Ελληνική ναυτική ισχύς στον 21ο αιώνα

Ελληνική ναυτική ισχύς στον 21ο αιώνα

Η καθέλκυση της πρώτης φρεγάτας Belharra, την προηγούμενη εβδομάδα, σηματοδοτεί την αφετηρία μιας νέας εποχής για το Πολεμικό Ναυτικό. Ευτυχώς έγινε κατανοητό ότι ο στόλος των φρεγατών χρειάζεται επειγόντως ανανέωση

3' 41" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η καθέλκυση της πρώτης φρεγάτας Belharra, την προηγούμενη εβδομάδα, σηματοδοτεί την αφετηρία μιας νέας εποχής για το Πολεμικό Ναυτικό. Ευτυχώς έγινε κατανοητό ότι ο στόλος των φρεγατών χρειάζεται επειγόντως ανανέωση. Τα νέα πολεμικά πλοία θα προσδώσουν στο Π.Ν. πρωτόγνωρες δυνατότητες που πολύ λίγες ευρωπαϊκές χώρες διαθέτουν. Ασχέτως της τελικής κατάληξης των ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων, η Αθήνα θα συνεχίσει να χρειάζεται ένα πανίσχυρο ναυτικό.

Πρώτον, η ύπαρξη χιλιάδων νησιών, νησίδων και βραχονησίδων σημαίνει ότι ο έλεγχος της θάλασσας είναι ζωτικής σημασίας για την ελληνική αποτροπή και άμυνα. Σε περίοδο επιχειρήσεων, το Π.N. θα πρέπει να προστατεύσει νηοπομπές από την ηπειρωτική Ελλάδα προς τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και να υποστηρίξει προσπάθειες ανακατάληψης εδαφών που ίσως έχουν πέσει στα χέρια του εχθρού. Οι ελληνικές Belharra θα μπορούν να σαρώνουν μεγάλες θαλάσσιες περιοχές με τα υπερσύγχρονα ραντάρ τους και να εντοπίζουν διαφορετικούς εχθρικούς στόχους. Με τους πανίσχυρους αντιαεροπορικούς πυραύλους τους θα δύνανται να προβαίνουν σε επιχειρήσεις αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής (Α2/ΑD). Ετσι η ελληνική πλευρά θα έχει τη δυνατότητα να «κλειδώνει» το Αιγαίο και ένα κομμάτι της Ανατολικής Μεσογείου για τα εχθρικά αεροσκάφη. Τίποτα δεν θα είναι το ίδιο από εδώ και πέρα.

Δεύτερον, η Τουρκία έχει ξεκινήσει ένα φιλόδοξο εξοπλιστικό πρόγραμμα για να εξελιχθεί σε περιφερειακή ναυτική δύναμη. Αυτός ο σχεδιασμός δεν πρόκειται να αλλάξει στο ορατό μέλλον. Η γειτονική χώρα έχει ήδη αποκτήσει το δικό της πλοίο αμφίβιων επιχειρήσεων (Anadolu) για να κάνει προβολή ισχύος στη Μεσόγειο και επίδειξη σημαίας σε μακρινές θάλασσες. Ταυτόχρονα, η Αγκυρα κατασκευάζει τις δικές της φρεγάτες (κλάση Istanbul) και κορβέτες (κλάση Ufuk), με στόχο να φτάσει τις 28-30 κύριες μονάδες. Επίσης, το τουρκικό ναυτικό θα αποκτήσει γερμανικά υποβρύχια τελευταίας γενιάς για να εξισορροπήσει το πλεονέκτημα που έχει η Ελλάδα στον βυθό. Παράλληλα, η τουρκική αμυντική βιομηχανία σχεδιάζει τα δικά της μη επανδρωμένα θαλάσσια/υποθαλάσσια οχήματα. Αυτή είναι η πραγματικότητα που καλείται η Αθήνα να αντιμετωπίσει και όχι κάποια άλλη ουτοπική.

Τρίτον, οι μεγάλες μεταναστευτικές ροές από τη Βόρεια Αφρική προκαλούν μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Μέσα στους κόλπους της Ε.Ε. διαμορφώνεται μια πλειοψηφία υπέρ της δυναμικής αντιμετώπισης της παράτυπης μετανάστευσης. Η ιταλική πρόταση για ναυτικό αποκλεισμό της Λιβύης ήταν μόνο η αρχή. Η Ελλάδα πρέπει να έχει τις δυνατότητες να παίξει έναν κομβικό ρόλο στους ευρωπαϊκούς σχεδιασμούς ως πάροχος ασφάλειας. Σε αυτή την περίπτωση το Π.Ν. θα κληθεί να συμμετάσχει ενεργά στη διαχείριση του προβλήματος με αποστολή μεγάλων μονάδων επιφανείας.

Το εξοπλιστικό πρόγραμμα του Π.Ν. πρέπει να υπηρετεί ένα νέο γεωπολιτικό όραμα. Αλλιώς οι πανάκριβες φρεγάτες μας θα έχουν, τηρουμένων των αναλογιών, την τύχη των ολυμπιακών ακινήτων.

Σε κάθε περίπτωση, το εξοπλιστικό πρόγραμμα του Π.Ν. πρέπει να υπηρετεί ένα νέο γεωπολιτικό όραμα. Αλλιώς οι πανάκριβες φρεγάτες μας θα έχουν, τηρουμένων των αναλογιών, την τύχη των ολυμπιακών ακινήτων. Το βασικό συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας μας είναι η γεωγραφική της τοποθεσία και η άρρηκτη σχέση με τη θάλασσα. Ο καθηγητής Γιάννης Βαληνάκης έχει μιλήσει για την «Ελλάδα των τεσσάρων θαλασσών» ως εθνικό στόχο (Εκδόσεις Σιδέρη, 2020). Ο καθηγητής Γιώργος Πρεβελάκης έχει αναφερθεί στο «νέο περιβάλλον της εδαφοποιημένης θάλασσας», όπου τα κράτη επιδιώκουν την επέκτασή τους («Κ», 12/7/2020). Πράγματι, με τη ναυτοσύνη, τα στρατηγικά λιμάνια και την ποντοπόρα ναυτιλία μας η Ελλάδα δύναται να βρεθεί στο επίκεντρο των γεωπολιτικών εξελίξεων.

Ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων καθορίζει, σε μεγάλο βαθμό, την εξωτερική πολιτική μικρότερων χωρών. Η μοναδική σταθερά της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής μετά το 1830 είναι η συμμαχία με τις ναυτικές δυνάμεις της Δύσης. Είναι μια στρατηγική επιλογή που έχουν κάνει γενιές Ελλήνων και δεν πρόκειται να αλλάξει εύκολα. Πρέπει, όμως, να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τις επόμενες δεκαετίες μπροστά μας. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες θα επιδιώξουν την ανάσχεση της Κίνας και άλλων αναθεωρητικών δυνάμεων. Ο «ινδικός δρόμος του μεταξιού», που θα ενώνει το Μουμπάι με τον Πειραιά, εντάσσεται σε αυτή τη στρατηγική.

Να αναλογιστούμε την ιστορικότητα των αλλαγών που συντελούνται στο διεθνές σύστημα, διότι αυτές θα επηρεάσουν καταλυτικά τα τεκταινόμενα στη γειτονιά μας. Η Ελλάδα χρειάζεται να επεκταθεί προς τη θάλασσα για να αποκτήσει μια πραγματικά εξωστρεφή οικονομία τύπου Ολλανδίας, με έμφαση στις διηπειρωτικές μεταφορές και την πράσινη ενέργεια (π.χ. υπεράκτια αιολικά πάρκα). Το νέο Πολεμικό Ναυτικό πρέπει να σταθεί αρωγός και προστάτης σε αυτή την εθνική προσπάθεια. Εχομεν γην και πατρίδα, όταν έχομεν πλοία εις την θάλασσαν.

Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Reader in International Security στο King’s College London. Το βιβλίο του «Αποτροπή και Αμυνα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή