Οι συνταγματολόγοι στην αρένα της πολιτικής

Οι συνταγματολόγοι στην αρένα της πολιτικής

Οταν οι νομικοί δοκιμάζουν τα όρια μεταξύ επιστήμης και κομματικής αντιπαράθεσης

5' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

H «σύρραξη» των συνταγματολόγων, που εκδηλώνεται όταν πρέπει να αποφανθούμε για τη νομιμότητα κυβερνητικών πράξεων ή παραλείψεων, είναι ένα «σόου» ανάμεσα σε προσωπικότητες που κάνουν πολιτική με πρόσχημα την επιστήμη ή μια δημόσια διαλεκτική μεταξύ ακαδημαϊκών που ενισχύει την ποιότητα της δημοκρατίας; Το ερώτημα αυτό επικρέμαται από τότε που οι συνταγματολόγοι, ο νεαρός Ευάγγελος Βενιζέλος από τη μια πλευρά και από την άλλη ο αείμνηστος Αριστόβουλος Μάνεσης και ο Αντώνης Μανιτάκης, εξέφρασαν αντίθετες απόψεις για τη νομιμότητα της «ψήφου Αλευρά». Στις 9 Μαρτίου 1985 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έμαθε ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν θα υποστηρίξει την ανανέωση της θητείας του. Την επομένη παραιτήθηκε από Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Βάσει του Συντάγματος η αναπλήρωση του Προέδρου έγινε από τον πρόεδρο της Βουλής Γιάννη Αλευρά, ώσπου η Βουλή να εκλέξει νέο Πρόεδρο. Θα έπρεπε ή όχι να ψηφίσει ο Αλευράς, ως βουλευτής, για την εκλογή του νέου Προέδρου; Ο κ. Βενιζέλος υποστήριξε ότι θα έπρεπε, γιατί σε αντίθετη περίπτωση το εκλογικό σώμα θα αποτελούνταν από 299 και όχι από 300 βουλευτές. Αλλωστε, όπως επισήμανε ο κ. Βενιζέλος, ο Αλευράς δεν αναπλήρωνε τον Πρόεδρο ως «πρόσωπο», αλλά ως «όργανο». Ο Μάνεσης και ο κ. Μανιτάκης υποστήριξαν την αντίθετη άποψη (επικράτησε η άποψη Βενιζέλου).

Κορυφαίοι συνταγματολόγοι εκφράζουν σήμερα τις απόψεις τους για τις πολιτικές και νομικές όψεις της παρακολούθησης από την ΕΥΠ των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων του Νίκου Ανδρουλάκη. Χρησιμοποιούν το Σύνταγμα για να εξυπηρετήσουν πολιτικές σκοπιμότητες ή το ερμηνεύουν αυθεντικά; Σύμφωνα με τη θεωρία, το Σύνταγμα δεν είναι θέσφατο. Επιδέχεται πολιτικές ερμηνείες. Κατά συνέπεια, κάθε συνταγματική ερμηνεία έχει πολιτική όψη. Δεν είναι όμως όλες οι πολιτικές ερμηνείες εξίσου «σχετικές». Κάποιες είναι πιο στέρεες από άλλες. Κάθε πολίτης μπορεί να κρίνει μόνος του. Ας δούμε λοιπόν τις διαφορετικές «πολιτικές ερμηνείες»: Ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης υποστηρίζει ότι η παρακολούθηση ήταν νόμιμη γιατί έγινε για λόγους εθνικής ασφάλειας. Οι καθηγητές Νίκος Αλιβιζάτος, Ευάγγελος Βενιζέλος και Προκόπης Παυλόπουλος υποστηρίζουν ότι ήταν παράνομη, ακόμη κι αν έγινε για λόγους εθνικής ασφάλειας. Σε μια ενδιάμεση θέση βρίσκεται η άποψη του Αντώνη Μανιτάκη. Ο Ευ. Βενιζέλος υποστηρίζει ότι ο συνδυασμός του άρθρου 19 και του άρθρου 62 του Συντάγματος οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο βουλευτής «δεν περιορίζεται» από κρατικά όργανα, παρά μόνο με άδεια της Βουλής. Η παρακολούθηση δεν αναφέρεται ρητώς στο Σύνταγμα ως «μέσο περιορισμού». Αρα η κυβέρνηση υπαινίσσεται ότι δεν παραβιάστηκε το Σύνταγμα επειδή δεν ζητήθηκε η άδεια της Βουλής για την παρακολούθηση. Ο κ. Βενιζέλος, αντιθέτως, θεωρεί αυτονόητο ότι η παρακολούθηση βουλευτή αποτελεί μέσο περιορισμού του και άρα, χωρίς άδεια της Βουλής, είναι παράνομη. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε ότι η παρακολούθηση ήταν νόμιμη, αλλά πολιτικά λανθασμένη. Αν τη γνώριζε θα την απαγόρευε. Ο κ. Βενιζέλος απάντησε λέγοντας ότι αν η παρακολούθηση ήταν νόμιμη, τότε η ενδεχόμενη απαγόρευσή της από τον πρωθυπουργό θα μπορούσε να είναι παράνομη!

Ο κ. Γεραπετρίτης υποστήριξε ότι ουδείς εξαιρείται από τις παρακολουθήσεις, διότι έτσι παραβιάζεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης. Επισήμανε ότι ο ερμηνευτικός νόμος του Συντάγματος 2225/1994, που συνυπογράφει ο κ. Βενιζέλος, δεν προβλέπει εξαιρέσεις. Υποστήριξε επίσης ότι με νέο νόμο θα τεθούν σύντομα κανόνες για την ενισχυμένη προστασία των βουλευτών. Ο κ. Βενιζέλος απάντησε ότι ουδείς εξαιρείται, αλλά επανέλαβε ότι για τους βουλευτές απαιτείται η έγκριση της Βουλής, όπως ορίζει το Σύνταγμα (εφόσον γίνει δεκτό ότι μια παρακολούθηση ισοδυναμεί με περιορισμό). Πρόσθεσε ότι δεν συμβιβάζεται η κυβερνητική άποψη περί μηδενικών εξαιρέσεων με την αναγγελία για την εισαγωγή στη νομοθεσία εξαιρέσεων που ήδη προβλέπονται στο Σύνταγμα. Επισήμανε ότι οι συνταγματικές προβλέψεις δεν είναι απαραίτητο να επαναλαμβάνονται μέσα στους νόμους προκειμένου να ισχύουν, διότι κυριαρχεί η αρχή ότι το Σύνταγμα υπερέχει κάθε νόμου.

Η συζήτηση για τη νομιμότητα της παρακολούθησης επεκτάθηκε και στο τι πρέπει να πράξει η κυβέρνηση.

Η αρμοδιότητα για την ΕΥΠ

Ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και καθηγητής Νομικής Προκόπης Παυλόπουλος δημοσίευσε πρόσφατα άρθρο στην ιστοσελίδα constitutionalism.gr με τίτλο «Tα κατά το Σύνταγμα ουσιώδη στοιχεία –”essentialia negotii”– της πολιτικής ευθύνης των μελών της Κυβέρνησης». Στο άρθρο, όπως και στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις του, εξηγεί ότι η πολιτική ευθύνη για μια παραβίαση της αρχής της νομιμότητας υφίσταται αντικειμενικά – δεν προϋποθέτει δηλαδή δόλο ή αμέλεια για να στοιχειοθετηθεί. Προσθέτει ότι η πολιτική ευθύνη είναι προσωπική «και δεν μπορεί κατ’ ουδένα τρόπο –επομένως ούτε και εμμέσως– να μετατεθεί και, εν συνεχεία, να “καταλογισθεί” σε άλλο μέλος της Κυβέρνησης από εκείνο στο οποίο οφείλεται η πράξη ή η παράλειψη που έχει ως έννομη συνέπεια τη δημιουργία της πολιτικής ευθύνης». Επισημαίνει ότι ο πρωθυπουργός είχε ο ίδιος την αρμοδιότητα και την πολιτική ευθύνη για την ΕΥΠ και υπογραμμίζει ότι τόσο η αρμοδιότητα όσο και η πολιτική ευθύνη δεν μεταβιβάστηκε στον γενικό γραμματέα Γρηγόρη Δημητριάδη, αλλά ούτε και θα μπορούσε να μεταβιβαστεί, γιατί ένας πρωθυπουργός μπορεί να μεταβιβάσει μια αρμοδιότητα μόνο σε υπουργό ή υφυπουργό. Με άλλα λόγια ο κ. Παυλόπουλος υποστηρίζει ότι ο πρωθυπουργός διατηρούσε ο ίδιος την αρμοδιότητα της ΕΥΠ και πρέπει να αναλάβει την πολιτική ευθύνη για την παρακολούθηση Ανδρουλάκη.

Οι κ. Βενιζέλος και Παυλόπουλος δεν υποστηρίζουν ότι πρέπει να παραιτηθεί ο πρωθυπουργός. Ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νίκος Αλιβιζάτος, σε συνέντευξή του στην ιστοσελίδα 24/7, έφτασε πιο κοντά από κάθε άλλον σε αυτή την άποψη, αλλά μόνο σε περίπτωση που αποκαλυφθούν νέες παρακολουθήσεις πολιτικών. «Σε όλες τις προηγμένες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, είθισται πράγματι οι κυβερνήσεις –και όχι απλώς οι εμπλεκόμενοι υπουργοί– να παραιτούνται όταν αποκαλύπτονται μείζονα σκάνδαλα – και τούτο όταν σε αυτά εντοπίζονται και πρωθυπουργικές ευθύνες… Αυτό, κατά τη γνώμη μου, θα συμβεί και σε μας, αν η υπό εξέλιξη δικαστική έρευνα και η έρευνα της ΑΔΑΕ αποκαλύψουν ότι, εκτός από τον κ. Ανδρουλάκη, η ΕΥΠ παρακολουθούσε τα τελευταία χρόνια και άλλους πολιτικούς ηγέτες – είτε το ήξερε ο κ. Μητσοτάκης είτε όχι».

Από την άλλη πλευρά, ο καθηγητής Αντώνης Μανιτάκης, σε άρθρο του στην «Κ» (28/8), θεωρεί ότι προέχει η διαφύλαξη της κυβερνητικής σταθερότητας. Δεν είναι λιγότερο αυστηρός ως προς το συμβάν: «Η παρακολούθηση από την ΕΥΠ του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη ήταν μια ενέργεια συνταγματικά ανεπίτρεπτη και πολιτικά καταδικαστέα. Εστω και αν ήταν νομότυπη, τηρήθηκε δηλαδή η τυπική νομιμότητα, αφού διενεργήθηκε με βάση τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, ήταν, ωστόσο, συνταγματικά χωλή και ουσιαστικά ανομιμοποίητη». Ομως διαφωνεί ότι η πολιτική κύρωση που αρμόζει είναι η παραίτηση του πρωθυπουργού: «Ποιος θα φέρει την ευθύνη της κοινοβουλευτικής αστάθειας και ακυβερνησίας, τη στιγμή που η επιδίωξη κυβερνητικής σταθερότητας αποτελεί επιτακτική ανάγκη, λόγω της συγκυρίας, και είναι ένα ύψιστο συνταγματικό αγαθό;» Ο κ. Μανιτάκης προέβη σε μια τολμηρή πολιτική ερμηνεία που συμμερίζονται πολλοί υποστηρικτές της κυβέρνησης. Αλλοι θεωρούν την ίδια ερμηνεία πολιτικά επικίνδυνη. Ο καθηγητής Δημοσίου Δικαίου Ξενοφών Κοντιάδης έχει επισημάνει ότι αν η κυβερνητική σταθερότητα αναχθεί σε «ύψιστο συνταγματικό αγαθό», τότε θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ως πρόσχημα για τη διολίσθηση σε αμφιλεγόμενες καταστάσεις, όπως η ματαίωση εκλογών μέσω επίκλησης εκτάκτων αναγκών και η αποδυνάμωση των διατάξεων για την αντικειμενική ευθύνη υπουργών και πρωθυπουργών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή