπισή τους και επιδιώξουμε να τα εντάξουμε σε μια ιστορική προοπτική. Μόνο με τον τρόπο αυτό μπορούμε να σταθμίσουμε τη σημασία τους για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία.
 
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η Νέα Δημοκρατία πέτυχαν την ομαλή μετάβαση στο κοινοβουλευτικό καθεστώς. Σήμερα γνωρίζουμε ότι η ομαλότητα αυτής της διαδικασίας δεν ήταν αυτονόητη και απαίτησε σημαντικές ικανότητες και προσπάθειες. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, με τη σειρά του, και το ΠΑΣΟΚ μπόρεσαν να ολοκληρώσουν μια διαδικασία κοινωνικής και πολιτικής μετάβασης από ένα αντικομμουνιστικό σε ένα ευρωπαϊκό καθεστώς. Η κατάργηση πολλών νόμων που είχαν τη ρίζα τους στην εμφυλιοπολεμική περίοδο και η αναγνώριση της συμμετοχής του ΕΑΜ στην Εθνική Αντίσταση νομίζω ότι επαρκούν για να πιστοποιήσουν το γεφύρωμα ενός χάσματος που ταλάνιζε τη χώρα και την πολιτική ζωή της για δεκαετίες.
 
Αλλά και γενικότερα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, ακόμη και στις απαρχές της δεκαετίας του 1980, η Ελλάδα γνωρίζει σημαντικούς μετασχηματισμούς, που είχαν διαμορφώσει προσδοκίες κοινωνικής κινητικότητας, τις οποίες τόσο η συνθηματολογία όσο και η πολιτική πρακτική του ΠΑΣΟΚ ήταν σε θέση να ικανοποιήσουν, σε αντίθεση με τη Νέα Δημοκρατία, η οποία παρουσιαζόταν πλέον ξεπερασμένη και σε σχέση με τον λόγο της, αλλά και ως προς το κοινό προς το οποίο απευθυνόταν. Ως προς το σημείο αυτό θα αρκούσε και μόνο η μνεία της αλλαγής του οικογενειακού δικαίου για να υπογραμμίσουμε την εκπληκτική αλλαγή στη νομική τουλάχιστον θέση της γυναίκας στην Ελλάδα. Πρόκειται για μια ριζοσπαστική μεταρρύθμιση που αφορούσε τον μισό πληθυσμό της χώρας. Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν: η υγεία, η παιδεία, ο αγροτικός τομέας, είναι πεδία που θα επέτρεπαν να θεμελιώσουμε ακόμη καλύτερα τον παραπάνω ισχυρισμό.
 
Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι όλα αυτά είχαν πολύ μεγάλο οικονομικό κόστος, κάτι που φυσικά ισχύει. Αλλά θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι τα δημοσιονομικά ελλείμματα, η μεγέθυνση του κράτους, ο πληθωρισμός και η αυξανόμενη ανεργία ήταν φαινόμενα που δεν χαρακτήριζαν μόνο την Ελλάδα. Παρατηρούνταν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Στη χώρα μας απλώς οι δείκτες ήταν υψηλότεροι από τους διεθνείς μέσους όρους γιατί, κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να καταβληθεί το τίμημα της πολιτικής και κοινωνικής ενσωμάτωσης ενός κόσμου ο οποίος στο καθεστώς Ψυχρού Πολέμου που επικρατούσε μέχρι τότε βρισκόταν περιθωριοποιημένος. Σε μια άλλη διατύπωση θα έλεγα ότι αυτό ήταν το τίμημα για την εδραίωση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα.
 
Συνάμα όμως θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και μια άλλη παράμετρο για να κατανοήσουμε το φαινόμενο ΠΑΣΟΚ. Από τη δεκαετία του 1970 ο κόσμος έχει μπει σε μια διαδικασία κεφαλαιακής συσσώρευσης που χαρακτηρίζεται από μια βαθιά παγκοσμιοποίηση. Το περιβάλλον που διαμορφώθηκε περιόριζε στο ελάχιστο τις δυνατότητες για αυτόνομες εθνικές πολιτικές και αυτό κατέστη φανερό στην περίπτωση της Γαλλίας, όπου ο πρόεδρος Μιτεράν μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα υποχρεώθηκε να ανατρέψει όλες τις πολιτικές που είχε ξεκινήσει να εφαρμόζει με την ανάληψη της εξουσίας από τους Γάλλους Σοσιαλιστές, επίσης το 1981. Στην ελληνική περίπτωση, πάντως, τα δεδομένα ήταν τέτοια και οι προσδοκίες τόσο υψηλές που ελάχιστα περιθώρια ανατροπής των πολιτικών υπήρχαν αν το ΠΑΣΟΚ ήθελε να παραμείνει στην εξουσία. Ετσι, οι Ελληνες Σοσιαλιστές επιδίωξαν να δημιουργήσουν ένα κοινωνικό κράτος σε ένα διεθνές περιβάλλον που δεν προσφερόταν για κάτι τέτοιο. Και το οικονομικό κόστος δεν μπορούσε παρά να είναι υψηλό.
 
Ωστόσο, το κόστος δεν ήταν αποκλειστικά οικονομικό. Η λογική διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ είχε την τάση ή ενίσχυε την ήδη υφιστάμενη τάση διαμόρφωσης ενός ρυθμιστικού πλαισίου με σαφή αντι-ανταγωνιστικό χαρακτήρα, που διευκόλυνε την προσοδοθηρία και ενίσχυε τις οργανωμένες ομάδες συμφερόντων και που σε βάθος χρόνου δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για διαφθορά και κατάχρηση εξουσίας. Την ίδια στιγμή, οι επιλογές σε μια οικονομία που βρισκόταν σε στασιμότητα δεν μπορούσαν να οδηγήσουν πολύ μακριά και φυσικά εξαντλούσαν κάθε μεταρρυθμιστική λογική του κόμματος, ενισχύοντας έναν παρασιτισμό που αντλούσε πόρους από την παραοικονομία για να δανείσει στη συνέχεια με υψηλότατα επιτόκια το ελληνικό Δημόσιο. Επίσης, το ΠΑΣΟΚ έφερε μια πλήρη αλλαγή των σχέσεων κόμματος και κράτους: το κόμμα διείσδυσε στη δημόσια διοίκηση και την έθεσε υπό τον έλεγχό του, αποδυναμώνοντας ακόμη περισσότερο την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητά της.
 
Από το 1993 και μετά, το ΠΑΣΟΚ έδειξε ένα διαφορετικό πρόσωπο στην εξουσία. Φάνηκε ότι οι καταναγκασμοί του διεθνούς περιβάλλοντος είχαν αρχίσει να γίνονται κατανοητοί –αυτό άλλωστε ήταν φανερό ότι είχε συμβεί ήδη επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Μητσοτάκη– και ότι οι επιλογές της Ελλάδας για το μέλλον της δεν μπορούσαν παρά να περνάνε μέσα από την Ευρωπαϊκή Ενωση και την προσαρμογή στην κοινή λογική. Τόσο η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου όσο και πολύ περισσότερο οι κυβερνήσεις Σημίτη ενεργοποίησαν, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης, την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, που θα καταλήξει στην ένταξη της χώρας στη Ζώνη του Ευρώ.

Το άλμα ήταν μεγάλο αλλά φαίνεται ότι μέχρι εκεί έφταναν τα όρια του ελληνικού κομματικού συστήματος, του ΠΑΣΟΚ ειδικότερα: Η ένταξη της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση επέτρεψε σε όλες τις ομάδες συμφερόντων να ανακτήσουν τη διεκδικητική τους ορμή και να αρνηθούν να εκχωρήσουν άλλο έδαφος στο όνομα της προσαρμογής της χώρας στις απαιτήσεις της νομισματικής ενοποίησης. Και το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία έδειξαν την ίδια μεταρρυθμιστική αδιαφορία, ήταν το ΠΑΣΟΚ εκείνο που πλήρωσε ακριβά την ατολμία ή αδυναμία του να προσπαθήσει να μεταρρυθμίσει τη χώρα. Μια κατάληξη που μάλλον ήταν συμπτωματική και οφειλόταν στο ότι έτυχε να είναι αυτό που θα έπρεπε να διαχειριστεί την κρίση.
 
Θα ήταν ανόητο να μιλήσουμε για το ΠΑΣΟΚ και γενικότερα για το ελληνικό πολιτικό σύστημα με όρους «μαύρο ή άσπρο». Νομίζω ότι οι επιλογές του ΠΑΣΟΚ ιδιαίτερα δεν υπεδείκνυαν τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από τον ελληνικό δρόμο προς τον «εκσυγχρονισμό», εμπλουτισμένες φυσικά με τις ιδιαιτερότητες της προσωπικότητας των ηγετών του.
 
* Ο κ. Κώστας Κωστής είναι καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή