Η υπέρβαση που χρειάζεται ο αγωγός EastΜed

Η υπέρβαση που χρειάζεται ο αγωγός EastΜed

4' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο υπεράκτιος αγωγός EastMed, που συστηματικά προωθεί η ελληνική πλευρά εδώ και περίπου 10 χρόνια, είναι απολύτως λογικό να αποτελεί διαχρονικά έναν κύριο στρατηγικό στόχο κάθε ελληνικής κυβέρνησης, ανεξαρτήτως πολιτικού προσανατολισμού.

Πρόκειται, άλλωστε, για έναν αγωγό ελληνικής έμπνευσης, με δυνατότητα να μεταφέρει έως και 20 δισ. κ.μ. φυσικού αερίου (δηλαδή ποσότητα ίση περίπου με το τριπλάσιο της συνολικής εθνικής ζήτησης) από τα κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου απευθείας στη χώρα μας, με στόχο η τελευταία να αποτελέσει τον σημαντικότερο κόμβο ενέργειας για τη ΝΑ Ευρώπη.    

Θα ήταν, συνεπώς, παράλογο η υλοποίηση ενός τέτοιου έργου να μην αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα της εκάστοτε ελληνικής ηγεσίας.  

Ομως, εν προκειμένω, η μετάβαση από τον σχεδιασμό στην πράξη απαιτεί σημαντική υπέρβαση, που οι παρούσες αλλά και οι μελλοντικά διαφαινόμενες συνθήκες αγοράς δύσκολα ευνοούν.

Αυτό ήταν και το κύριο μήνυμα που εξέπεμψε το State Department, μέσω της διαρροής του πρόσφατου non paper. Αν και δύσκολα μπορεί κανείς να αφαιρέσει από αυτό το μήνυμα τη γεωπολιτική του σημειολογία, εντούτοις η αμφιβολία που εκφράστηκε περί της εμπορικής βιωσιμότητας του EastMed εδράζεται σε υπαρκτά δεδομένα.

Το πρώτο από αυτά τα δεδομένα συνδέεται και με μία από τις γενεσιουργούς αιτίες της ενεργειακής κρίσης που βιώνουμε τόσο έντονα σήμερα στην Ευρώπη.

Πιο συγκεκριμένα, τόσο η Ε.Ε. όσο και η Δύση, γενικότερα, έχουν αυτοεγκλωβιστεί ανάμεσα στην «τοξική» ρητορική κατά των υδρογονανθράκων και στη σημαντική αποεπένδυση στον τομέα εξόρυξης, μεταφοράς και αποθήκευσης υδρογονανθράκων που η πρώτη έχει επιφέρει. Και, ως συνέπεια, έχουμε οδηγηθεί σε προσωρινό αδιέξοδο, εξαιτίας της αδήριτης ανάγκης της Ε.Ε. να συνεχίσει να βασίζει την ενεργειακή της επιβίωση (τουλάχιστον μέχρι το 2040) στο φυσικό αέριο και το πετρέλαιο για την παραγωγή θερμότητας, ηλεκτρισμού και τις μεταφορές. Αν και πρόσφατα η Ε.Ε. φαίνεται να έχει επανέλθει σε μια πορεία πιο θετικής αντιμετώπισης μορφών ενέργειας όπως το φυσικό αέριο και η πυρηνική ενέργεια, εντούτοις η διστακτικότητα των Βρυξελλών να «αναλάβει την κηδεμονία» και να προωθήσει ουσιαστικά εμβληματικά έργα υδρογονανθράκων παραμένει.

Τόσο σε μεγάλη όσο και μικρή κλίμακα, οι εφοδιαστικές αλυσίδες LNG (υγροποιημένο φυσικό αέριο) αναιρούν την ανάγκη υλοποίησης κοστοβόρων επίγειων ή υπεράκτιων δικτύων.

Υπ’ αυτό το πρίσμα είναι σχεδόν ουτοπικό να αναμένει κανείς οποιουδήποτε είδους ευρωπαϊκή οικονομική υποστήριξη σε ένα έργο όπως ο EastMed. Συνεπώς καθίσταται απαραίτητο τα 6 δισ. ευρώ που περίπου απαιτούνται για την υλοποίησή του να αντληθούν αποκλειστικά μέσω ιδιωτικών κεφαλαίων. Σε μια εποχή όμως αυστηρών περιβαλλοντικών κριτηρίων για τη σύγχρονη επιχειρηματικότητα, στην οποία ακόμη και εταιρείες-κολοσσοί δυσκολεύονται να «σηκώσουν» χρήματα για έργα εξόρυξης υδρογονανθράκων σε περιοχές με αποδεδειγμένα πλούσιο γεωλογικό δυναμικό, η αισιοδοξία μας για την επιτυχία του συγκεκριμένου εγχειρήματος οφείλει να παραμένει συγκρατημένη.

Το δεύτερο δεδομένο που δεν πρέπει να αγνοούμε, είναι η σύγχρονη τάση της αγοράς φυσικού αερίου, η οποία ευνοεί λιγότερο την κατασκευή επίγειων δικτύων προς όφελος πιο ευέλικτων λύσεων μεταφοράς του, όπως, για παράδειγμα, οι αλυσίδες εφοδιασμού μέσω LNG (υγροποιημένο φυσικό αέριο). Τόσο σε μεγάλη όσο και μικρή κλίμακα, οι εφοδιαστικές αλυσίδες LNG αναιρούν την ανάγκη υλοποίησης κοστοβόρων επίγειων ή υπεράκτιων δικτύων. Ταυτόχρονα, η παγκόσμια παραγωγή LNG και ο παγκόσμιος στόλος δεξαμενόπλοιων διαρκώς αυξάνονται, επιτρέποντας στο υγροποιημένο φυσικό αέριο να κερδίζει ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο στις κατά τόπους εθνικές αγορές, όπως η ελληνική.

Το LNG έχει ήδη συμβάλει –και θα συνεχίσει να το πράττει– στην παγκοσμιοποίηση της αγοράς φυσικού αερίου, επιτρέποντας την ανταγωνιστική μεταφορά του σε όλο τον πλανήτη. Σκεφτείτε απλά πόσο μειωμένο είναι το ρίσκο –και, συνεπώς, πόσο αυξημένη η διάθεσή του για να δεσμεύσει τα αντίστοιχα κεφάλαια– ενός ιδιώτη επενδυτή που γνωρίζει πως το προϊόν του μπορεί να διατεθεί σε οποιαδήποτε εθνική αγορά ενέργειας ανά πάσα στιγμή.

Η εμπορική προοπτική του LNG διαφαίνεται ως ρεαλιστική επιλογή και στην περίπτωση της Ανατολικής Μεσογείου, με την Αίγυπτο να αποτελεί ήδη χώρα εξαγωγών φορτίων με δύο τερματικούς σταθμούς. Είναι μία δοκιμασμένη πρακτική για την Ανατολική Μεσόγειο που μπορεί ρεαλιστικά να προσελκύσει ιδιωτικά κεφάλαια. Κατά τα πρότυπα της Αιγύπτου ή ακόμη και σε συνεργασία με την ίδια την Αίγυπτο, λοιπόν, Ισραήλ και Κύπρος έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν μια παγκόσμια και ευέλικτη όδευση εμπορικής αξιοποίησης των κοιτασμάτων τους μέσω της παραγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου. Το σχέδιο για τον EastMed και η προοπτική εξαγωγής ποσοτήτων μέσω LNG προσομοιάζει δυστυχώς περισσότερο σε διελκυστίνδα παρά σε σενάριο αρμονικής συνύπαρξης και των δύο επιλογών, με βάση τις διαθέσιμες ποσότητες στην περιοχή.

Προς ποια πλευρά όμως θα γείρει τελικά η πλάστιγγα; Οι παρούσες συνθήκες αγοράς δείχνουν προς το παρόν να ωθούν σε αντίθετη κατεύθυνση ως προς τον EastMed. Ως αντίβαρο σε αυτή την τάση θα μπορούσε να λειτουργήσει η πεποίθηση της ελληνικής πλευράς πως ο εν λόγω αγωγός μπορεί να αποτελέσει το ισχυρότερο τεκμήριο υπέρ ενός κοινού διακρατικού οράματος για ενεργειακή συνεργασία στην Ανατολική Μεσόγειο. Κανείς δεν αμφισβητεί πως το όραμα αυτό υπάρχει. Είναι, άλλωστε, δημοσίως διακηρυγμένη η θέληση Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και Αιγύπτου να συνεργαστούν προς αυτή την κατεύθυνση. Και σε αυτό το όραμα φαίνεται πως παραμένουν προσηλωμένοι τόσο οι Ευρωπαίοι όσο και οι Αμερικανοί.  

Ο EastMed, όμως, είναι απλά μία από τις διαθέσιμες επιλογές για την υλοποίηση αυτού του οράματος, καθώς αυτό δύναται να εξυπηρετηθεί και από άλλου τύπου ενεργειακά έργα, όπως οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις, που συμβαδίζουν αρμονικότερα με το αφήγημα της Ενεργειακής Μετάβασης. Η πραγματικότητα αυτή ενδεχομένως να αποδυναμώνει την προσήλωση όλων των πλευρών στην υλοποίηση του EastMed. Και αυτό, τελικά, είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο που καλείται να διαχειριστεί η ελληνική πλευρά, με αποφασιστική διπλωματία και εμπορικό ρεαλισμό.  

* Ο κ. Αλέξανδρος Λαγάκος είναι γενικός διευθυντής της Blue Grid.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT