Ο Σαββόπουλος και τα νταούλια της οργής

Ο Σαββόπουλος και τα νταούλια της οργής

Μπορεί ένα δημόσιο πρόσωπο αυτού του βεληνεκούς να εκφράζει την εκλογική προτίμησή του χωρίς να κατηγορείται ως προπαγανδιστής; Και είναι κακό όσοι διαφωνούν να αντιδρούν; Τέσσερα πρόσωπα απαντούν

4' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πολύς ντόρος έγινε μετά τις πρόσφατες δηλώσεις του Διονύση Σαββόπουλου για τις προσδοκίες του από τις εκλογές της 21ης Μαΐου. «Ελπίζω σε μια αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας», είπε μεταξύ άλλων σε συνέντευξή του ο σπουδαίος Eλληνας τραγουδοποιός και σύντομα οι αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα άρχισαν να πέφτουν βροχή. Ο ίδιος είχε μιλήσει για τις πολιτικές απόψεις του συχνά στο παρελθόν, ενώ στην επίμαχη συνέντευξή του εξήγησε τη θέση του λέγοντας ότι ενώ σέβεται τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου και τους ηγέτες τους, «γιατί είναι δυνάμεις της πατρίδας, του έθνους», παρατηρεί ότι κάποια από αυτά διατηρούν ένα παλιό είδος «φοιτητικής ξεγνοιασιάς», καθώς και μια «υπερβολική και εντελώς αδικαιολόγητη αυτοπεποίθηση, η οποία μπορεί να αποβεί πάρα πολύ επικίνδυνη».

Λίγο πάντως το προεκλογικό κλίμα και λίγο το εύφλεκτο περιβάλλον των social media, και ο Διονύσης Σαββόπουλος σχολιάστηκε έντονα αυτή την εβδομάδα για τις συγκεκριμένες αλλά και για παλαιότερες δηλώσεις του που ανασύρθηκαν· για τη δημόσια στάση του ή ακόμη και για το ίδιο το έργο του που έγινε αντικείμενο αναδρομικής, σπάνια καλοπροαίρετης, κριτικής.

Αραγε, λοιπόν, είναι σύνηθες φαινόμενο ο Σαββόπουλος να μιλάει δημόσια, χωρίς να φοβάται πώς θα τον κρίνει η ψηφιακή αγορά; Μπορεί ένα δημόσιο πρόσωπο αυτού του βεληνεκούς να αλλάζει γνώμη πιο γρήγορα από το κοινό του; Κι αν δεν έχει κατακτήσει εκείνος το δικαίωμα να μιλάει δημόσια, χωρίς να λογοκρίνει εαυτόν και χωρίς να κατηγορείται ως προπαγανδιστής, τότε ποιος;

Μιλώντας στην «Κ» ο τραγουδοποιός Στάθης Δρογώσης λέει: «Οπως οι αυριανιστές τη δεκαετία του ’80 προσπάθησαν να ακυρώσουν τον Μάνο Χατζιδάκι, έτσι και οι νεοαυριανιστές, που ανήκουν σε συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα, προσπαθούν να ακυρώσουν τον Διονύση Σαββόπουλο. Δεν θα τους ακολουθήσουμε στη νέα σαπουνόπερά τους. Ο Σαββόπουλος είναι ο μεγαλύτερος Ελληνας τραγουδοποιός, ο άνθρωπος που άλλαξε όλο το ελληνικό τραγούδι, ένας ασύλληπτος ποιητής. Και δεν μπορεί να ακυρωθεί από κανέναν νεόκοπο αριστερό. Τον θαυμάζω γιατί ποτέ δεν κρύφτηκε· πάντα είπε την άποψή του με θάρρος και παρρησία – και ας του κόστισε σε εισιτήρια, συναυλίες και φήμη. Είμαστε τυχεροί που ζούμε στην εποχή του».

Από τη μεριά του ο Παντελής Δημητριάδης, ιθύνων νους στους «Κόρε. Υδρο.» και πλέον στα «Παιδιά της Παλαιότητας», τονίζει ότι όπως είναι δικαίωμα η δημόσια έκφραση μιας πολιτικής προτίμησης, δικαίωμα είναι αντίστοιχα και η έκφραση μιας συμφωνίας ή διαφωνίας σε αυτή την προτίμηση.

«Εάν από τον καλλιτέχνη απαιτείς να ταυτίζεται μαζί σου πολιτικά, δεν έχεις πάρει χαμπάρι τι σημαίνει τέχνη. Δεν αντέχεις τα ερωτήματα που εκείνη θέτει». Χρ. Χωμενίδης

«Προσωπικά», συνεχίζει ο Kερκυραίος τραγουδοποιός, «μετά από όχι ανώδυνες εσωτερικές διακυμάνσεις, έχω επιλέξει να απέχω από πάθη, πολιτικά και άλλα, γιατί δεν ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασία μου, όπως και η κάθε είδους στράτευση ή πολωμένη θέση. Η δημόσια παρουσία του Σαββόπουλου, της καλλιτεχνικής έκφανσής της συμπεριλαμβανομένης, προσκρούει στην αισθητική μου εδώ και χρόνια, όπως συμβαίνει και με άλλους καλλιτέχνες που έχουν επιλέξει τη σύμπλευση με μια μορφή κατεστημένου, ανεξαρτήτως ιδεολογικού ή άλλου προσήμου.

Αυτό δεν αναιρεί τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει μέρος του έργου τους πάνω μου, όπως συμβαίνει με αυτό του Σαββόπουλου, στις πρώτες δύο δεκαετίες της δισκογραφίας του οποίου έχω κατά κάποιον τρόπο μαθητεύσει. Τέλος, θέλω να πιστεύω ότι διατηρώ το δικαίωμα να θεωρώ το “Κούρεμα” έναν πολύ καλό δίσκο, ακόμη και αν δεν ταυτίζομαι πλήρως με το στιχουργικό-κοσμοθεωρητικό του περιεχόμενο».

Ο Πέτρος Τατσόπουλος διακρίνει πίσω από τις αντιδράσεις την κουλτούρα της ακύρωσης. «Η διαβόητη cancel culture», λέει ο συγγραφέας, «δεν γνωρίζει πλέον φραγμούς στα social media, ούτε αναγνωρίζει σε οιονδήποτε –όποιο και αν είναι το πολιτιστικό του αποτύπωμα- το δικαίωμα να τεθεί στο απυρόβλητό της. Δικάζεσαι, αθωώνεσαι ή καταδικάζεσαι -τίποτε… ενδιάμεσο δεν χωράει- για την πιο πρόσφατη δήλωσή σου, δίχως να δύνασαι να ασκήσεις έφεση στην απόφαση ενός “δικαστηρίου” που αποτελείται τόσο από αυθεντικούς όσο και από εικονικούς “δικαστές”. Ο Διονύσης Σαββόπουλος –όπως θα μας έλεγε και ο Νίκος Κάσδαγλης, εάν ζούσε σήμερα- βρέθηκε στα “δόντια της μυλόπετρας”. Λοιδορήθηκε με τα ίδια σαθρά κριτήρια που, σε διαφορετικού κομματικού προσανατολισμού ακροατήριο, θα μπορούσε και να αποθεωθεί».

Τη διαφορά μεταξύ συνθημάτων και ερωτημάτων της τέχνης επισημαίνει ο Χρήστος Χωμενίδης. «Το να εξανίστασαι με τον Διονύση Σαββόπουλο επειδή δήλωσε την υποστήριξή του στον Κυριάκο Μητσοτάκη», λέει ο συγγραφέας, «είναι σαν να επιτίθεσαι στον Κωστή Παλαμά που υπήρξε ακραιφνής οπαδός του Ελευθερίου Βενιζέλου, στον Κ. Π. Καβάφη, ο οποίος παρασημοφορήθηκε από τον δικτάτορα Θεόδωρο Πάγκαλο, ή στον Μάρκο Βαμβακάρη για τα φιλοβασιλικά του φρονήματα, που εκφράζονται και σε ένα τραγούδι του. Εάν από τον καλλιτέχνη απαιτείς να ταυτίζεται μαζί σου πολιτικά, δεν έχεις προφανώς πάρει καν χαμπάρι τι σημαίνει τέχνη. Δεν αντέχεις τα ερωτήματα που εκείνη θέτει. Να βολεύεσαι λαχταράς σε έτοιμες, εύκολες απαντήσεις. Σε μελοποιημένα συνθήματα. Αρκέσου συνεπώς σε αυτά».

Τέλος, ο Χριστόφορος Κάσδαγλης, δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου «Διονύσης Σαββόπουλος: Βρώμικο Ψωμί» (εκδ. Οξύ), πιστεύει ότι η πρόσφατη δήλωση του Ελληνα τραγουδοποιού δεν συνιστά είδηση. Κι αυτό γιατί «τριάντα τέσσερα χρόνια τώρα μοιάζει να έχει κατασταλάξει, “ψηφίζω τον ψηλό, που μοιάζει με ροφό”, αναζητώντας επίμονα τον κατάλληλο υδραυλικό για το αποχετευτικό σύστημα της χώρας». Ο Σαββόπουλος, λέει ο Κάσδαγλης, έχει το δικαίωμα να αλλάζει απόψεις, όπως και οι άλλοι έχουν το δικαίωμα να τον κρίνουν, όχι όμως και να πέφτουν από τα σύννεφα πλέον. «Το έργο κάθε καλλιτέχνη», συνεχίζει, «σαφέστατα διαχωρίζεται από την προσωπικότητά του, αν και κατά τη γνώμη μου η μεταστροφή του Σαββόπουλου υπονόμευσε και το έργο του. Οπως έχει παρατηρήσει ο καθηγητής Αλέξης Πολίτης για την μετά το 1989 ποιητική του, “η φαντασία του ακροατή αδρανοποιείται, σπινθήρας δεν υπάρχει και η ποίηση καταλύεται”».

Μην πετάξεις τίποτα;

Από τη στιγμή επίσης που το έργο τέχνης κυκλοφορεί, δεν ανήκει πια στον καλλιτέχνη, ανήκει στο κοινό του. «Εμείς λοιπόν οι παλιοί σαββοπουλικοί», καταλήγει ο Κάσδαγλης, «κρατάμε τη “Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ”, το “Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο”, το “Δημοσθένους λέξις”, το “Κιλελέρ”, την “Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη”, τη “Μαύρη Θάλασσα”. Και οι όψιμοι θαυμαστές του ας προτιμήσουν το “Μητσοτάκ”, τις “Ακτίνες του Βορρά” και το “Ο γιος μου πάει στον στρατό”. Η μοιρασιά είναι ακριβοδίκαιη».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή