Κυβερνήσεις συνεργασίας: υπέρ ή κατά;

Κυβερνήσεις συνεργασίας: υπέρ ή κατά;

Το σύστημα της απλής αναλογικής δημιουργεί πνεύμα συναίνεσης ή αυτή είναι ασύμβατη με την ελληνική πολιτική κουλτούρα;

10' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η απλή αναλογική καλλιεργεί πνεύμα συναίνεσης και οδηγεί σε λειτουργικές κυβερνήσεις συνεργασίας συμβατές με το παράδειγμα των προηγμένων ευρωπαϊκών κρατών ή μήπως η ελληνική πολιτική κουλτούρα είναι ασύμβατη με την έμπρακτη συναίνεση;

Ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ακαδημαϊκός και πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Μιχάλης Σταθόπουλος τάσσεται υπέρ της απλής αναλογικής. «Η απλή αναλογική εξασφαλίζει την ισότητα της ψήφου και των Ελλήνων πολιτών. Θα έπρεπε να υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο Σύνταγμα ώστε οι εκλογές να διεξάγονται με το σύστημα αυτό», γράφει χαρακτηριστικά ο κ. Σταθόπουλος. Τονίζει ότι μεταπολεμικά η απλή αναλογική εφαρμόστηκε μόνο σε δύο εκλογικές αναμετρήσεις, το 1946 και το 1950. Στις υπόλοιπες 25 εκλογές εφαρμόστηκε η ενισχυμένη αναλογική ή το πλειοψηφικό σύστημα, άρα η απλή αναλογική δεν έχει δοκιμαστεί αρκετά. Για τον κ. Σταθόπουλο, η απλή αναλογική καλλιεργεί πνεύμα συνεργασίας, ενώ οι μονοκομματικές κυβερνήσεις υποδαυλίζουν την αλαζονική συμπεριφορά και οξύνουν τα πάθη στην πολιτική σκηνή και στην κοινωνία. Αλλωστε, όπως τονίζει χαρακτηριστικά, «στις περισσότερες προηγμένες χώρες της Ευρώπης έχει επικρατήσει ο πολυκομματισμός και οι κυβερνήσεις συνεργασίας».

Ο δημοσιογράφος και πρώην σύμβουλος έκδοσης της «Καθημερινής» Αγγελος Στάγκος εκφράζει αντίθετη άποψη. Κατ’ αρχάς, δεν θεωρεί ότι ο πρωθυπουργός προσχώρησε στο στρατόπεδο των υπερασπιστών των συνεργασιών. Με την πρόσφατη τοποθέτησή του όπου εμφανίστηκε διαλλακτικός ως προς τις συνεργασίες δεν εγκατέλειψε τις προηγούμενες θέσεις του.

Γράφουν στην «Κ» ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ακαδημαϊκός Μιχάλης Σταθόπουλος και ο δημοσιογράφος Αγγελος Στάγκος.

Παραμένει οπαδός της αυτοδυναμίας. Απλώς εξήγησε ότι δεν θα εμποδίσει μια κυβέρνηση συνεργασίας αν μετά τις δεύτερες εκλογές επιβάλλεται ο σχηματισμός της.

Ωστόσο, ο κ. Στάγκος υπενθυμίζει ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει οργανωμένη δημόσια διοίκηση που προστατεύει από την αστάθεια κατά τη διάρκεια των συζητήσεων για τον σχηματισμό κυβερνήσεων. Υπογραμμίζει ότι οι κυβερνήσεις Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ (2012-2015) και ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ (2015-2019) οικοδομήθηκαν με προγραμματικές συμφωνίες με κύριο χαρακτηριστικό τη «μοιρασιά της εξουσίας». Τέλος, υπενθυμίζει ότι η απλή αναλογική, όπως δοκιμάστηκε στις τελευταίες δημοτικές εκλογές σε όλη τη χώρα, «έχει επιφέρει χαοτικά αποτελέσματα».

Π. Π.

Κυβερνήσεις συνεργασίας: υπέρ ή κατά;-1
Από τις 27 μεταπολεμικές εκλογικές αναμετρήσεις, στις 25 εφαρμόστηκε η ενισχυμένη αναλογική ή το πλειοψηφικό σύστημα και στις δύο, το 1946 και το 1950, η απλή αναλογική. Φωτ. INTIME NEWS

Δεν υπάρχουν συναινέσεις

Του Άγγελου Στάγκου 

Τα αυτονόητα είπε ο πρωθυπουργός όταν πριν από μερικές εβδομάδες επιχείρησε να βάλει ένα τέλος στην εκλογολογία, τονίζοντας ότι οι επόμενες εκλογές θα γίνουν στο τέλος της άνοιξης του 2023. Με έμμεσο, αλλά σαφή τρόπο ξεκαθάρισε επίσης ότι ο λαός είναι εκείνος που θα αποφασίσει αν η επόμενη κυβέρνηση θα είναι αυτοδύναμη ή συνεργασίας, με την έννοια ότι αν στις δεύτερες εκλογές που θα γίνουν με το σύστημα ενισχυμένης αναλογικής, το οποίο έχει ψηφιστεί, δεν αναδείξουν αυτοδύναμη κυβέρνηση, η επόμενη λύση θα είναι κυβέρνηση συνεργασίας, όχι νέα προσφυγή στις κάλπες.

Με λίγα λόγια, ο Κυρ. Μητσοτάκης είπε, ή και άφησε να διαφανεί, ότι:

α) Πρόθεσή του είναι να φτάσει η κυβέρνηση στα όρια της εξάντλησης της θητείας της, αν και οι πάντες γνωρίζουν ότι πολλές φορές στην πολιτική «τα γεγονότα» είναι εκείνα που καθορίζουν τις εξελίξεις.

β) Με δεδομένο ότι η πρώτη εκλογική αναμέτρηση με απλή αναλογική είναι περίπου αδύνατο να βγάλει κυβέρνηση δίχως τη συμμετοχή του πρώτου κόμματος, που προεξοφλεί ότι θα είναι η Ν.Δ., το κόμμα του θα επιδιώξει την κατάκτηση της αυτοδυναμίας στις επαναληπτικές.

γ) Αν δεν τα καταφέρουν ούτε τότε, ο σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας θα είναι η επιλογή ανάγκης και ο ίδιος δεν πρόκειται να την τορπιλίσει, προκειμένου να αποφευχθεί η περιπέτεια τρίτων εκλογών με τη χώρα να πορεύεται επί μήνες δίχως κυβέρνηση σε μία πολύ δύσκολη συγκυρία.

Είναι γνωστό ότι οι δηλώσεις αυτές έδωσαν αφορμή για ερμηνείες ότι ο πρωθυπουργός εγκαταλείπει την αρχή της αυτοδυναμίας, αλλά και για να ξεκινήσει μία φιλολογία περί των αγαθών συνεπειών που προκαλούν αντικειμενικά και από τη φύση τους οι κυβερνήσεις συνεργασίας. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Ο μεν Κυρ. Μητσοτάκης δεν εξόρκισε την αυτοδυναμία και την επιδίωξή της, αλλά γνωρίζοντας ότι πρόκειται για δύσκολο στόχο –που γίνεται ολοένα δυσκολότερος εξαιτίας των ραγδαίων γεγονότων– έδειξε πρόθυμος να συμβιβαστεί με την ιδέα σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας, αν αυτή είναι η βούληση των ψηφοφόρων. Οι δε κυβερνήσεις συνεργασίας δεν αποτελούν πανάκεια για την Ελλάδα με τις πασίγνωστες ιδιαιτερότητές της. Η οποία Ελλάδα δεν είναι Ολλανδία ή Γερμανία, ούτε οι καιροί είναι κατάλληλοι για πειραματισμούς και φροντιστήρια συνεργασίας του πολιτικού προσωπικού.

Οι καιροί δεν είναι κατάλληλοι για πειραματισμούς και φροντιστήρια συνεργασίας του πολιτικού προσωπικού.

Καλά τα λόγια και οι θεωρίες, ακόμη καλύτερος όμως ο ρεαλισμός. Μιλάμε για την Ελλάδα με τη δεδομένη και ανεπαρκή δημόσια διοίκηση, που ασφαλώς δεν αντέχει να περιμένει εβδομάδες ή μήνες μέχρις ότου ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις για μία προγραμματική συμφωνία σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας. Στην Ολλανδία και στη Γερμανία η δημόσια διοίκηση είναι σε θέση να πιλοτάρει τις χώρες αυτές μέσα στην καθημερινότητα, ακόμη και αν προκύψουν έκτακτες καταστάσεις, εδώ όχι. Οι πιο πρόσφατες εμπειρίες θυμίζουν ότι η προγραμματική συμφωνία Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ αφορούσε κυρίως τη μοιρασιά της εξουσίας με τοποθετήσεις στελεχών και πολύ σύντομα ξηλώθηκε με αποχώρηση από την κυβέρνηση του Φ. Κουβέλη και των στελεχών του. Μετά από αυτήν η χώρα ταλαιπωρήθηκε από την τραγική συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ που και αυτή διαλύθηκε κάποια στιγμή όταν ανέκυψαν θέματα διαφωνίας.

Κατά τους υποστηρικτές των κυβερνήσεων συνεργασίας, αυτές εξασφαλίζουν τη συναίνεση ευρύτερων δυνάμεων. Μπορεί αλλού, όχι εδώ. Δεν συνέβη κάτι τέτοιο με το σύστημα απλής αναλογικής στις δημοτικές εκλογές, με τα γνωστά χαοτικά αποτελέσματα. Δεν υπάρχει, ούτε πρόκειται να υπάρξει συναίνεση στα πεδία του συνδικαλισμού. Οι συνδικαλιστές και η βάση τους έχουν αυτονομηθεί ολοκληρωτικά από κόμματα και ιδεολογίες, λειτουργούν πια απολύτως συντεχνιακά και αυτό διαπιστώνεται με κάθε ευκαιρία. Κλασικά παραδείγματα η ΟΛΜΕ σήμερα με νεοδημοκρατική ηγεσία, οι συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ στο απώτερο παρελθόν, όταν τίναξαν στον αέρα τον νόμο Γιαννίτση για το ασφαλιστικό. Τίποτα δεν εγγυάται ότι οι κυβερνήσεις συνεργασίας αυξάνουν τις πιθανότητες λαϊκής συναίνεσης, αντίθετα βοηθούν στην αποποίηση κομματικής ευθύνης, όταν συναντούν έντονες αντιδράσεις.

Αγνωστο ποιο κυβερνητικό σχήμα έχουν κατά νουν οι υποστηρικτές των κυβερνήσεων συνεργασίας, άρα και της απλής αναλογικής συνειρμικά –μήπως να καταργηθεί και το 3%;–, ο Θεός να φυλάει… Αν πάντως πιστεύουν ότι τέτοιες κυβερνήσεις θα ευνοούν περισσότερο τη δημιουργία περισσότερο κοινωνικού κράτους, ας το σκεφτούν καλύτερα. Σε μία χώρα όπου η ιδέα του κοινωνικού κράτους κυριαρχεί απόλυτα απ’ άκρου εις άκρον του πολιτικού φάσματος, όπως έδειξε η πείρα των τελευταίων γεμάτων κρίσεις ετών, τι περιθώρια υπάρχουν για μεγέθυνσή του. Πόσα περισσότερα θα έδινε για στήριξη επιχειρήσεων, εργαζομένων, οικονομίας, πολιτών, αναξιοπαθούντων κ.λπ. μία κυβέρνηση συνεργασίας, από την αυτοδύναμη που διοικεί τη χώρα; Αλλο, αν το κοινωνικό κράτος χρειάζεται καλύτερη οργάνωση (και λιγότερες αναποτελεσματικές σπατάλες)…

Τούτων λεχθέντων, φυσικά ο λαός θα πάρει την απόφαση αν η επόμενη κυβέρνηση θα είναι μονοκομματική, ή συνεργασίας. Σε μια εποχή που απαιτεί γρήγορες αποφάσεις και άμεση ανάληψη ευθύνης!

* Ο κ. Αγγελος Στάγκος είναι δημοσιογράφος, πρώην σύμβουλος έκδοσης της «Καθημερινής».

Aπάλυνση των παθών

Του Μιχάλη Σταθόπουλου

Στις προσεχείς βουλευτικές εκλογές, όταν γίνουν, θα εφαρμοσθεί το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής. Στο σύστημα αυτό καταλογίζεται συχνά ότι προκαλεί κυβερνητική αστάθεια. Αλλά δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η απλή αναλογική είναι δικαιότερο ή, μάλλον, το δίκαιο σύστημα, γιατί εξασφαλίζει την ισότητα της ψήφου των Ελλήνων πολιτών. Θα έπρεπε μάλιστα, κατά τη γνώμη μου, να υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο Σύνταγμα ότι οι βουλευτικές εκλογές διεξάγονται με το σύστημα αυτό. Στη Γερμανία, της οποίας ο νομικός και συνταγματικός πολιτισμός είναι όμοιος με τον δικό μας, θεωρείται ότι η απλή αναλογική κατοχυρώνεται στο Σύνταγμά της, μολονότι δεν υπάρχει ρητή αναφορά σε αυτήν. Η συνταγματική κάλυψή της συνάγεται από την πρόβλεψη στο εκεί Σύνταγμα ότι οι βουλευτές εκλέγονται με την ελεύθερη και ίση ψήφο των πολιτών. Διερωτώμαι: Θα υποστήριζε κανείς στην Ελλάδα ότι το Σύνταγμα επιτρέπει την ανισότητα της ψήφου;

Δεν χρειάζεται συνεπώς, νομίζω, να αναζητήσουμε άλλα πλεονεκτήματα για να υποστηρίξουμε το σύστημα της απλής αναλογικής. Το σύστημα αυτό, όπως προκύπτει από τα λεχθέντα, έχει από μόνο του αυταξία. Χρειάζεται μόνο να αντιμετωπίσουμε το προβαλλόμενο ως μειονέκτημα ότι η απλή αναλογική δεν εξασφαλίζει σταθερή κυβέρνηση. Γίνεται μάλιστα σχετικώς επίκληση της προϊστορίας στην Ελλάδα, σύμφωνα με την οποία το σύστημα αυτό, όταν εφαρμοζόταν, οδηγούσε σε κυβερνητική αστάθεια. Τούτο όμως δεν είναι ακριβές. Υπάρχει δε και κρίσιμος αντίλογος. Συγκεκριμένα:

Πρώτον (και θα αναφερθώ στις βουλευτικές εκλογές μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο – η περίοδος του μεσοπολέμου με τα πολλά κινήματα και τις δικτατορίες δεν μπορεί να είναι ενδεικτική), η απλή αναλογική έχει ελάχιστα εφαρμοσθεί και για την ακρίβεια μόνο στις εκλογές του 1946 και του 1950. Στις 25 εκλογές που ακολούθησαν έως σήμερα εφαρμόσθηκαν είτε το πλειοψηφικό σύστημα είτε ποικίλα συστήματα ενισχυμένης αναλογικής. Από τις δύο περιπτώσεις εφαρμογής της απλής αναλογικής, η πρώτη (Βουλή του 1946) διαδραματίσθηκε σε ανώμαλη περίοδο (εμφύλιος πόλεμος) και δεν μπορεί να είναι ο σωστός δείκτης επιτυχούς ή μη εφαρμογής της. Η δε Βουλή του 1950 αρχικά απέδωσε επιτυχώς τρικομματική κυβέρνηση, αποτελούμενη από τα δεύτερο, τρίτο και τέταρτο κόμματα (Φιλελευθέρων, ΕΠΕΚ Πλαστήρα, κόμμα Γ. Παπανδρέου αντίστοιχα), ενώ το πρώτο κόμμα (Λαϊκό) έμεινε στην αντιπολίτευση. Η κυβέρνηση αυτή όμως επέζησε μόνο 1,5 έτος, διότι ο πρωθυπουργός Ν. Πλαστήρας δήλωσε αιφνιδίως ότι τάσσεται εφεξής υπέρ του πλειοψηφικού συστήματος. Κάποιοι τον είχαν πείσει ότι το πλειοψηφικό συνέφερε το κόμμα του. Χωρίς την αλλαξοπιστία του Ν. Πλαστήρα, η τρικομματική κυβέρνηση θα είχε επιβιώσει. Συμπέρασμα: Η απλή αναλογική αποδίδει σταθερές κυβερνήσεις, αρκεί οι πολιτικοί αρχηγοί να είναι σταθεροί στις απόψεις τους.

Σημειώνω ότι το ή τα κόμματα που μπορούν να έχουν την πλειοψηφία στη Βουλή, ώστε να σχηματίσουν κυβέρνηση, δεν χρειάζεται να έχουν ψηφισθεί από πάνω από το 50% των ψηφισάντων. Διότι η πλειοψηφία στη Βουλή είναι άλλη από την πλειοψηφία στο εκλογικό σώμα, αφού δεν εισέρχονται στη Βουλή κόμματα που δεν φθάνουν το όριο του 3%· όριο δικαιολογημένο για να αποφευχθούν η πολυδιάσπαση των πολιτικών δυνάμεων και ο κατακερματισμός τους σε μικρά κόμματα και κομματίδια. Χωρίς ένα τέτοιο όριο θα μπορούσαμε να φθάσουμε σε μια χαώδη κατάσταση. Το 1/300 των εκλογέων (δηλαδή 0,33%) θα μπορούσε να εκλέξει έναν βουλευτή. Κάθε τοπική κοινωνία τον δικό της βουλευτή. Συνέπεια η έξαρση του τοπικισμού με ευθύνη αυτών που ενσυνειδήτως ψηφίζουν κόμματα για τα οποία προβλέπεται ότι είναι απίθανο να φθάσουν το όριο. Στο κάτω κάτω η ισότητα είναι αναλογική ισότητα.

Το σύνολο αυτών των κάτω του 3% κομμάτων ανέρχεται συνήθως στο περίπου 10% των ψηφισάντων (ενδεχομένως, λόγω απλής αναλογικής που προσελκύει περισσότερα μικρά κόμματα, το ποσοστό αυτό να είναι αισθητά μεγαλύτερο). Αρα, αν οι ψήφοι που υπολογίζονται για την εκλογή βουλευτών είναι το περίπου 90% των ψηφισάντων, πλειοψηφία στη Βουλή σχηματίζεται με ποσοστό άνω του 45% περίπου. (Αντίστοιχα, αν το πρώτο ποσοστό είναι, αντί 90%, 85%, το δεύτερο θα είναι, αντί 45%, 42,5% των ψηφισάντων).

Δεύτερον: Το πρακτικά ακόμη σημαντικότερο πλεονέκτημα της απλής αναλογικής είναι ότι θα οδηγεί κατά κανόνα σε κυβερνήσεις συνεργασίας και όχι μονοκομματικές. Θα καλλιεργεί ένα πνεύμα συνεργασίας, στην αρχή έστω λόγω ανάγκης, έως ότου γίνει συνείδηση ότι αυτό είναι αίτημα της δημοκρατίας. Η σύγκλιση απόψεων, οι συναινέσεις και η συνδιαλλαγή προωθούνται με τις συμμαχικές κυβερνήσεις. Συμβάλλουν στην απάλυνση των παθών και δημιουργούν ομαλό πολιτικό βίο.

Σημειωτέον ότι ο υπέρμαχος των κυβερνήσεων συνεργασίας Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ο σπουδαιότερος μετά τον Ελευθέριο Βενιζέλο πολιτικός της εποχής του, αλλά με πραγματικά δημοκρατικές απόψεις (που δεν χαρακτήριζαν τον κατά τα λοιπά μεγάλο Κρήτα πολιτικό), εύστοχα παρατηρούσε (όπως διαβάζει κανείς στους δημοσιευμένους λόγους του) ότι η έμπρακτη επίδειξη συναινετικού πνεύματος αποτελεί μείζον δημοκρατικό αίτημα, αποτελεί εφαρμογή στην πράξη περισσότερης δημοκρατίας, ενώ αντίθετα η συγκέντρωση υπερβολικής εξουσίας σε ένα κόμμα ή, πολύ περισσότερο σε ένα πρόσωπο, εκτρέφει αλαζονεία, πόλωση και διχαστικές καταστάσεις. Εφθανε μάλιστα στο σημείο να υποστηρίζει ότι η συνεργασία των κομμάτων έπρεπε να επιβληθεί και με συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Το προέβλεψε άλλωστε τελικά στο Σύνταγμα του 1925, του οποίου ήταν ο βασικός εμπνευστής.

Η πολιτική ζωή της Ελλάδος χαρακτηρίζεται από πάθη και φανατισμούς. Κυβερνήσεις συνεργασίας της τελευταίας 10ετίας στην Ελλάδα ήταν ελάχιστες και βραχύβιες. Ας θυμηθούμε τον εθνικό διχασμό (μετά τις μεγάλες επιτυχίες των Βαλκανικών πολέμων) που έφθανε και σε πράξεις βίας ανάμεσα σε βενιζελικούς και βασιλικούς. Ακόμη και οι ηγέτες των δύο παρατάξεων χαρακτηρίζονταν από υπέρμετρα πάθη. Αλλά και στη σύγχρονη εποχή δύσκολα μπορώ να θυμηθώ ηγέτες της αντιπολίτευσης τις τελευταίες δεκαετίες που να μη χρησιμοποιούσαν σε βάρος της κυβερνώσας παράταξης καταστροφολογικές εκφράσεις, με οξύτητα και με εξωπραγματικές υπερβολές του τύπου ότι η κυβέρνηση οδηγεί τη χώρα κατά κρημνών και άλλες όμοιες. Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις (π.χ. Γεώργιος Ράλλης).

Οι μονοκομματικές κυβερνήσεις ενέχουν τις προϋποθέσεις να οδηγήσουν σε αλαζονική συμπεριφορά, να εκθρέψουν τον διπολισμό, να οξύνουν τα πάθη. Αντίθετα, οι κυβερνήσεις συνεργασίας καλλιεργούν το συναινετικό πνεύμα και εξημερώνουν τα ήθη. (Βέβαια ο φανατισμός συσπειρώνει οπαδούς και φέρνει ψήφους. Οποιος όμως τον επιδιώκει, λαϊκίζει και βλάπτει το γενικό συμφέρον).

Δεν είναι τυχαίο ότι ο δικομματισμός σήμερα στην Ευρώπη βρίσκεται στη δύση του. Στις περισσότερες προηγμένες χώρες της έχουν επικρατήσει ο πολυκομματισμός και οι κυβερνήσεις συνεργασίας. Ο κοινοβουλευτισμός έχει γίνει πιο συναινετικός, άρα πολιτικά πιο πολιτισμένος. Καιρός να γίνουν και στη χώρα μας βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Ευκαιρία οι επόμενες εκλογές. Χρήσιμη κάθε κυβέρνηση συνεργασίας, με προτίμηση, ανάλογα με την ιδεολογία του καθενός, στη «συντηρητικότερη» ή στην «προοδευτικότερη» εκδοχή της. Ευκταίος όμως και ο μεγάλος συνασπισμός (μολονότι, βέβαια, μη αναμενόμενος), για μια έστω προσωρινή περίοδο, ώστε να ξεπερασθούν επιτέλους οι αδικαιολόγητα φανατικές και ακραίες αντιπαραθέσεις.
 
* Ο κ. Μιχάλης Σταθόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ακαδημαϊκός, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή