«Aγκάθια» με τα κυπριακά όπλα

«Aγκάθια» με τα κυπριακά όπλα

Δύσκολα υλοποιήσιμη η πρόταση ΗΠΑ για συστήματα της Εθνικής Φρουράς

3' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε μη υλοποιήσιμη εξελίσσεται για τη Λευκωσία η κρούση που έγινε από αμερικανικής πλευράς για παραχώρηση του συνόλου ή μέρους των ρωσικών όπλων και συστημάτων της Εθνικής Φρουράς προκειμένου να διατεθούν ως βοήθεια στην Ουκρανία. Τέσσερα εικοσιτετράωρα μετά την αποκάλυψη του όλου ζητήματος από την κυπριακή «Κ» της περασμένης Κυριακής, το κυβερνητικό στρατόπεδο εμφανίζει σημάδια διχογνωμίας, με το μεν υπουργείο Αμυνας να κλείνει πρόωρα το όλο θέμα, τον δε Δημοκρατικό Συναγερμό να συνεχίζει να υποστηρίζει ανοιχτά την παραχώρηση υπό προϋποθέσεις. Στο παζλ που έχει δημιουργηθεί από την περασμένη Δευτέρα ήλθαν να προστεθούν και οι απόψεις, κυρίως διπλωματικές, περί του κατά πόσον η κυπριακή πλευρά μπορεί να παραχωρήσει τα ρωσικά όπλα σε τρίτους χωρίς την έγκριση της κατασκευάστριας χώρας, που είναι η Ρωσία. Στο ζήτημα αυτό υπάρχει σχετική ασάφεια, εφόσον δεν έχει διευκρινιστεί αν το σύνολο των ρωσικών όπλων της Εθνικής Φρουράς υπόκειται στη σχετική ρήτρα. Μοναδική διαφοροποίηση στο αρνητικό κλίμα που έχει δημιουργηθεί αποτελεί η δημόσια τοποθέτηση του εκπροσώπου Τύπου του υπουργείου Αμυνας, αντισυνταγματάρχη Χρίστου Πιερή, ο οποίος άφησε μια μικρή χαραμάδα, καθώς υποστήριξε μεν πως «στην παρούσα στιγμή δεν είναι δυνατόν να παραχωρηθούν οπλικά συστήματα ρωσικής κατασκευής και προέλευσης», αλλά δεν απέκλεισε διαφοροποίηση στο μέλλον.

Το εμπάργκο

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της «Κ», η αρχική αντίδραση της κυπριακής κυβέρνησης στο ενδιαφέρον των Αμερικανών ήταν θετική, με τον ίδιο τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Νίκο Αναστασιάδη να ανάβει το πράσινο φως για να μελετηθεί το ενδεχόμενο. Οπως φαίνεται και από την εξέλιξη του όλου ζητήματος, το βασικό ζητούμενο για τη Λευκωσία ήταν η άρση και των τελευταίων απαγορεύσεων που υπάρχουν από το 1987 στην πώληση στρατιωτικού υλικού από τις ΗΠΑ, οι οποίες το 2020 προχώρησαν σε μερική άρση για τα μη φονικά όπλα. Διπλωματικές πηγές θεωρούν θεμιτή την επιδίωξη της κυπριακής πλευράς, μιας και η ικανοποίηση του αμερικανικού ενδιαφέροντος στη βάση των προϋποθέσεων που έθετε η Λευκωσία σαφέστατα θα καθιστούσε αναγκαία την ολική άρση των υφιστάμενων απαγορεύσεων. Η εξέλιξη αυτή θα είχε προεκτάσεις σε διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο. Ωστόσο, και εδώ καταγράφονται απόψεις που θεωρούν πως οι κυπριακές προϋποθέσεις δεν θα ικανοποιούνταν στην Ουάσιγκτον, όπως εξάλλου έγινε και στην περίπτωση της Πολωνίας ως προς τους όρους που είχε θέσει η χώρα για την παραχώρηση των ρωσικών μαχητικών της.

Η ολική άρση του εμπάργκο των ΗΠΑ φαίνεται να ήταν ένας από τους βασικούς λόγους της αρχικής θετικής αντίδρασης της Λευκωσίας στην ενδεχόμενη παραχώρηση στρατιωτικού υλικού ρωσικής προέλευσης.

Οι ρήτρες

Οπως αναφέρουν οι πληροφορίες της «Κ», το βασικό ενδιαφέρον των Αμερικανών εστιαζόταν στην αντιαεροπορική «ομπρέλα» της Εθνικής Φρουράς, τα συστήματα της οποίας –με εξαίρεση την κεντρική μονάδα ελέγχου– είναι ρωσικής κατασκευής και προέλευσης. Οι συστοιχίες TOR M1 καθώς και το αντιαεροπορικό σύστημα BUK M1-2 θεωρούνται φιλικά στη χρήση τους από τον ουκρανικό στρατό, εξυπηρετώντας σε μεγάλο βαθμό το αίτημα του Κιέβου για βοήθεια στην αεράμυνα της χώρας. Και τα δύο οπλικά συστήματα αποκτήθηκαν προ 20ετίας από την Εθνική Φρουρά. Πηγές από το υπουργείο Εξωτερικών υποστηρίζουν πως στα συμβόλαια αγοράς υπάρχουν ρήτρες που δεν επιτρέπουν την παραχώρηση ή πώληση χωρίς τη συγκατάθεση της κατασκευάστριας χώρας. Επί του προκειμένου ζητήματος δεν υπήρξε σχετική διευκρίνιση από το αρμόδιο υπουργείο Αμυνας, το οποίο με βάση τις επίσημες τοποθετήσεις τόσο του υπουργού Αμυνας Χαράλαμπου Πετρίδη όσο και άλλων επιτελών προτάσσει ως αδύναμο κρίκο του αμερικανικού ενδιαφέροντος τα κενά που ενδεχομένως θα προκύψουν στο επιχειρησιακό κομμάτι της Εθνικής Φρουράς. Επίσης, αδιευκρίνιστο παραμένει αν ισχύουν περιορισμοί και για τις συστοιχίες TOR M1, οι οποίες δεν αγοράστηκαν απευθείας από τη Ρωσία, αλλά παραχωρήθηκαν από την Ελλάδα για τη μη εγκατάσταση του πυραυλικού συστήματος S-300 στην Κύπρο και τη μεταφορά του στην Κρήτη.

Η Εθνική Φρουρά διαθέτει τρεις τύπους αρμάτων μάχης. Τα ρωσικά BMP-3 που αποκτήθηκαν το 1986, τα T-80U, επίσης ρωσικά, και τα γαλλικά ΑΜΧ-30, που παραχώρησε η Ελλάδα στην Εθνική Φρουρά. Το ενδιαφέρον των ΗΠΑ αφορούσε τους δύο τύπους των ρωσικών αρμάτων της Εθνικής Φρουράς, ο αριθμός των οποίων κατά προσέγγιση ανέρχεται στα 150. Και εδώ απόψεις που υποστηρίζουν την ύπαρξη περιορισμών προέρχονται από απόστρατους αξιωματικούς της Εθνικής Φρουράς. Αυτοί πιστεύουν πως το ενδιαφέρον των ΗΠΑ δεν είναι εφικτό να υλοποιηθεί όχι μόνο λόγω του εμπάργκο και των περιορισμών, αλλά και για λόγους που έχουν να κάνουν με τα επιχειρησιακά κενά τα οποία θα προκύψουν κατά την προσαρμογή της Εθνικής Φρουράς στα οπλικά συστήματα που θα αντικαταστήσουν τα ρωσικά.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή