Ο Θ. Πετραλιάς στην «Κ»: Τελικά δαπανούμε πολλά ή λίγα;

Ο Θ. Πετραλιάς στην «Κ»: Τελικά δαπανούμε πολλά ή λίγα;

Η κυβερνητική πολιτική δέχεται διπλή κριτική ως προς το ύψος και τη στόχευση των οικονομικών ενισχύσεων

4' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η κυβερνητική πολιτική δέχεται διπλή κριτική ως προς το ύψος και τη στόχευση των οικονομικών ενισχύσεων. Υπάρχουν φωνές προσκείμενες στον ευκαιριακό λαϊκισμό που κατηγορούν την κυβέρνηση ότι δίνει λίγα, ενώ την ίδια στιγμή διατυπώνονται απόψεις που διατείνονται ότι δίνονται πολλά και χωρίς στόχευση, όπως για παράδειγμα στο πρόσφατο άρθρο του έγκριτου ακαδημαϊκού Κώστα Κωστή στην «Καθημερινή» της προηγούμενης Κυριακής.

Η ενεργειακή κρίση που πλήττει από το φθινόπωρο του 2021 την παγκόσμια οικονομία έρχεται σε συνέχεια μιας πρωτόγνωρης υγειονομικής κρίσης, για την οποία υλοποιήθηκαν στη χώρα μας μέτρα ύψους 43 δισ. ευρώ σε ταμειακή βάση και 30 δισ. ευρώ σε δημοσιονομική βάση. Παράλληλα, η κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε σειρά μόνιμων παρεμβάσεων, που περιλαμβάνουν δεκάδες μειώσεις φόρων και εισφορών, το κόστος των οποίων υπερβαίνει τα 5 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, ενώ η χώρα αντιμετώπισε τα τελευταία έτη σειρά φυσικών καταστροφών που κόστισαν περί το 1,5 δισ. ευρώ. Αναφορικά με την ενεργειακή κρίση, έχουν δαπανηθεί από τον Οκτώβριο του 2021 έως και τον Ιούλιο του 2022 περί τα 6 δισ. ευρώ, εκ των οποίων περί τα 2,5 δισ. ευρώ επιβαρύνουν το δημοσιονομικό αποτέλεσμα, ενώ η επιδότηση του ρεύματος συνεχίζεται και το επόμενο χρονικό διάστημα με σημαντικά ποσά μηνιαίως, το ύψος των οποίων εξαρτάται από τις διεθνείς τιμές φυσικού αερίου.

Συνολικά, λοιπόν, έχουν διατεθεί έως σήμερα άνω των 50 δισ. ευρώ σε άμεσες και έμμεσες ενισχύσεις, τα οποία σίγουρα αποδομούν αυτόματα τους λαϊκιστικούς ισχυρισμούς. Ωστόσο, εύλογα τίθεται το ερώτημα: Τα μέτρα που υλοποιούνται, πόσο αποτελεσματικά είναι και πώς διαφυλάσσεται η δημοσιονομική προοπτική της χώρας;

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι τα μέτρα για την πανδημία βοήθησαν την οικονομία να ανακάμψει, αντισταθμίζοντας εντός του 2021 σχεδόν το σύνολο των απωλειών του 2020, ενώ την ίδια στιγμή ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ επιστρέφει φέτος στα επίπεδα του 2019 ή ακόμα χαμηλότερα. Πώς όμως συνέβη αυτό;

Η δημοσιονομική πολιτική που υλοποιείται στοχεύει στη διατήρηση της δύσκολης ισορροπίας που απαιτείται έτσι ώστε να προστατευτεί η προοπτική της οικονομίας για την επόμενη ημέρα χωρίς να υπονομευθούν τα δημόσια οικονομικά. Οπως και στην πανδημία διατέθηκαν πόροι με στοχευμένα μέτρα, όπως η επιστρεπτέα προκαταβολή, που βασίστηκε σε πρότυπο αλγόριθμο που λάμβανε υπόψη τους δηλωμένους τζίρους και το μεικτό περιθώριο κέρδους κάθε επιχείρησης ξεχωριστά ώστε να μην επιβραβεύονται οι φοροφυγάδες, ή οι αναστολές εργαζομένων με βάση μηνιαία αναλυτική επιλογή κωδικού αριθμού δραστηριότητας, έτσι και τώρα η πολιτεία ενίσχυσε με στοχευμένα μέτρα τους καταναλωτές για την αύξηση του ρεύματος της προηγούμενης περιόδου για την πρώτη κατοικία τους και με αναλυτικό υπολογισμό σε επίπεδο λογαριασμού ώστε να διαπιστωθεί η πραγματική επιβάρυνση, όπως ενίσχυσε και τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά.

Τα μέτρα για τη διαχείριση της ενεργειακής κρίσης υλοποιούνται εντός των δημοσιονομικών δυνατοτήτων, διαφυλάττοντας την πτωτική πορεία του χρέους ως προς το ΑΕΠ.

Παράλληλα, η ενίσχυση των ιδιοκτητών Ι.Χ. για τα καύσιμα δεν είναι οριζόντια, είναι με εισοδηματικά κριτήρια, για ένα μόνο όχημα ανά ιδιοκτήτη και υπολογισμένη για συγκεκριμένη χιλιομετρική απόσταση μηνιαίως. Αντιθέτως, η φαινομενικά εύκολη λύση της μείωσης του ΕΦΚ δεν υιοθετείται καθώς από τη μία διαταράσσει τη δημοσιονομική ισορροπία (τα έσοδα από τη φορολογία καυσίμων ανέρχονται σε 6 δισ. ευρώ ετησίως και αποτελούν την τρίτη μεγαλύτερη φορολογική πηγή εσόδων του κράτους μετά τον ΦΠΑ και τον φόρο εισοδήματος) και αφετέρου είναι ένα μέτρο αντιστρόφως προοδευτικό, που ενισχύει λιγότερο τα μικρότερα εισοδήματα. Ωστόσο, επιδοτείται ειδικά το πετρέλαιο κίνησης με σκοπό τη μείωση της επίπτωσης της ενεργειακής κρίσης στην εφοδιαστική αλυσίδα.

Σε συνέχεια των ανωτέρω, έχει τεθεί σε εφαρμογή από τον Ιούλιο 2022 ένας πρότυπος μηχανισμός για τον έλεγχο των τιμών του ρεύματος. Πιο συγκεκριμένα, πέραν των εσόδων από τα δικαιώματα εκπομπών ρύπων και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, πλέον εισρέουν στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης και έσοδα που παρακρατούνται από τους παραγωγούς στη χονδρική αγορά ρεύματος. Αυτά τα έσοδα συμπληρώνονται με απαιτούμενους πόρους από τον τακτικό προϋπολογισμό και διατίθενται στο σύνολό τους για την παροχή εκπτώσεων στον τελικό καταναλωτή. Είναι σαφές ότι πλέον οι αυξήσεις στις διεθνείς τιμές είναι τόσο μεγάλες (πενταπλάσιες ή ακόμη υψηλότερες) που δίχως τον ανωτέρω μηχανισμό η συντριπτική πλειονότητα των καταναλωτών θα αντιμετώπιζε δυσχέρεια στην κάλυψή τους. Η μη επιδότηση, με αυτό το ύψος τιμών, θα οδηγούσε σε συσσώρευση οφειλών με πλήγμα στην κουλτούρα πληρωμών και με κίνδυνο μόνιμου πλήγματος στην ελληνική οικονομία και κατά συνέπεια στα μελλοντικά δημόσια έσοδα.

Αναφορικά με το ερώτημα εάν τα μέτρα δεν λαμβάνουν υπόψη την απαιτούμενη δημοσιονομική πειθαρχία, η απάντηση είναι σαφώς αρνητική. Στο Πρόγραμμα Σταθερότητας του Απριλίου 2022 προβλέπονται οι δημοσιονομικοί στόχοι για τα έτη 2022-2025. Οι στόχοι αυτοί έχουν τεθεί με βασικό γνώμονα τη βιωσιμότητα του χρέους και προσβλέπουν σε πρωτογενές έλλειμμα ύψους 2% του ΑΕΠ για το 2022 και πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 2,1% με 2,3% σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Αντιστοίχως, το δημόσιο χρέος, από 180,7% του ΑΕΠ το 2019 και 206,3% το 2020, αναμένεται το 2022 να επανέλθει στα επίπεδα του 2019 ή χαμηλότερα και να αποκλιμακωθεί σε επίπεδα κάτω από 150% του ΑΕΠ έως το 2025. Συνεπώς είναι σαφές ότι τα μέτρα που λαμβάνονται για τη διαχείριση της ενεργειακής κρίσης προγραμματίζονται και υλοποιούνται εντός των δημοσιονομικών δυνατοτήτων, διαφυλάττοντας την πτωτική πορεία του χρέους ως προς το ΑΕΠ.

Η κυβέρνηση αυτή έβγαλε τη χώρα από τον ατέρμονα κύκλο των μνημονίων και της ενισχυμένης εποπτείας, επιτυγχάνοντας έντεκα συνεχείς θετικές αξιολογήσεις και σειρά αναβαθμίσεων που σήμερα μας φέρνουν ένα σκαλοπάτι πριν από την επενδυτική βαθμίδα, με επιτόκια δανεισμού που πλέον είναι ανάλογα άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Γνωρίζει καλά τι δεν πρέπει να ξανασυμβεί για να μην παγιδευτούμε σε έναν νέο κύκλο αποκλεισμού από τις αγορές και αυξημένου χρέους. Γνωρίζει ότι ο ενάρετος οικονομικός κύκλος απαιτεί αντικυκλική πολιτική μέσω προσεκτικά σχεδιασμένων μέτρων κατά την ύφεση και δημοσιονομική εγκράτεια κατά τον ανοδικό κύκλο.

Η μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική σταθερότητα επηρεάζεται εάν κανείς δαπανήσει είτε λιγότερα είτε περισσότερα από όσα απαιτείται και φυσικά εξαρτάται από το εάν τα δαπανήσει σε μέτρα με μικρό ή μεγαλύτερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα. Πρέπει συνεπώς να δαπανώνται όσα πρέπει και όπως πρέπει, εντός των δημοσιονομικών περιθωρίων, με πρωταρχικό στόχο να ξαναβγεί δυνατή η ελληνική οικονομία και από την κρίση αυτή.

* Ο κ. Θάνος Πετραλιάς είναι γενικός γραμματέας Δημοσιονομικής Πολιτικής.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή