Τα πολλά Ισλάμ και ο ρόλος τους στην Τουρκία

Τα πολλά Ισλάμ και ο ρόλος τους στην Τουρκία

Τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών στην Τουρκία καταδεικνύουν το μέγεθος των αλλαγών που έχουν συντελεστεί σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Η επιρροή του κεμαλισμού έχει ξεθωριάσει σημαντικά

4' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών στην Τουρκία καταδεικνύουν το μέγεθος των αλλαγών που έχουν συντελεστεί σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Η επιρροή του κεμαλισμού έχει ξεθωριάσει σημαντικά. Η χώρα έχει εισέλθει στην εποχή της μετα-εκκοσμίκευσης, όπως την περιέγραψε ο Γερμανός φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας. Χάρη σε μια ευρεία κοινωνική συναίνεση, η θρησκεία παίζει έναν πιο εμφανή ρόλο στη δημόσια σφαίρα.

Μια πρόσφατη έρευνα των Πανεπιστημίων Marmara και Ibn Haldun δείχνει τις αντιφάσεις και τις ιδιαιτερότητες της τουρκικής κοινωνίας. Το 94% του γενικού πληθυσμού πιστεύει στον Θεό, το 48% των γυναικών δήλωσε ότι πάντα φοράει μαντίλα και το 47% ανδρών και γυναικών υποστηρίζει ότι «κανένα άρθρο του τουρκικού συντάγματος δεν πρέπει να βρίσκεται σε αντίθεση με το Κοράνι». Από την άλλη, οι περισσότεροι πιστεύουν ότι μπορούν να ασκούν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα μέσα σε ένα κοσμικό κράτος (73%) και το 47% των γυναικών φοράει τη μουσουλμανική μαντίλα σπάνια ή ποτέ.

Η συγκεκριμένη έρευνα ακόμα δείχνει τις σημαντικές γενεακές διαφοροποιήσεις που υπάρχουν στο ζήτημα της θρησκείας. Συνολικά μόνο 5,7% δεν πιστεύει στην ύπαρξη του Θεού, αλλά το ποσοστό διπλασιάζεται στις ηλικίες 18-24 και τριπλασιάζεται ανάμεσα σε όσους κατέχουν μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών ή και διδακτορικό. Οι γεωγραφικές διαφοροποιήσεις είναι επίσης αξιοσημείωτες. Στα τουρκικά παράλια του Αιγαίου το 11% του πληθυσμού δεν πιστεύει στον Θεό, ενώ στην Κωνσταντινούπολη το ποσοστό πέφτει ελαφριά στο 10%. Στην υπόλοιπη χώρα, ελάχιστοι αναλογικά δηλώνουν άθεοι.

Πολλοί κάτοικοι της Ανατολίας και των νοτιοανατολικών περιοχών αντιμετωπίζουν τη θρησκεία ως αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς τους. Το Ισλάμ συνεχίζει να ορίζει τα ήθη και τα έθιμά τους. Η εξήγηση βρίσκεται στη συγκρότηση της τουρκικής ταυτότητας μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η προσπάθεια του κεμαλισμού να περιθωριοποιήσει τη μουσουλμανική θρησκεία, στο όνομα μιας δυτικόστροφης προόδου, είχε μια επίπλαστη επιτυχία. Το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας συνέχισε να ταυτίζεται με το Ισλάμ. Η άνοδος του Δημοκρατικού Κόμματος, τη δεκαετία του 1950, περιόρισε αισθητά την προσπάθεια εκκοσμίκευσης του κεμαλικού καθεστώτος.

Αργότερα, τη δεκαετία του 1970, το Ισλάμ χρησιμοποιήθηκε σαν αντίβαρο στην αυξημένη επιρροή της Αριστεράς στα πανεπιστήμια και σε άλλους χώρους πολιτικής χειραφέτησης. Ο Τουργκούτ Οζάλ συνέχισε σιωπηλά την εργαλειοποίηση της θρησκείας για πολιτικούς σκοπούς. Η εκλογή του παλαίμαχου ισλαμιστή πολιτικού Νετσμετίν Ερμπακάν στην πρωθυπουργία, τον Ιούνιο του 1996, επισημοποίησε τη μεγάλη επιστροφή της θρησκείας στην πολιτική.

Το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης δεν ήρθε λοιπόν από το πουθενά, το Ισλάμ ήταν πάντα εκεί. Ο Ταγίπ Ερντογάν δεν είναι μόνο ένας ευσεβής μουσουλμάνος που οραματίζεται μια Τουρκία που θα αναγνωρίζει το ένδοξο παρελθόν της. Αποτελεί εκπρόσωπο και εκφραστή μιας σιωπηλής επανάστασης που συντελείται εδώ και δεκαετίες, την οποία ο χαρισματικός ηγέτης εκμεταλλεύτηκε. Το κενό που αφήνει η πτώση του κεμαλισμού καλύπτεται από ένα μείγμα πραγματιστικού ισλαμισμού και τουρκικού εθνικισμού.

Το 94% του πληθυσμού πιστεύει στον Θεό, το 47% υποστηρίζει ότι «κανένα άρθρο του τουρκικού συντάγματος δεν πρέπει να βρίσκεται σε αντίθεση με το Κοράνι», το 48% των γυναικών πάντα φοράει μαντίλα.

Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν ορισμένα θέματα-ταμπού που δεν συζητιούνται ανοικτά στη χώρα. Υποβόσκει μεγάλη καχυποψία ανάμεσα στους ευσεβείς σουνίτες μουσουλμάνους και στην κοινότητα των Αλεβιτών που ασπάζεται μια μυστικιστική εκδοχή του σιιτισμού. Οι Αλεβίτες τείνουν να υποστηρίζουν το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα και αριστερά κόμματα. Υπό αυτή τη σκοπιά, η υποψηφιότητα του αλεβίτη Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου για την προεδρία ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Δεν είναι τυχαίο ότι κανένα μέλος αυτής της θρησκευτικής κοινότητας δεν έχει ανέλθει στο ύπατο αξίωμα της τουρκικής δημοκρατίας. Παρά την αποστροφή τους για το σουνιτικό Ισλάμ, οι Αλεβίτες δεν αποκηρύττουν τον τουρκικό εθνικισμό. Τουναντίον, πολλοί από αυτούς είναι ένθερμοι υποστηρικτές του αναθεωρητισμού που πρεσβεύει η Αγκυρα.

Επομένως, η άνοδος της θρησκευτικότητας στη γειτονική χώρα δεν προσφέρεται για επιδερμικές αναλύσεις. Η Τουρκία έχει ξεπεράσει το δίπολο θρησκεία-εκκοσμίκευση με τον δικό της, μοναδικό, τρόπο. Τελικά, υπάρχουν πολλά Ισλάμ στην Τουρκία. Το ορθόδοξο σουνιτικό και το ετερόδοξο αλεβίτικο. Το Ισλάμ της καθημερινότητας και το Ισλάμ της ταυτότητας. Το Ισλάμ των νέων και το Ισλάμ των μεγαλύτερων γενεών. Σε κάθε περίπτωση, το Ισλάμ επέστρεψε για να μείνει στην πολιτική.

Στην εποχή της μετα-εκκοσμίκευσης, η θρησκεία παίζει αναπόφευκτα μεγαλύτερο ρόλο στη διαμόρφωση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Η ερντογανική Τουρκία πρωταγωνιστεί στον Οργανισμό για την Ισλαμική Συνεργασία και φιλοδοξεί να εξελιχθεί σε μεγάλη μουσουλμανική δύναμη. Από το Μαρόκο μέχρι την Ινδονησία και από τη Σομαλία μέχρι το Ταταρστάν στην κεντρική Ρωσία, η Αγκυρα ασκεί με αξιοζήλευτο τρόπο τη δική της θρησκευτική διπλωματία. Με αυτόν τον τρόπο οικοδομεί συμμαχίες με κυβερνήσεις και χτίζει γέφυρες με κοινωνίες που συχνά νιώθουν αποξενωμένες από τη Δύση. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ταγίπ Ερντογάν παραμένει ο πιο δημοφιλής ξένος ηγέτης στην Αλγερία, Ιορδανία, Λίβανο, Λιβύη, Μαρόκο και Τυνησία (Arab barometer, 2021).

Την ίδια ώρα, η Ελλάδα ακολουθεί μια αντίστροφη πορεία: η πίστη εξελίσσεται σε ατομική παρά συλλογική υπόθεση. Η σταδιακή εκκοσμίκευση της κοινωνίας και της Εκκλησίας καλωσορίζεται από όσους αντιμετωπίζουν τη θρησκεία σαν έναν αναχρονισμό που στρέφεται ενάντια στην καρτεσιανή λογική. Πρακτικά σημαίνει ότι μεγαλώνει το πολιτισμικό χάσμα ανάμεσα στην Ελλάδα και τη νέα Τουρκία. Ετσι, όμως, ελλοχεύει ο κίνδυνος για περισσότερες παρανοήσεις και αντιπαραθέσεις.

Η Ελλάδα δεν συνορεύει απλά με την Τουρκία, αλλά με ένα σημαντικό κομμάτι του μουσουλμανικού κόσμου. Δεν κατανοούμε στο ελάχιστο την ισλαμική σκέψη και παράδοση και τους τρόπους έκφρασής τους. Αυτό φαίνεται και από τον τρόπο που γίνεται τελευταία η δημόσια συζήτηση για τη μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης, αλλά και άλλα ζητήματα που αφορούν μουσουλμάνους μετανάστες και πρόσφυγες (π.χ. κατασκευή τζαμιού, χαλάλ φαγητό). Αξιόλογες προσπάθειες για έναν διαπολιτισμικό διάλογο, όπως η Διεθνής Διάσκεψη για τον «Θρησκευτικό και Πολιτιστικό Πλουραλισμό και την Ειρηνική Συνύπαρξη στη Μέση Ανατολή» που έγινε στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 2015, δυστυχώς δεν συνεχίστηκαν. Ασχέτως τι θα συμβεί τους επόμενους μήνες στα ελληνοτουρκικά, η αμείλικτη πραγματικότητα της πολιτικής και πολιτισμικής γεωγραφίας δεν θα αλλάξει.

Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Reader in International Security στο King’s College London. Το βιβλίο του «Το νέο πολιτικό Ισλάμ: Ανθρώπινα δικαιώματα, δημοκρατία και δικαιοσύνη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαζήση.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή