Σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση ο ΣΥΡΙΖΑ αγωνίστηκε εναντίον του εαυτού του και ήρθε δεύτερος. Αυτό δείχνει καταρχάς η σημερινή εκλογική επίδοση, που υπολείπεται της επίδοσης του 2019. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχε τέσσερα χρόνια απέναντι «στη χειρότερη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης», όπως βάφτισε την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, για να αποκαταστήσει τα ρήγματα στη σχέση με τους ψηφοφόρους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ στις σημερινές κάλπες έδειξε ότι εξακολουθεί να μην μπορεί να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών. Το τραύμα που προκάλεσαν οι ανερμάτιστες υποσχέσεις του 2015, οι νόμοι με ένα άρθρο που δεν ήρθαν ποτέ και στη συνέχεια η περιπέτεια του δημοψηφίσματος, το «όχι» που έγινε «ναι» και το αρνητικό αποτύπωμα από την «πρώτη φορά Αριστερά» διακυβέρνηση, είναι πληγές που, όπως αποδεικνύεται, δεν έχουν επουλωθεί.
Η ήττα δεν έρχεται σαν κεραυνός εν αιθρία. Τέσσερα χρόνια οι δημοσκοπικές επιδόσεις έδειχναν σταθερά το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υπολείπεται όχι μόνο του ποσοστού της κυβέρνησης, αλλά και του ποσοστού που είχε κερδίσει στις εκλογές του 2019. Η κυβέρνηση κλήθηκε να διαχειριστεί μια σειρά από κρίσεις και οι όποιες απώλειες κατέγραφε δημοσκοπικά δεν κατευθύνονταν στον ΣΥΡΙΖΑ, που εμφάνισε όλη την τετραετία μικρές δημοσκοπικές αναλαμπές, τις οποίες ακολούθησαν γρήγορες διορθώσεις με απώλεια των έστω και μικρών κερδών.
Εμφατικά αυτό αποτυπώθηκε αμέσως μετά το δυστύχημα το Τεμπών, ένα ιδιαίτερα κρίσιμο γεγονός. Οι απώλειες της κυβέρνησης ούτε τότε πήγαν στον ΣΥΡΙΖΑ. Οι δυσαρεστημένοι πολίτες έδειξαν απέναντι στην τραγική συγκυρία ότι θεωρούν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης μέρος του προβλήματος και όχι δυνητικό υποδοχέα της προσδοκίας για λύσεις.
Με δυο λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ στη συνείδηση του κόσμου έχει γίνει συστημικό κόμμα. Η ηγεσία του, όμως, εξακολούθησε σε σημαντικό βαθμό να επενδύει στον αντισυστημισμό.
Σε δεύτερο επίπεδο, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν κατάφερε να διαχειριστεί αποτελεσματικά την ανάδειξή του ως δεύτερου πόλου του νέου διπολισμού. Δεν μπόρεσε να «συνομιλήσει» είτε με τις ηγεσίες είτε με τους ψηφοφόρους των μικρότερων κομμάτων του ευρύτερου φάσματος της κεντροαριστεράς και να ενσωματώσει τις δυνάμεις τους ως ο κεντρικός εκφραστής του χώρου.
Κάτι που απαιτούσε συντονισμένη προσπάθεια σε βάθος τετραετίας. Είχε τον χρόνο, δεν ενεργοποίησε τις αναγκαίες διεργασίες. Αντίθετα, στην τελική ευθεία προς τις εκλογές «θόλωσε» το μήνυμα όσον αφορά το σε ποιους απευθύνεται, ποιους θέλει να εκπροσωπήσει, με αμφιλεγόμενες επιλογές και στη συγκρότηση των ψηφοδελτίων και στη δημόσια εκφορά λόγου.
Τελευταίο λιθαράκι σε μια πορεία σχεδόν αυτοκαταστροφική, τα διαδοχικά αυτογκόλ λίγες ημέρες πριν από τις κάλπες, πράγμα αδικαιολόγητο για ένα κόμμα που διακηρύσσει ότι τώρα πια «έχει μάθει, έχει εμπειρία, και ξέρει και μπορεί».
Η επόμενη μέρα είναι πολύ δύσκολη για τον ΣΥΡΙΖΑ και την ηγεσία του. Ενας σκόπελος που μπορεί να ενεργοποιήσει διαδικασίες συνολικότερης αναδιάταξης του πολιτικού τοπίου.