Η αμείλικτη λογική των διερευνητικών εντολών

Η αμείλικτη λογική των διερευνητικών εντολών

Πολλά και κρίσιμα είναι τα θεσμικά διακυβεύματα των σημερινών εκλογών. Σφιχταγκαλιασμένα με άλλα τόσα παράδοξα: η απλή αναλογική καλείται σε αυτές τις εκλογές να τεκνοποιήσει συμπαγή κοινοβουλευτική πλειοψηφία με κυβέρνηση συνεργασίας και να αναμετρηθεί, ως προς τη θεσμική αξία της, με την ενισχυμένη αναλογική

4' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πολλά και κρίσιμα είναι τα θεσμικά διακυβεύματα των σημερινών εκλογών. Σφιχταγκαλιασμένα με άλλα τόσα παράδοξα: η απλή αναλογική καλείται σε αυτές τις εκλογές να τεκνοποιήσει συμπαγή κοινοβουλευτική πλειοψηφία με κυβέρνηση συνεργασίας και να αναμετρηθεί, ως προς τη θεσμική αξία της, με την ενισχυμένη αναλογική.

Ο κραταιός μονοκομματικός πλειοψηφικός κοινοβουλευτισμός που ζήσαμε όλα σχεδόν τα χρόνια από τον πόλεμο και μετά, και καθ’ όλη την περίοδο της Μεταπολίτευσης, αμφισβητείται σήμερα σοβαρά. Οι κυβερνήσεις συνεργασίας, είναι αλήθεια, έχουν πολλά θεσμικά πλεονεκτήματα και είναι προτιμητέες από τις μονοκομματικές. Μόνο που στον τόπο μας η σχετική πολιτική κουλτούρα είναι ανύπαρκτη.

Τέλος, η κυβερνητική σταθερότητα αντιπαρατίθεται με την κυβερνητική αστάθεια ή και την ακυβερνησία. Μα πάνω από όλα, δοκιμάζεται ο δικομματισμός, εγγυητής μιας μακρόχρονης και εντυπωσιακής, όλα αυτά τα χρόνια, κυβερνητικής σταθερότητας, παρά τις πολύμορφες κρίσεις που περάσαμε.

Ολα τα προηγούμενα θα κριθούν, φυσικά, από το αποτέλεσμα των εκλογών. Και αυτά διυλίζονται υποχρεωτικά από τη διαδικασία των διερευνητικών εντολών που θα επακολουθήσει εφόσον κανένα κόμμα δεν πάρει τελικά την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών, όπως είναι και το πιο πιθανό.

Θα πρέπει πάντως να υπογραμμιστεί ότι η fast track συνταγματική αυτή διαδικασία –που εξ όσων γνωρίζω αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία– δεν είναι, έστω και αν δεν φαίνεται, πολιτικά ούτε θεσμικά ουδέτερη. Είναι εμποτισμένη από τη λογική των αυτοδύναμων μονοκομματικών κυβερνήσεων και του αδιατάρακτου δικομματισμού, που μεσουρανούσε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, με τη συνεχή εναλλαγή των δύο κομμάτων στην εξουσία, ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ.

Η αναθεώρηση του 1986 που έκανε το ΠΑΣΟΚ ανήγαγε, στο όνομα της κατάργησης των υπερεξουσιών του Προέδρου, τον «δικομματικό πλειοψηφικό κοινοβουλευτισμό» σε συνταγματικό πρότυπο του αντίστοιχου κυβερνητικού μας συστήματος.

Η ανάγνωση και μόνον των σχετικών με τον διορισμό πρωθυπουργού ρυθμίσεων των άρθρων 37, 38 και 41 του ισχύοντος Συντάγματος επιβεβαιώνει τον παραπάνω ισχυρισμό. Σκοπός των διατάξεων δεν είναι άλλος από τον σχηματισμό, τάχιστα, το πολύ σε εννέα ή δέκα-έντεκα μέρες, κυβέρνησης που να «απολαμβάνει τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη των αντιπροσώπων του έθνους», χωρίς να προδικάζει, βέβαια, αν αυτή θα είναι μονοκομματική ή συνεργασίας.

Η fast track συνταγματική αυτή διαδικασία είναι εμποτισμένη από τη λογική των αυτοδύναμων μονοκομματικών κυβερνήσεων και του αδιατάρακτου δικομματισμού.

Ωστόσο, οι ασφυκτικές προθεσμίες των τριών ημερών για κάθε διερευνητική εντολή είναι προφανές ότι δεν αφήνουν περιθώρια για ατέρμονες ή χρονοβόρες διαπραγματεύσεις και συζητήσεις μεταξύ των κομμάτων για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας. Μέσα σε τρεις μέρες θα πρέπει να συμφωνήσουν τα συνεργαζόμενα κόμματα στα πρόσωπα που θα στελεχώσουν την κυβέρνηση, στο τετραετές πρόγραμμα διακυβέρνησης, στο κυβερνητικό πρόγραμμα των 100 ημερών κ.ά. Τέτοιες διαδικασίες είναι τελικά αποτρεπτικές κάθε σοβαρής και υπεύθυνης προσπάθειας σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας, αν προηγουμένως δεν έχει ήδη συζητηθεί και προαποφασιστεί ή προαναγγελθεί το ενδεχόμενο μιας συνεργασίας.

Η Πρόεδρος της ∆ημοκρατίας είναι και αυτή κυριολεκτικά δέσμια μιας αυστηρά τυποποιημένης διαδικασίας, χωρίς τη στοιχειώδη διακριτική, ρυθμιστικού τύπου, ευχέρεια, παρόλο που είναι ρυθμιστής του πολιτεύματος. Αδυνατεί έτσι να πειράξει τις προθεσμίες, που είναι αποκλειστικές και δεν επιδέχονται παράταση.

Η άτεγκτη λογική της όλης διαδικασίας δεν σταματά όμως εκεί. Τελεί επιπλέον υπό τη δαμόκλειο σπάθη της πρόωρης διάλυσης της Βουλής και υπό τον σχηματισμό μιας υπηρεσιακής, όπως λέγεται, κυβέρνησης, για τη διενέργεια των εκλογών. Η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης και η ασυνεννοησία μεταξύ των κομμάτων τιμωρείται με την προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία. Και η προσφυγή στις κάλπες ωφελεί το πρώτο κόμμα, διότι ζητάει, ουσιαστικά, απευθείας από τον λαό να δώσει αυτός στον αρχηγό του εντολή σχηματισμού κυβέρνησης.

Κυρίαρχος του πολιτικού παιγνιδιού στη φάση αυτή γίνεται ο αρχηγός του πρώτου κόμματος, επειδή έχει στο χέρι του το όπλο της διάλυσης της Βουλής. Και έχει κάθε συμφέρον να το χρησιμοποιήσει, αφού το δεύτερο κόμμα αδυνατεί, λόγω του αριθμού των εδρών που έχει, να σχηματίσει συμπαγή πλειοψηφία με τη συνεργασία περισσότερων κομμάτων. Και αν ακόμη το πετύχει, είτε αυτή η πλειοψηφία θα είναι οριακή και ασταθής και εκ των πραγμάτων θνησιγενής είτε, εν πάση περιπτώσει, με μειωμένη τη δημοκρατική νομιμοποίηση.

Στην πραγματικότητα θα κληθεί ο λαός να επιλέξει με τις νέες εκλογές, μεταξύ των δύο πρώτων κομμάτων, τη μονοκομματική εκείνη κυβερνητική πλειοψηφία που θα αναλάβει τα ηνία της χώρας. Λόγω της έντονης προσωποποίησης της πολιτικής αντιπαράθεσης, ο λαός καλείται να επιλέξει τελικά πρωθυπουργό.

Συμπέρασμα, από την όλη διαδικασία φαίνεται ότι, με τα υπάρχοντα δημοσκοπικά δεδομένα, οι χαμένοι πολιτικά είναι το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ. Το πρώτο, πληρώνει την πλειοψηφική, πολιτική αλαζονεία των πρώτων χρόνων της διακυβέρνησής του, όπως αποτυπώθηκε κυρίως στη συγκεκριμένη συνταγματική ρύθμιση, πιστεύοντας ακράδαντα ότι η δικομματική, πλειοψηφική ηγεμονία του θα διαιωνιζόταν. Ο δεύτερος, πληρώνει την πολιτική απρονοησία του. Πίστευε ότι καθιερώνοντας την απλή αναλογική θα στερούσε από την αντίπαλη παράταξη τη δυνατότητα να γίνει πλειοψηφική. Αγνοώντας, πρώτον, ότι η απλή αναλογική χρειάζεται για να ευδοκιμήσει κλίμα πολιτικής συναίνεσης και συνεννόησης και όχι πολιτικού μίσους και διχασμού. Και δεύτερον, υποτίμησε την αμείλικτη πλειοψηφική λογική των διερευνητικών εντολών.

Τελικά όλα εδώ πληρώνονται, μόνο που τα λάθη, τις απρονοησίες και την πλειοψηφική – μονοκομματική αλαζονεία των πολιτικών τα πληρώνει, μερικές φορές ακριβά, και ο τόπος.

Ο κ. Αντώνης Μανιτάκης είναι ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ, επικεφαλής της επιστημονικής επιτροπής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT