Περί πολυδικίας, βραδυδικίας και «δικομανίας»

Περί πολυδικίας, βραδυδικίας και «δικομανίας»

Ενα από τα μείζονα, το πιο οξύ και πάντως το περισσότερο έκδηλο πρόβλημα της Ελληνικής Δικαιοσύνης είναι η βραδυδικία, η αργή απονομή του δικαίου

4' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι γραμμές που ακολουθούν, γράφονται με αφορμή δύο πρόσφατα άρθρα του κυρίου Τ. Θεοδωρόπουλου στην «Καθημερινή» (15/10 και 27/11) και δύο επιστολές, επίσης στην «Καθημερινή», των κυρίων Κ. Μπονιφάτση και Κ. Λύκα (8 και 9/12, αντιστοίχως).

Τα δημοσιεύματα αυτά είναι σημαντικά, και γι’ αυτό αξίζουν την προσοχή μας. Είναι σημαντικά όχι μόνο διότι επισημαίνουν ένα χρόνιο, ήδη από τον 19ο αιώνα υπαρκτό, πρόβλημα της Ελληνικής Δικαιοσύνης, αλλά και διότι, τα δύο πρώτα από αυτά, μαρτυρούν ένα από τα κύρια γνωρίσματα του περί Δικαιοσύνης δημοσίου και ιδιωτικού λόγου στη χώρα μας.

Το μεν πρόβλημα που επισημαίνουν είναι η υπερβολικά ευχερής, όχι σπανίως προπετής, αβασάνιστη και προδήλως αβάσιμη, ενίοτε δε καταχρηστική, προσφυγή στα (ποινικά) δικαστήρια.

Το δε γνώρισμα που μαρτυρούν είναι ο ψυχολογισμός: η απόδοση του προβλήματος σε ψυχολογική ιδιαιτερότητα, συχνά ασθένεια, η οποία συνηθέστατα, στην καθομιλουμένη Ελληνική αποκαλείται «δικομανία». Οπως είπαμε, το πρόβλημα είναι υπαρκτό, η ψυχολογίστικη όμως θεώρηση των αιτίων του εσφαλμένη. Ας δούμε γιατί, παίρνοντας τα πράγματα με τη σειρά τους.

Ενα από τα μείζονα, το πιο οξύ και πάντως το περισσότερο έκδηλο πρόβλημα της Ελληνικής Δικαιοσύνης είναι η βραδυδικία, η αργή απονομή του δικαίου.

Τα αίτια του προβλήματος είναι περισσότερα του ενός, με πιο σημαντικό εκείνο της πολυδικίας, του φόρτου των δικαστηρίων και των λειτουργών τους (δικαστών και εισαγγελέων) με αριθμό δικών τόσο υψηλό, ώστε οι υποθέσεις που εκκρεμούν στα δικαστήρια (ένδικες υποθέσεις) είναι ανθρωπίνως ανέφικτο να εκδικασθούν όλες έγκαιρα και ορθά (lege artis).

Το αίτιο που προκαλεί την πολυδικία είναι αυτό που οι κ. Τ. Θεοδωρόπουλος, Κ. Μπονιφάτσης και Κ. Λύκας επισημαίνουν ως πρόβλημα. Το επαναλαμβάνουμε: Η υπερβολικά ευχερής, όχι σπανίως προπετής και αβασάνιστη, ενίοτε δε καταχρηστική προσφυγή στα δικαστήρια. Το αίτιο τούτο δεν είναι το μόνο, είναι όμως το πιο σημαντικό και σίγουρα εκείνο από το οποίο οφείλουμε να ξεκινήσουμε, αν θέλουμε ειλικρινώς, να αρχίσουμε την προσπάθεια επιλύσεως του προβλήματος της βραδυδικίας. Για να έχει η προσπάθεια αυτή πιθανότητες επιτυχίας θα πρέπει, οπωσδήποτε, να τελειώσουμε διά παντός με την ψυχολογίστικη θεώρηση του προβλήματος της πολυδικίας.

Το φαινόμενο που έχει καθηλώσει τη Δικαιοσύνη οφείλεται στη συμπεριφορά εκείνων που προσφεύγουν στα δικαστήρια όταν και όποτε πράγματι το κρίνουν επωφελές για τα έννομα βιοτικά τους συμφέροντα.

Το δικανικό φαινόμενο που ενσαρκώνουν οι κατά σύστημα, αβασίμως προσφεύγοντες στα δικαστήρια, έστω και αν δύναται να ερμηνευθεί με όρους των επιστημών της ψυχικής υγείας, δεν πρέπει, προκειμένου να αντιμετωπισθεί, να ιδωθεί με τους όρους αυτούς. Πρέπει να αντιμετωπισθεί προεχόντως ως αυτό που κατά πάσα περίπτωση είναι: ως έλλογη συμπεριφορά που εκπορεύεται από στοχευμένους και σταθμισμένους υπολογισμούς.

Η κατά σύστημα, επί μακρά σειρά ετών, αβάσιμη προσφυγή στα δικαστήρια ενάντια στο αυτό πρόσωπο, ή ενάντια σε διαφορετικά πρόσωπα αλλά επί του ιδίου αντικειμένου ή για τον αυτό λόγο είναι σχεδόν βέβαιο ότι ελαύνεται από κίνητρα προεχόντως ψυχολογικού χαρακτήρα και δεν αποσκοπεί στην επιδίωξη της λήψεως δικαστικής προστασίας επί ενός πράγματι απειλουμένου εννόμου βιοτικού αγαθού. Ομως, και πάλι, αυτό που κάθε φορά κινητοποιεί τον κατά σύστημα, αβασίμως προσφεύγοντα στα δικαστήρια να ασκεί ένδικα βοηθήματα και μέσα (αγωγές, «μηνύσεις», εφέσεις, αιτήσεις αναιρέσεως κ.λπ.) δεν είναι η επιθυμία αντλήσεως ικανοποιήσεως από την πρόκληση αλλεπάλληλων δικών, όπως ο Ρακίνας εικονογράφησε την επιθυμία αυτή στην κωμωδία του «Les Plaideurs» («Oι δικομανείς», κατά τη μετάφραση του Χάρη Λαμπίδη για την Ελληνική Ραδιοφωνία, 1969).

Περιπτώσεις κατά σύστημα, αβασίμως προσφευγόντων στα δικαστήρια συνιστούν παραπλανητικά παραδείγματα καταχρηστικής προσφυγής στη Δικαιοσύνη, και τούτο διότι οι περιπτώσεις αυτές, όσες και αν είναι, δεν είναι εκείνες που συνθέτουν το φαινόμενο της πολυδικίας. Το φαινόμενο αυτό, που έχει καθηλώσει την Ελληνική Δικαιοσύνη, που έχει παραλύσει τη λειτουργία του δικαστικού συστήματος της χώρας, δεν οφείλεται στη συμπεριφορά «δικομανών» αλλά στη συμπεριφορά εκείνων που προσφεύγουν στα δικαστήρια όταν και όποτε πράγματι το κρίνουν επωφελές για τα έννομα βιοτικά τους συμφέροντα. Αυτή η όχι «δικομανιακή» συμπεριφορά, αν πολλαπλασιασθεί επί τον αριθμό των εκατομμυρίων που έχουν ικανότητα διαδίκου και επί τον αριθμό των απείρων αφορμών που αυτά έχουν στον εν γένει κοινωνικό και οικονομικό τους βίο να διαφωνήσουν, ακόμα και να συγκρουσθούν, με κοινωνικούς τους εταίρους, τότε μπορούμε να αντιληφθούμε την εξής αλήθεια: Πως στο πρόσωπο των «δικομανών» συμπατριωτών μας, απλώς εξεικονίζεται το φαινόμενο της πολυδικίας κατά τρόπο τόσο έκτυπο και με χρώματα τόσο μελανά, ώστε καλούμαστε να το δούμε, επιτέλους, στην καθολικότητά του, δηλαδή ως φαινόμενο που προκαλείται και συντίθεται από πληθώρα ατομικών περιπτώσεων προσφυγής στα δικαστήρια, κάθε μια από τις οποίες, στην ατομικότητά της, δεν φαίνεται, κατά κανόνα, να είναι ούτε ακραία ούτε καταχρηστική.

Το πρώτο που επιβάλλεται να αναληφθεί απ’ όσους οφείλουν ή, έστω, ενδιαφέρονται ειλικρινώς να επιλύσουν το πρόβλημα της πολυδικίας είναι η κατάρτιση τυπολογίας των εκδηλώσεων του προβλήματος κατά κλάδο της Δικαιοσύνης και κατ’ επιμέρους ειδική κατηγορία διαφορών [μισθωτικές, εργατικές, αυτοκινητικές, κοινωνικοασφαλιστικές, φορολογικές, τελωνειακές, πολεοδομικές διαφορές, διαφορές δημοσίων (πολιτικών, στρατιωτικών, αστυνομικών) υπαλλήλων, διαφορές περί τον διορισμό ή πρόσληψη στο Δημόσιο και σε δημόσια νομικά πρόσωπα κ.λπ.].

Ακολούθως, επιβάλλεται να διακριβωθούν τα αίτια στα οποία οφείλεται η γέννηση διαφωνιών/διενέξεων σε τούτο ή εκείνο το πεδίο του κοινωνικού ή του οικονομικού βίου, και κατόπιν να διακριβωθούν οι λόγοι για τους οποίους οι διαφωνίες/διενέξεις αυτές δεν επιλύονται εκεί όπου γεννήθηκαν ή, πάντως, πριν αχθούν ενώπιον δικαστηρίου.

Μόνον αν η προεργασία αυτή γίνει, και δη κατ’ επείγουσα προτεραιότητα στα περισσότερο βεβαρημένα πεδία εκάστου κλάδου της Δικαιοσύνης, θα κατορθώσουμε να δούμε το πρόβλημα της πολυδικίας και το επακόλουθο αυτής πρόβλημα της βραδυδικίας με όρους ρεαλιστικούς, ώστε να υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να εύρουμε το πρακτέο, περί του οποίου θα γράψουμε σε επόμενο άρθρο μας εν καιρώ.

* Ο κ. Παναγιώτης Κ. Τσούκας είναι Σύμβουλος της Επικρατείας. Ο κ. Ευάγγελος Αργυρός είναι Πάρεδρος ΣτΕ. Ο κ. Κωνσταντίνος Γεωργακόπουλος είναι Εισηγητής ΣτΕ. Ο κ. Ιωάννης Ρόκας είναι Πάρεδρος ΣτΕ. Ο κ. Δημήτρης Τομαράς είναι Πάρεδρος ΣτΕ. Απαντες είναι μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Ενώσεως Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ.

Ειδήσεις σήμερα

Κ. Τσιάρας στην «Κ»: Το νέο έτος φέρνει ριζικές αλλαγές στη Δικαιοσύνη

Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή