Αρθρο του Ε. Βαρδουλάκη στην «Κ»: Πιστεύουν οι Eλληνες στις συνεργασίες;

Αρθρο του Ε. Βαρδουλάκη στην «Κ»: Πιστεύουν οι Eλληνες στις συνεργασίες;

Το ποσοστό ψηφοφόρων που δηλώνουν ότι προτιμούν κυβερνήσεις συνεργασίας καταγράφεται σήμερα λίγο πάνω από 50%, ενώ στο πρόσφατο παρελθόν (σε περιόδους κυβερνήσεων συνεργασίας που οι ψηφοφόροι ταυτίζονταν με την θέση του κόμματός τους) ήταν ακόμη υψηλότερο

3' 26" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το ποσοστό ψηφοφόρων που δηλώνουν ότι προτιμούν κυβερνήσεις συνεργασίας καταγράφεται σήμερα λίγο πάνω από 50%, ενώ στο πρόσφατο παρελθόν (σε περιόδους κυβερνήσεων συνεργασίας που οι ψηφοφόροι ταυτίζονταν με την θέση του κόμματός τους) ήταν ακόμη υψηλότερο. Ωστόσο, παρότι οι συνεργασίες ως έννοια έχουν γενικά θετική χροιά, η πραγματικότητα δείχνει ότι στην εγχώρια πολιτική και εκλογική ιστορία δεν ευδοκιμούν ιδιαίτερα.

Διαχρονικά, το ελληνικό πολιτικό σύστημα θεωρείται από τα πλέον διπολικά διεθνώς, παρά το ότι δεν χαρακτηρίζεται από πλειοψηφικό σύστημα εκπροσώπησης. Εχει στοιχεία στέρεου δικομματισμού, με τους βασικούς πόλους να αλλάζουν ή να μετονομάζονται, ανά περιόδους, χωρίς ωστόσο να μεταβάλλεται η βασική αρχιτεκτονική του. Ακόμη και όταν σε κάποιες εκλογικές αναμετρήσεις παρουσιάστηκαν φαινόμενα κατακερματισμού (π.χ. αρχές δεκαετίας ’50 ή Μαΐου 2012), η επαναφορά ενός νέου (έστω πιο ήπιου, όπως σήμερα) δικομματισμού ήταν άμεση. Οι λόγοι είναι πολλοί, ας εστιάσουμε σε τρεις.

Πρώτον, ότι για πάνω από έναν αιώνα το πολιτικό τοπίο συγκροτείται ανά περιόδους στη βάση βαθιών και φορτισμένων διαιρετικών τομών ή γεγονότων. Εθνικός διχασμός (πολιτειακό), Εμφύλιος, χούντα, οικονομική κρίση κ.ά. Συγκροτήθηκαν έτσι ευρείες παρατάξεις και συμμαχίες, γύρω από κεντρικά διακυβεύματα, που δεν άφησαν περιθώριο σε σχηματισμούς με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (π.χ. κόμματα της Οικολογίας ή κόμματα με τοπικιστικές ή εθνοτικές αναφορές κ.λπ.) να ευδοκιμήσουν, όπως συνέβη σε άλλες χώρες.

Δεύτερον, η φύση των κομμάτων. Στα μεγάλα κόμματα, λόγω της πολυσυλλεκτικότητάς τους, οι όποιες συγκλίσεις και συνεργασίες γίνονταν άτυπα στο εσωτερικό τους. Φιλελεύθεροι, (υπερ)συντηρητικοί εντός της Ν.Δ. Παραδοσιακοί σοσιαλδημοκράτες, τριτοδρομικοί σοσιαλιστές, ΕΑΜογενείς, εντός του παλαιού ΠΑΣΟΚ. Ανανεωτικοί αριστεροί, ψηφοφόροι του παλαιού ΠΑΣΟΚ, πρώην κομμουνιστές, ριζοσπαστικοποιημένα στρώματα της οικονομικής κρίσης, εντός ΣΥΡΙΖΑ. Η ικανότητα όλων των «λουλουδιών» να ανθίζουν εντός ενός μεγάλου κομματικού «κήπου» μείωνε την ανάγκη δημιουργίας χωριστών κομματικών σχηματισμών και ενίσχυε τη διπολική φύση του ελληνικού πολιτικού συστήματος.

Τρίτον, η ιδιαίτερη ένταση της ελληνικής πολιτικής ζωής. Οι ιστορικές φορτίσεις, η ρητορική οξύτητα, ο φανατισμός αποθάρρυναν την ανάπτυξη κουλτούρας συνεργασιών και ενέτειναν την πολωτική φύση του πολιτικού τοπίου. Οι δε βραχύβιες κυβερνήσεις συνεργασίας, ειδικά της περιόδου προ οικονομικής κρίσης, αντιμετωπίστηκαν κυρίως ως αναγκαίες –και όχι πάντα θετικές– παρενθέσεις, παρά ως συνειδητές επιλογές. Οι δε μικρότεροι εταίροι ως κοινοβουλευτικό συμπλήρωμα και όχι ως ουσιαστικοί συνδιαμορφωτές πολιτικής.

Παρατηρείται μάλιστα το εξής παράδοξο: Τα κόμματα που υποστηρίζουν την απλή αναλογική –σύστημα που κατεξοχήν δημιουργεί ανάγκη συνεργασιών– στην πράξη να κινούνται σε ακριβώς αντίθετη λογική. Το ΚΚΕ, π.χ., ενώ είναι σταθερά υπέρ της απλής αναλογικής, απορρίπτει οποιαδήποτε κυβερνητική συνεργασία. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ψήφισε σύστημα απλής αναλογικής, έχει πολιτευτεί (ειδικά τα χρόνια της ανόδου του, αλλά και μετά) με ιδιαίτερα διχαστικό τρόπο και μεγάλη οξύτητα στον δημόσιο λόγο του.

Υπάρχει ωστόσο και ένα δεύτερο παράδοξο. Ενώ το ποσοστό που δηλώνει ότι επιθυμεί κυβερνήσεις συνεργασίας είναι υψηλό, η πραγματικότητα μοιάζει να «τιμωρεί» τα κόμματα που συμμετέχουν σε αυτές.

Ξεκινώντας από τους μεγάλους, τόσο η Ν.∆. (2015) όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ (2019) έχασαν τις εκλογές μετά τη διακυβέρνησή τους μέσα από σχήματα συνεργασίας. Ενώ σε ό,τι αφορά τους μικρούς εταίρους, η μοίρα όλων ήταν κοινή. Ο ΛΑΟΣ έμεινε εκτός Βουλής μετά τη συμμετοχή στην κυβέρνηση Παπαδήμου. Η ΔΗΜΑΡ διαλύθηκε μετά τη συμμετοχή της και παρά την αποχώρησή της από την κυβέρνηση Σαμαρά. Οι ΑΝΕΛ εξαϋλώθηκαν μετά τη συνεργασία τους με τον ΣΥΡΙΖΑ. Το ΠΑΣΟΚ το 2015 κατέγραψε τα χαμηλότερα ποσοστά της ιστορίας του μετά την κυβερνητική συνεργασία με τη Ν.Δ. την περίοδο 2011-2014.

Κάθε περίπτωση είναι ασφαλώς διαφορετική και κάθε αποτέλεσμα έχει τις δικές του εξηγήσεις. Το ερώτημα, όμως, παραμένει: Αν όσοι τάσσονται υπέρ των συνεργασιών θεωρούσαν το σχετικό πρόταγμα υψηλό, τότε κάπως, κάποτε, δεν θα επιβραβεύονταν εκείνοι που την έκαναν πράξη; Η ίδια η πραγματικότητα δείχνει ότι ακόμη και αν οι κυβερνητικές συνεργασίες ως έννοια αντιμετωπίζονται θετικά, η βαρύτητά τους ως συντελεστής διαμόρφωσης ψήφου είναι περιορισμένη.

Οι εκλογές κρίνονται διαχρονικά από τη δυναμική των κεντρικών πολιτικών διλημμάτων. Τη γενική αίσθηση για την πορεία της χώρας, τη σύγκριση των πρωταγωνιστών, την υποκειμενική αίσθηση κάθε ψηφοφόρου σχετικά με τις δικές του προοπτικές, την τάση ή μη για τιμωρητική ψήφο σε αυτόν που κυβερνά. Εξ ου και τα σχετικά κλισέ: ότι οι Ελληνες ψηφίζουν με την τσέπη τους. Oτι δεν ψηφίζουν, αλλά «μαυρίζουν». Για το αν συνεργάζονται, όμως, ούτε λόγος…

Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή