Τι (δεν) καλύπτει ο προεκλογικός λόγος

Τι (δεν) καλύπτει ο προεκλογικός λόγος

Η «προεκλογική στιγμή» είναι εμβληματική για τη δημοκρατική λειτουργία. Ιδεατά, η προεκλογική στιγμή περιλαμβάνει λόγο απολογιστικό και λόγο προγραμματικό για τους κυβερνώντες και τους αντιπολιτευόμενους

6' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η «προεκλογική στιγμή» είναι εμβληματική για τη δημοκρατική λειτουργία. Ιδεατά, η προεκλογική στιγμή περιλαμβάνει λόγο απολογιστικό και λόγο προγραμματικό για τους κυβερνώντες και τους αντιπολιτευόμενους. Και οι δύο τύποι είναι αναγκαία συστατικά του δημόσιου λόγου και της διαμόρφωσης εκλογικών προτιμήσεων σε μία δημοκρατία. Πρακτικά, το πώς λειτουργεί η «προεκλογική στιγμή» σε κάθε χώρα δεν είναι βέβαια δεδομένο, ούτε σταθερό γνώρισμα. Είναι αποτέλεσμα πολιτικής κουλτούρας, ιδεολογικών προσανατολισμών και ερμηνειών της κατάστασης της κοινωνίας, της οικονομίας και της ίδιας της δημοκρατίας που επικρατούν τη δεδομένη στιγμή. Η ατμόσφαιρα του δημοκρατικού ανταγωνισμού μπορεί να κυμαίνεται από ψύχραιμη αντιπαραβολή δεδομένων και απόψεων μέχρι ακραία πόλωση ιδεολογικού πολέμου και ανένδοτων αντιπαραθέσεων. Οποια και να είναι όμως, οι ανταγωνιστές οφείλουν να προβάλλουν τις προκλήσεις του μέλλοντος και να γνωστοποιούν τα σχέδιά τους.

Ο πολιτικός ανταγωνισμός δημιουργεί ευκαιρίες και κινδύνους. Από τη μια, δίνει ευκαιρία στις πολιτικές δυνάμεις να συνθέτουν απολογισμούς και προγράμματα. Από την άλλη, δημιουργεί ροπές προς εξωραϊσμούς φίλων και δαιμονοποιήσεις αντιπάλων, που θολώνουν, παραμορφώνουν, αντί να φωτίζουν, τα δεδομένα για κρίσιμες πολιτικές επιλογές. Οι ροπές αυτές ρυθμίζουν την ένταση της πόλωσης. Ετσι, το πώς θα λειτουργήσει η δημοκρατία είναι συνάρτηση των δύο: του τρόπου λειτουργίας της κοινωνίας, των πολιτών και των πολιτικών ανταγωνιστών. Ο βραχυπρόθεσμος ωφελιμισμός, όπου ο ψηφοφόρος καλείται να επιλέξει κρίνοντας αποκλειστικά, λόγου χάριν, ποιος θα του δώσει αύριο μεγαλύτερα επιδόματα ή καλύτερες συντάξεις, είναι πάντα επικίνδυνος, όχι μόνο για την οικονομία, αλλά για όλους. Η μετατροπή της προεκλογικής στιγμής σε πλειοδοσία άμεσων ωφελημάτων μπορεί να είναι ανακουφιστική, αλλά αφήνει αναπάντητα μεγάλα ζητήματα: πώς χρηματοδοτούνται οι παροχές και με ποιο μείγμα φόρων, δανεισμού ή περικοπών άλλων δαπανών: Γιατί εξοβελίζονται από τον δημόσιο λόγο μακροπρόθεσμα ζητήματα που εμπεριέχουν κινδύνους και ευκαιρίες σε μακρύτερο ορίζοντα; Πώς και γιατί περιορίζεται η δημοκρατία σε μία βραχύτατη αντίληψη του «κοινού καλού», αντί να οργανώνεται για να αντιμετωπίσει το μέλλον;

Οι κρίσεις, το εμπεδώσαμε εδώ και δεκαπέντε περίπου χρόνια, δημιουργούν πάντα μεγάλη πίεση για την ανακουφιστική πλευρά του προγραμματικού λόγου. Oλοι διαγκωνίζονται στο να δηλώσουν τι θα κάνουν για να προστατέψουν –πρόσκαιρα συνήθως– από τις συνέπειες μιας κρίσης και στο να επικρίνουν τις προθέσεις όλων των άλλων. Αυτό, ως έναν βαθμό, είναι αναμενόμενο. Αναμενόμενο, αλλά διαβρωτικό και ανεπαρκές. Η αναγκαία ανακούφιση, αν μείνει χωρίς μελλοντική πρόνοια, μπορεί εύκολα να εγκλωβίσει τους ορίζοντες των προσδοκιών. Δηλαδή να οδηγήσει σε de facto αποσιώπηση είτε υπαρκτών προβλημάτων που επιδρούν μακρόσυρτα (π.χ. γήρανση πληθυσμού, αφανής υπερχρέωση, παλαίωση υποδομών, υποβάθμιση ανθρώπινου δυναμικού) είτε νέων μακροσκοπικών κινδύνων που απαιτούν επίμονες στρατηγικές άμβλυνσης και ελέγχου προβλημάτων (π.χ. κλιματική αλλαγή, επιδημικοί κίνδυνοι).

Ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός σπάνια εκτίθεται στον δημόσιο διάλογο των προεκλογικών περιόδων. Είναι άραγε επικίνδυνο να σκέφτονται οι ψηφοφόροι το μέλλον; Ενας λόγος που εκπέμπει μακροπρόθεσμους στόχους και διαπλάθει μακροπρόθεσμες προσδοκίες είναι σταθεροποιητικό και οργανωτικό στοιχείο των δράσεων μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Στη σημερινή ιστορική στιγμή υπάρχει και ένας νέος και θεμελιακός λόγος που κάνει αναγκαία την υπέρβαση πρακτικών βραχύχρονου πολιτικού ωφελιμισμού, αν όχι κυνισμού: η βεβαιότητα ότι οι μέγα-απειλές που ελλοχεύουν για όλη την ανθρωπότητα θα πλήξουν και εμάς –αυτό ήδη διαφαίνεται όλο πιο έντονα– και θα προκαλέσουν συλλογική ζημιά για τους πολίτες –ιδιαίτερα τους πιο αδύναμους– και τη χώρα. Αν το αναγνωρίσουμε και αν έγκαιρα συντονισθούμε με τον υπόλοιπο κόσμο, θα κάνουμε πολλά και καλύτερα από σπασμωδικές εκ των υστέρων αντιδράσεις.

Οι καλές στιγμές της μεταπολίτευσης πέρασαν. Eχουμε πίσω μας μια δεκαπενταετία οικονομικής, κοινωνικής, υγειονομικής κρίσης και φτωχών επιδόσεων στην αντιμετώπισή τους, που όμως τις θεωρούμε πλέον κανονικές! Μέσα στις αδυναμίες μας αντιμετωπίζουμε πλέον κινδύνους που δεν γνωρίζουν σύνορα, είναι μεγα-γεωγραφικοί, νεωτερικοί και συνδυαστικοί με διαχρονικές επιπτώσεις: κλιματική αλλαγή, ενεργειακή κρίση, υγειονομική κρίση, παράγωγες και επικαλυπτόμενες γεωπολιτικές εντάσεις, αναδιάταξη της κρατούσας παγκοσμιοποίησης.

Επιβάλλονται, όχι απλώς νέες πολιτικές και προτεραιότητες, αλλά ριζικές μεταβολές τόσο στο περιεχόμενο της «ανάπτυξης» όσο και στον ρόλο του κράτους. Τα νέα στοιχεία της ανάπτυξης θα ενσωματώσουν συλλογικά αιτήματα για προστασία και θα συμπεριλάβουν δύο πόλους, που αναδύονται από τη μεγάλη ανάγκη προφύλαξης των κοινωνιών του πλανήτη: προγράμματα που καταπολεμούν τα αίτια των μακρο-απειλών και πολιτικές προστασίας από τα πλήγματα που αυτές θα επιφέρουν στα φυσικά, οικιστικά, παραγωγικά και, προπάντων, τα ανθρώπινα αγαθά του κόσμου μας. Μερικοί από αυτούς τους στόχους απαιτούν δημιουργία παγκόσμιων δημόσιων αγαθών, υλικών και άυλων, όπως μία διευρυμένη και δεσμευτική συμφωνία για τις εκπομπές άνθρακα και συντονισμό μετάβασης σε διαφορετικές πηγές ενέργειας. Αλλοι στόχοι απαιτούν δημιουργία εθνικών και περιφερειακών δημόσιων αγαθών: κοινές υποδομές, κοινούς μηχανισμούς διαχείρισης κρίσεων, κοινές επιχειρησιακές δράσεις για καινοτομίες, ασφαλιστικά προϊόντα, ενεργειακή οικονομία αλλά και σταθερότητα.

Αυτά σημαίνουν αλλαγές στον ρόλο των κρατών. Κάθε κράτος πρέπει αφ’ ενός να λειτουργεί με τρόπο που να νομιμοποιεί στη δική του κοινωνία την αφιέρωση πόρων για συντονισμένη αντιμετώπιση των μεγα-απειλών. Αφ’ ετέρου, πρέπει να επεξεργάζεται με βάση τις ιδιαίτερες συνθήκες του το περιεχόμενο και τις οικονομικές συνέργειες και ευκαιρίες με τους γείτονές του. Η συμμετοχή σε διεθνείς πρωτοβουλίες και η επιδίωξη περιφερειακών ωφελειών στην αντιμετώπιση των μεγα-απειλών θα αποτελούν ένα βαρυσήμαντο (αλλά σήμερα εμβρυώδες) πεδίο εξωτερικής πολιτικής.

Να ακούσουμε από κάθε ανταγωνιστή του προεκλογικού αγώνα τοποθετήσεις για τις μακροχρόνιες προτεραιότητες, τις προκλήσεις και τις προγραμματικές πολιτικές του για κρίσιμα προβλήματα.

Τα προβλήματα δεν αφορούν μόνο το κράτος. Κάνουν αναγκαία και την κινητοποίηση του ιδιωτικού τομέα, ιδίως στις τεχνολογικές καινοτομίες, με στόχο τον επαναπροσανατολισμό των επενδύσεων και τη συναρμογή τους με δημόσιες επενδύσεις. Κάνουν επίσης αναγκαία την κινητοποίηση των πολιτών και τη συνειδητοποίηση ότι τους αφορούν οι μέριμνες και οι πρόνοιες που θα τους προστατέψουν από τις μέγα-απειλές. Αδιαφορία και τυφλός φανατισμός ακυρώνουν κάθε ορθολογική θεώρηση.

Ας επιστρέψουμε στην προεκλογική περίοδο. Το ελάχιστο που περιμένει κανείς, μπροστά στις αβεβαιότητες και τις αλλαγές που συντελούνται, είναι:

• Να επιδιώξει κάθε πολιτική δύναμη να κατανοήσουν οι πολίτες ότι βρισκόμαστε αγκαλιά με εξελισσόμενες κρίσεις, που χρειάζονται διαχρονικές επιλογές, επιμονή για διατήρηση του γενικού βιοτικού επιπέδου, βελτίωση της κατανομής του και συνέργειες με άλλες κοινωνίες σε βαθμό που κανείς δεν είχε γνωρίσει μέχρι τώρα. Η πολιτική του κλίματος και της υγείας θα πρέπει να γίνουν μόνιμα στοιχεία μιας διεθνοποιημένης εθνικής πολιτικής, διαδεχόμενα την, δυστυχώς, επίκαιρη αλλά συγκυριακή «πολιτική των σεισμών».

• Να ακούσουμε από κάθε ανταγωνιστή του προεκλογικού αγώνα τοποθετήσεις για τις μακροχρόνιες προτεραιότητες, τις προκλήσεις και τις προγραμματικές πολιτικές του για κρίσιμα προβλήματα, ώστε ο δημόσιος διάλογος περί αυτά να αντικαταστήσει την ελάχιστη έως μηδενική δημόσια συζήτηση. Οι ευθύνες των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας είναι πιο μεγάλες παρά ποτέ στη διαδικασία.

• Να δημιουργηθεί δέσμευση σε στόχους κοινής αποδοχής απέναντι σε προκλήσεις για το μέλλον της κοινωνίας μας. Η οριοθέτηση μιας ατζέντας κοινής αποδοχής των πολιτικών ανταγωνιστών δεν είναι απλώς θέμα «πολιτικού πολιτισμού». Συνιστά πρωταρχικό όρο αποτροπής συνεχών αποτυχιών και απογοητεύσεων. Είναι θέμα διατήρησης επίμονων πολιτικών που αρμόζουν σε μακρόσυρτα προβλήματα τα οποία ούτε εύκολη λύση έχουν ούτε αντέχουν σε συνεχείς αλλαγές κατευθύνσεων με κάθε αλλαγή υπουργού. Υπάρχει κοινός παρονομαστής στον οποίο τα κόμματα συμφωνούν: να απαιτούν μεγαλύτερη χρηματοδοτική στήριξη από την Ε.Ε. Σπάνια συμφωνούν για την απαιτούμενη χρήση, όμως. Αυτά προφανώς δεν φθάνουν. Η επεξεργασία θέσεων και η κοινή αποδοχή πρέπει να κινηθούν προς τις μακρές προκλήσεις.

Οι εκλογές αποτελούν εμβληματική στιγμή της δημοκρατίας. Το αποτέλεσμά τους καθορίζει το μέλλον της χώρας, την απασχόληση και την ανεργία, τα εισοδήματα και τη φτώχεια, την ασφάλεια, την εμπιστοσύνη και πολλά άλλα. Η χώρα, σε κρίσιμες καμπές, συχνά μάζεψε τις δυνάμεις της και έδειξε μια μοναδική ικανότητα αντίδρασης. Ομως, όχι πάντα. Θεωρούμε, ότι το μεγάλο ζητούμενο είναι πώς θα διαρρήξουμε τις συστημικές αδυναμίες μας, ώστε να αντιμετωπίσουμε τα φλέγοντα μεγάλα και μικρά προβλήματα. Η απάντηση δεν είναι μόνο οικονομική και γι’ αυτό γίνεται δύσκολη.

Το 2023 είναι έτος εκλογών. Στο τοπίο που διαγράφεται θα έπρεπε να αναμένει κανείς ότι το κυβερνητικό σχήμα που θα προκύψει θα δει τη μεγάλη εικόνα, θα κατανοήσει την ανάγκη υπέρβασης του προβληματικού κύκλου της χώρας στην τελευταία δεκαπενταετία και θα τη στρέψει προς μια τροχιά που θα διορθώνει την αμεριμνησία απέναντι στις μεγάλες προκλήσεις ενός μέλλοντος το οποίο είναι ήδη παρόν.

Οι κ. Τάσος Γιαννίτσης και Σταύρος Θωμαδάκης είναι ομότιμοι καθηγητές Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή