Αρθρο του Π. Σταθόπουλου στην «Κ»: Κάλπη «μηνυμάτων» ή προσώπων;

Αρθρο του Π. Σταθόπουλου στην «Κ»: Κάλπη «μηνυμάτων» ή προσώπων;

Λιγότερο από τρεις μήνες πριν από τις ευρωεκλογές, τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων μας δείχνουν την τρέχουσα καταγραφή πρόθεσης ψήφου, με ερώτημα βεβαίως κατά πόσον αντικατοπτρίζει πράγματι το σχήμα των αποτελεσμάτων που τελικά θα δούμε το βράδυ των εκλογών

3' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Λιγότερο από τρεις μήνες πριν από τις ευρωεκλογές, τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων μας δείχνουν την τρέχουσα καταγραφή πρόθεσης ψήφου, με ερώτημα βεβαίως κατά πόσον αντικατοπτρίζει πράγματι το σχήμα των αποτελεσμάτων που τελικά θα δούμε το βράδυ των εκλογών. Σίγουρα μένει ακόμα νερό να κυλήσει στο αυλάκι, με δεδομένο ότι καταγράφεται ποσοστό αναποφάσιστων ψηφοφόρων της τάξεως του 13%, ενώ υπάρχουν στον περίγυρο και νέοι εκλογικοί σχηματισμοί που δεν έχουν προλάβει να καταγραφούν με κάποια ενδεικτική τάση και δεν αναφέρονται στον πίνακα πρόθεσης ψήφου που δημοσιεύεται. Σημειώνεται ότι ο πίνακας αυτός, όπως και ο αντίστοιχος πίνακας του 2019 (ώστε να γίνονται χρήσιμες συγκρίσεις), προκύπτει από τον μέσο όρο πρόθεσης ψήφου, χωρίς να υπολογίζονται οι απαντήσεις αποχής, από πέντε εταιρείες (Metron, MRB, Pulse, Alco, Opinion Poll) που δημοσίευσαν συγκρίσιμα στοιχεία τον τελευταίο πρόσφατο μήνα και την αντίστοιχη περίοδο πριν από τέσσερα χρόνια.

Οι ευρωεκλογές άλλωστε χαρακτηρίζονται πάντα από ρευστότητα και αποκλίσεις σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές, ιδίως για τα προπορευόμενα κόμματα, γεγονός που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «χαλαρή ψήφο». Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική επιστήμη τις έχει κατατάξει στις λεγόμενες εκλογές β΄ τάξης, με την έννοια ότι δεν καθορίζουν τη διακυβέρνηση, χωρίς όμως, από την άλλη, να αποκλείει κανείς και περιπτώσεις που μπορεί να προκαλέσουν σημαντικές πολιτικές συνέπειες, όπως είδαμε στην Ελλάδα και στις τρεις τελευταίες ευρωεκλογές (2019, 2014, 2009), με ανατροπή και προβάδισμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης που έφερε έπειτα από λίγο και την επικράτησή της σε βουλευτικές εκλογές.

Αντίστοιχο φαινόμενο είχε συμβεί και το 1999, χωρίς ανατροπή όμως της τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ στις βουλευτικές εκλογές του 2000, συνηγορώντας στο γενικό συμπέρασμα ότι, συνήθως, οι ευρωεκλογές δεν ανατρέπουν τις κυβερνήσεις, παρότι θέτουν πάντοτε θέμα σε σχέση με την εμβέλεια του εκλογικού ποσοστού τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι πρώτες ευρωεκλογές του 1981, όταν το ΠΑΣΟΚ, παρά το 48,1% των βουλευτικών εκλογών, την ίδια ημέρα συγκέντρωσε στην κάλπη των ευρωεκλογών 40,1%. Υπολογίζοντας άλλωστε συνολικά, κατά μέσον όρο, στις εννέα μέχρι σήμερα ευρωεκλογές που έχουν διεξαχθεί στην Ελλάδα, ότι το προπορευόμενο κόμμα είχε απόκλιση 7 μονάδων, πιο χαμηλά από τα ποσοστά που διέθετε στις πιο κοντινές χρονικά βουλευτικές εκλογές, οι οποίες ήταν ταυτόχρονες και το 1989, αλλά και το 2004 με απόσταση τριών μηνών.

Η συνοπτική αυτή συνολική εικόνα των ελληνικών ευρωεκλογών συμπληρώνεται από δύο ακόμα περιπτώσεις. Το 1984, παρότι είχαν θεωρηθεί σημαντικές, γιατί θα κατέγραφαν τις πολιτικές δυνάμεις σχεδόν τρία χρόνια έπειτα από βουλευτικές εκλογές, το κυρίαρχο τότε ΠΑΣΟΚ έλαβε μόλις 41,6%, το οποίο όμως ανέβηκε στο 45,8% στις βουλευτικές εκλογές του 1985 μετά ένα χρόνο. Τέλος, και εντελώς αντίθετα, μετά την πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ στις βουλευτικές εκλογές του 1993 με 46,9%, στις ευρωεκλογές του 1994, οκτώ μήνες αργότερα, περιορίστηκε στο 37,7%, περίπου 9 μονάδες χαμηλότερα, γεγονός που, όπως γνωρίζουμε, δεν το εμπόδισε να επικρατήσει σε δύο ακόμα συνεχόμενες βουλευτικές εκλογές (1996, 2000).

Στις επικείμενες ευρωεκλογές, η προφανώς κυρίαρχη σήμερα Ν.Δ. θα δοκιμαστεί μεν από τις «αντοχές» του εκλογικού σώματος που την υποστηρίζει, αλλά καθόλου δεν προκύπτει ότι θα έχουμε ανατροπή των πολιτικών ισορροπιών.

Τα χαρακτηριστικά της τελευταίας αναφοράς (του 1994) είναι ίσως τα πιο κοντινά με αυτά που γνωρίζουμε στην τρέχουσα περίοδο του 2024. Χωρίς να αμφισβητείται ότι κάθε περίοδος έχει πάντα τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα εμπειρικά στοιχεία του παρελθόντος μάς βοηθούν να συγκρίνουμε και να σκεφτόμαστε ανάλογα. Με βάση επομένως τα τρέχοντα στοιχεία πρόθεσης ψήφου, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι στις επικείμενες ευρωεκλογές του 2024 η προφανώς κυρίαρχη σήμερα Ν.Δ. θα δοκιμαστεί μεν από τις «αντοχές» του εκλογικού σώματος που την υποστηρίζει, αλλά από αυτό καθόλου δεν προκύπτει ότι θα έχουμε «σημαντικές» εκλογές με την έννοια της ανατροπής των πολιτικών ισορροπιών.

Πολιτικά σημαντικές ίσως μπορεί να είναι θεωρητικά οι επικείμενες εκλογές ως προς το ξεκαθάρισμα του ποιος είναι δεύτερο ή τρίτο κόμμα, αν και θα σχολίαζε κανείς ότι με ενδεχόμενα μικρά ποσοστά λίγο πάνω από το 10% και μικρή επίσης διαφορά μεταξύ τους, όπως δείχνουν μέχρι στιγμής τα στοιχεία, είναι βέβαιο ότι δεν ξεκαθαρίζεται τίποτα. Aλλες ιδιαιτερότητες ως προς την εμβέλεια επιμέρους μικρών κομμάτων θα μπορούσε επίσης να θεωρηθούν, προσωρινά τουλάχιστον, σημαντικές, αλλά εντέλει το σημαντικότερο διακύβευμα είναι το τι ακριβώς, ποσοτικά και ποιοτικά, θα στείλουμε στην Ευρώπη.

Συνηθίζεται να θεωρούμε ότι οι ευρωεκλογές δεν είναι παρά μια συγκυρία «μηνυμάτων» που μπορεί να στείλει το εκλογικό σώμα προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Η σημερινή πραγματικότητα όμως μας δείχνει ότι, ιδίως στην τρέχουσα κρίσιμη και μεταβαλλόμενη εποχή ενός αμφίβολου εν γένει διεθνούς περιβάλλοντος, η ουσία δεν βρίσκεται παρά στο τι ακριβώς θα μπορούσαμε να στείλουμε στο Ευρωκοινοβούλιο. Πόσους αλλά και ποιους ευρωβουλευτές από κάθε κόμμα. Εχοντας βεβαίως κατά νου την ενίσχυση της παρουσίας της χώρας, όπως και τις όποιες δυνατότητες παρέμβασής της στο μεγάλο αυτό ευρωπαϊκό φόρουμ.

Ο κ. Πάνος Σταθόπουλος είναι διευθυντής του επιστημονικού συμβουλίου του Ιδρύματος Δημοκρατίας «Κωνσταντίνος Καραμανλής».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή