Αρθρο του Μάνου Παπάζογλου στην «Κ»: Η εκλογική σύγκριση Ελλάδας και Ισπανίας

Αρθρο του Μάνου Παπάζογλου στην «Κ»: Η εκλογική σύγκριση Ελλάδας και Ισπανίας

Στην πολιτική επιστήμη, Ελλάδα, Ισπανία και Πορτογαλία αποτελούν τρεις περιπτώσεις πολιτικών συστημάτων με αυξημένη συνάφεια για τον σκοπό της συγκριτικής μελέτης

3' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στην πολιτική επιστήμη, Ελλάδα, Ισπανία και Πορτογαλία αποτελούν τρεις περιπτώσεις πολιτικών συστημάτων με αυξημένη συνάφεια για τον σκοπό της συγκριτικής μελέτης. Οπως θα εξηγήσουμε, η πορεία της χώρας της Ιβηρικής ήταν καλύτερη, γιατί οι κυβερνητικές ηγεσίες και το εκλογικό σώμα έκαναν ασφαλέστερες επιλογής κατά την πηδαλιουχία του πολιτικού συστήματος.

Εκ πρώτης όψεως, το αποτέλεσμα των διπλών εκλογών στην Ελλάδα είναι ευοίωνο. Ελυσε ένα σοβαρό πρόβλημα των εκλογών με την αδιαμφισβήτητη νίκη και κοινοβουλευτική αυτοδυναμία ενός κόμματος (Ν.Δ.). Στην Ισπανία, θα συγκροτηθεί κυβέρνηση μόνο εάν ένα από τα δύο πρώτα κόμματα κατορθώσει να συμφιλιώσει τις αντιτιθέμενες απαιτήσεις των πιθανών εταίρων.

Η συνθήκη αυτή, όμως, αποκαλύπτει τη λειτουργικότητα του ισπανικού κομματικού συστήματος, στο οποίο τα δύο κυρίαρχα κόμματα της Κεντροδεξιάς (PP) και της σοσιαλδημοκρατίας (PSOE) εξακολουθούν να αποτελούν δύο εναλλακτικές προτάσεις εξουσίας, παρά τη μείωση της επιρροής τους μετά το 2010. Στην Ελλάδα, η οικονομική και πολιτική κρίση διαμόρφωσε ένα ασύμμετρο κομματικό σύστημα, με μια ηγεμονική δύναμη και μια κατακερματισμένη αντιπολίτευση.

Η οικονομική κρίση στην Ισπανία δεν είχε, βεβαίως, την κλίμακα των συνεπειών της ελληνικής κρίσης. Ωστόσο, η αποτροπή μιας κρίσης εμπιστοσύνης στους πολιτικούς θεσμούς οφείλεται σε μια σειρά επιλογών των κυβερνήσεων, οι οποίες είχαν διαπλαστική επιρροή στις στάσεις μετριοπάθειας των ψηφοφόρων. Ετσι, τα ισπανικά κόμματα διατήρησαν τη βασική δομή του κομματικού συστήματος, παρά τη φθορά τους. Αρχικά με τον ηγέτη της Κεντροδεξιάς Ραχόι, ο οποίος κατόρθωσε να επιβιώσει από διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις (2008, 2015, 2016), και αργότερα με τον σοσιαλδημοκράτη ηγέτη Σάντσεθ με τις δύο νίκες (2019) και την ενίσχυση του ποσοστού μετά την πρώτη θητεία (2023). Η κρίσιμη διαφορά, λοιπόν, αφορά τον ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας και είναι χρήσιμη η υπενθύμιση δύο πτυχών της διαφοράς του με τον Ισπανό συγγενή του.

Τη δεκαετία 1980, οι δύο κυβερνήσεις Παπανδρέου επέμειναν σε πολιτικές στην οικονομία και στην απασχόληση οι οποίες δεν είχαν καμία απολύτως συνάφεια με τις τρέχουσες τάσεις στην υπόλοιπη δυτική Ευρώπη. Αντιθέτως, στην Ισπανία, η εκλογή του σοσιαλδημοκράτη Γκονζάλεθ (1982-1996) συνδυάστηκε με την ευθυγράμμιση με τις κυρίαρχες τάσεις πολιτικής στα άλλα κράτη-μέλη. Την επιλογή αυτή, άλλωστε, είχε κάνει πρώτος ο επιφανέστερος σοσιαλιστής ηγέτης της εποχής εκείνης Μιτεράν στη Γαλλία.

Η αναβαπτισμένη κυβέρνηση Παπανδρέου (1993) με καθυστέρηση δεκαετίας ακολούθησε τον ενάρετο δρόμο των οικονομικών μεταρρυθμίσεων χάριν της ΟΝΕ. Από μια ωφελιμιστική προσέγγιση του ευρωπαϊσμού τη δεκαετία 1980, το ΠΑΣΟΚ υπό την ηγεσία Σημίτη τον προσέλαβε με όρους εκσυγχρονισμού.

Μόνο τότε η Ελλάδα άρχισε να δρέπει ουσιαστικά τους καρπούς της ευημερίας, ενώ Ισπανία και ειδικά η Πορτογαλία είχαν κάνει ήδη άλματα ευημερίας αξιοποιώντας οικονομικούς πόρους και την τεχνοκρατική υποστήριξη της Ε.Ε. Το ΠΑΣΟΚ, όμως, στην πραγματικότητα δεν μετασχηματίστηκε σε ένα πραγματικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Οι κοινωνικές ανισότητες εξακολούθησαν να εντείνονται, όπως και η άνιση φορολογική μεταχείριση των πολιτών. Το χαρακτηριστικότερο, ίσως, παράδειγμα είναι το υψηλό ποσοστό των ιδιωτικών δαπανών για υγεία και παιδεία, το οποίο πλήττει τα ασθενέστερα στρώματα. Οι καλές δημόσιες παροχές στα δύο αυτά πεδία αποτελούν το επιστέγασμα μιας επιτυχούς σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Ακόμη, στις διαφορές αξίζει να επισημάνουμε την τύχη των μικρότερων κομμάτων. Στην Ισπανία, οι ριζοσπαστικοί Podemos εξελίχθηκαν μάλλον σε πυροτέχνημα, αλλά η Αριστερά κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα σχήμα συνεργασίας (Sumar). Οι μετριοπαθείς Ciudadanos δεν άντεξαν την πίεση των δύο ισχυρών κομμάτων. Αντιθέτως, στην Ελλάδα τα μικρά κόμματα εμφανίζονται όπως τα τζιτζίκια. Θέλουν πολλή ζέστη για να ακουστούν, είναι θνησιγενή και άλλα τα αντικαθιστούν σύμφωνα με τις προσωπικές στρατηγικές των ηγετών τους.

Τέλος, το Vox αποτελεί ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Δεξιάς, το οποίο υποχώρησε το 2023. Ωστόσο, η τραυματική εμπειρία των Ισπανών με τη βάναυση δικτατορία Φράνκο (άλλη μία κρίσιμη διαφορά με Ελλάδα) δεν άφησε το περιθώριο στο Vox να μετατραπεί σε κάτι ανάλογο της Χ.Α. Αλλωστε, στην Ισπανία το ζήτημα της απόσχισης αποτελεί ένα σοβαρό διακύβευμα, το οποίο τροφοδοτεί νέες διαιρέσεις, ιδιαίτερα μετά την απόπειρα διοργάνωσης ενός παράτυπου από συνταγματικής απόψεως δημοψηφίσματος στην Καταλωνία (2017).

Στο μπάσκετ συχνά θεωρούμε ότι οι Ισπανοί είναι από τους χειρότερους αντιπάλους μας, καθώς είναι σπάνιες οι φορές που έχουμε χαρεί τη νίκη. Από πολλές απόψεις, κάτι παρόμοιο μάλλον ισχύει και στο επίπεδο των πολιτικών συστημάτων, οπότε χρειαζόμαστε επειγόντως νέες τακτικές.

Ο κ. Μάνος Παπάζογλου είναι αν. καθηγητής Πολιτικών Συστημάτων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή