Αρθρο του Σ. Γεωργανά στην «Κ»: Στο μυαλό του δημοσκόπου

Αρθρο του Σ. Γεωργανά στην «Κ»: Στο μυαλό του δημοσκόπου

Αλλη μία εκλογική αναμέτρηση, άλλη μία αποτυχία των δημοσκοπήσεων, σωστά; Οχι ακριβώς. Τείνουμε να θυμόμαστε τις μεγάλες αποτυχίες πολύ περισσότερο απ’ ό,τι θυμόμαστε τις περιπτώσεις που οι δημοσκόποι πέσανε αρκετά μέσα – στις προηγούμενες εκλογές οι δημοσκοπήσεις ήταν αρκετά εύστοχες

4' 34" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αλλη μία εκλογική αναμέτρηση, άλλη μία αποτυχία των δημοσκοπήσεων, σωστά; Οχι ακριβώς. Τείνουμε να θυμόμαστε τις μεγάλες αποτυχίες πολύ περισσότερο απ’ ό,τι θυμόμαστε τις περιπτώσεις που οι δημοσκόποι πέσανε αρκετά μέσα – στις προηγούμενες εκλογές οι δημοσκοπήσεις ήταν αρκετά εύστοχες. Αλλά η αλήθεια είναι ότι σε αυτή την περίπτωση η αστοχία είναι πολύ μεγάλη για να μείνει χωρίς ανάλυση. Και θεωρώ ότι από την ανάλυση προκύπτουν αναπόφευκτα προτάσεις για μεγαλύτερη διαφάνεια στον κλάδο των δημοσκοπήσεων.

Ας μου συγχωρεθεί εδώ ο προσωπικός τόνος, αλλά ως ερευνητής κοινωνικών επιστημών με σχεδόν δύο δεκαετίες πειραμάτων και ερευνών στην ανθρώπινη συμπεριφορά, πατάω σε δύο βάρκες: όπως όλοι, κατανάλωσα με ενδιαφέρον το υλικό που μας προσέφεραν οι δημοσκοπικές εταιρείες, αλλά είμαι και στην πλευρά της παραγωγής ερευνών, ειδικά καθώς η ερευνητική μας ομάδα έτυχε να «τρέξει» ερωτηματολόγιο στην Ελλάδα αυτές τις μέρες σε δείγμα άνω των 1.000 ατόμων.

Το πρώτο μέλημα μιας καλής έρευνας γνώμης είναι να διασφαλίσει ότι βρίσκει επαρκώς αντιπροσωπευτικό δείγμα. Χωρίς να μπω σε τεχνικές λεπτομέρειες, νομίζω σε αυτό είναι εξασκημένες οι δημοσκοπικές εταιρείες, κι εκτός ιδιαίτερα δύσκολων ομάδων πληθυσμού γνωρίζουν πού να βρουν ανθρώπους. Στη δική μας έρευνα η κατανομή φύλου, ηλικίας και τόπου κατοικίας που συγκεντρώσαμε πλησίαζε αρκετά την επίσημη απογραφή πληθυσμού.

Το δεύτερο μέλημα είναι να απαντήσουν βέβαια οι άνθρωποι – και εδώ έρχεται πιθανό σφάλμα μέτρησης, γιατί μπορεί οι οπαδοί ενός κόμματος (όπως ισχυρίστηκε και ο Αλέξης Τσίπρας) να έχουν χαμηλότερη τάση να απαντούν σε έρευνες.

Το τρίτο μέλημα είναι να απαντούν με ειλικρίνεια, ιδιαίτερα προβληματικό αν ένα κόμμα αντιμετωπίζει κοινωνικό στίγμα (όπως π.χ. τα νεοναζιστικά).

Τέταρτο και τελευταίο μέλημα είναι να κάνεις πληροφορημένες εικασίες ποιοι θα πάνε να ψηφίσουν! Στις ΗΠΑ, π.χ., είναι γνωστό ότι συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού έχουν χαμηλότερη τάση να ψηφίζουν, και τείνουν επίσης να υποστηρίζουν συγκεκριμένο κόμμα. Οπότε σε μια αφελή δημοσκόπηση το κόμμα θα έβγαζε ποσοστό 50%, αλλά στην κάλπη μόνο 40%.

Για να αποφευχθούν όλα αυτά τα πιθανά σφάλματα, οι δημοσκόποι κάνουν στάθμιση του δείγματος. Δεν δείχνουν ως τελική εκτίμηση τα ακαθάριστα στοιχεία που βγάζει η έρευνα, αλλά τα προσαρμοσμένα, έπειτα από κατάλληλη ανάλυση.

Στις πρόσφατες ελληνικές εκλογές υπήρξαν ιδιαιτερότητες. Οι ατυχείς δηλώσεις Κατρούγκαλου πιθανότατα αύξησαν το ρεύμα υπέρ της Ν.Δ. τις τελευταίες μέρες (στο δείγμα μας το ρεύμα αυτό είναι στατιστικά σημαντικό), ειδικά μεταξύ αναποφάσιστων. Αλλά πέρα από αυτό, είναι πολύ πιθανό οι δημοσκοπικές να έκαναν λάθη στάθμισης, με βασικό λόγο τον φόβο των υπερβολικών αντιδράσεων. Θα προσπαθήσω να περιγράψω βήμα βήμα τη διαδικασία σκέψης του ερευνητή σε τέτοιες περιστάσεις.

Για όλους ήταν έκπληξη η ψαλίδα Ν.Δ. – ΣΥΡΙΖΑ. Στη δική μας έρευνα βάλαμε τους συμμετέχοντες να μαντέψουν τα ποσοστά των κομμάτων, με χρηματικό έπαθλο! Οι εικασίες τους ήταν κάπου μεταξύ των δημοσκοπικών και του τελικού εκλογικού αποτελέσματος: περίπου 34% Ν.Δ. έναντι 28,3% ΣΥΡΙΖΑ.

Πώς έπεσαν (και πώς θα μπορούσαν να μην πέσουν) έξω οι σφυγμομετρήσεις.

Δεδομένου αυτού του κλίματος, ο αναλυτής δεδομένων μιας δημοσκόπησης βρισκόταν σε περίεργη θέση. Στο δικό μας δείγμα, ενώ δεν ήταν βασικός σκοπός της (μεθοδολογικής κατά βάση) έρευνας, ρωτήσαμε και πρόθεση ψήφου. Στα καθαρά δεδομένα, χωρίς στάθμιση ή αναγωγή, βρήκαμε 31,1% Ν.Δ., 16,8% ΣΥΡΙΖΑ. Μα είναι δυνατόν, σχεδόν διπλάσιο ποσοστό για τη Ν.Δ.; ΣΥΡΙΖΑ τόσο χαμηλά; Μήπως έγινε λάθος, κάποιο από τα σφάλματα που περιέγραψα άνω;

Κανένα δείγμα δεν είναι τέλειο, δηλαδή 100% αντιπροσωπευτικό του πληθυσμού. Είναι δύσκολο σε μια έρευνα να πετύχεις π.χ. πολλούς ανθρώπους μεγάλης ηλικίας. Μπορείς να σταθμίσεις για να διορθώσεις το σφάλμα, με το εξής πείραμα σκέψης: τι ποσοστά κομμάτων θα έβγαζε το δείγμα, αν οι άνθρωποι κάθε ηλικίας ήταν τόσοι όσοι στον γενικό πληθυσμό; Η απάντηση στο δικό μας ήταν 36,6% Ν.Δ., 16,2% ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμα πιο τρομακτική η διαφορά!

Ενα άλλο προφανές ζήτημα είναι η δυσκολία να βρεθούν άτομα από κάθε γωνιά της χώρας. Πάλι στάθμιση, προσαρμόζοντας το δείγμα σου στην απογραφή των ελληνικών περιφερειών: Ν.Δ. 30%, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ ακούνητος στο 16,6%.

Μισό λεπτό, υπάρχουν και αναποφάσιστοι. Τι θα ψηφίσουν; Η πιο ουδέτερη παραδοχή είναι ότι οι αναποφάσιστοι θα μοιραστούν, όπως το σύνολο του δείγματος.

Ας τα βάλουμε όλα μαζί, σταθμίσεις και αναποφάσιστους, και τα ποσοστά που βγαίνουν είναι Ν.Δ. 41,02%, ΣΥΡΙΖΑ 20,2%. Τι θα κάνατε ως αναλυτές, αν βγάζατε αυτά τα ποσοστά πριν δείτε το αποτέλεσμα των εκλογών (40,79-20,07); Ακόμη και εμείς τρομάξαμε με αυτά τα νούμερα, κι ας είμαστε πανεπιστημιακοί ερευνητές. Μήπως όντως οι οπαδοί ΣΥΡΙΖΑ κρύβονταν;

Δεν γνωρίζω τι σταθμίσεις και φίλτρα έβαλε κάθε δημοσκόπος για να βγάλει τα αποτελέσματα που δημοσίευσε. Είναι όμως απολύτως ανθρώπινη η τάση να αμφισβητείσαι και ίσως και αυτολογοκρίνεσαι όταν το προϊόν μιας περίπλοκης ανάλυσης αποκλίνει από τη συμβατική σοφία. Ειδικά στις μέρες μας, με σαφείς πιέσεις και απειλές ακόμη από κάποια κόμματα προς τους δημοσκόπους.

Η πρότασή μου για το ζήτημα είναι μάλλον απλή: α) αυξημένη διαφάνεια των δημοσκοπήσεων. Προφανώς η ακριβής συνταγή στάθμισης είναι πνευματική ιδιοκτησία των δημοσκόπων, αλλά γιατί να μη δημοσιεύουν τα αστάθμιστα δεδομένα, έστω με χρονοκαθυστέρηση; β) Αυξημένη αυτοσυγκράτηση της κοινωνίας. Κόμματα και οπαδοί πρέπει να σταματήσουν τις πιέσεις. Αν δεν τους αρέσει μια ανάλυση, ελεύθερη είναι η αγορά (και ελπίζω τα δεδομένα), ας κάνουν τη δική τους. Κι εμείς ως καταναλωτές δημοσκοπήσεων, θα πρέπει να μάθουμε να κρίνουμε ιδέες και μεθόδους, όχι τα αποτελέσματά τους (τυχαία και με μικρό δείγμα). Αυτή άλλωστε είναι και μια γενική συνταγή: στην επιστήμη, όπως στα μαθηματικά του σχολείου, δίκιο δεν έχει όποιος είχε τα σωστά αποτελέσματα, ίσως κατά τύχη, αλλά όποιος δείχνει ότι σκέφθηκε σωστά για να τα βγάλει.

Ο κ. Σωτήρης Γεωργανάς είναι αν. καθηγητής Οικονομικών στο City, Πανεπιστήμιο του Λονδίνου.

Σημείωση: δεδομένα και ανάλυση είναι στη διάθεση της εφημερίδας και ενδιαφερομένων ερευνητών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή