Ο κύκλος των χαμένων επιτελών

Ο κύκλος των χαμένων επιτελών

Στο Μαξίμου είναι δύσκολο να διατηρήσει κανείς θέση «σταθμάρχη». Πώς οι εναλλαγές προσώπων σε θέσεις-κλειδιά έχουν γίνει μόνιμο χαρακτηριστικό της διακυβέρνησης Μητσοτάκη

7' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Νικολό Μακιαβέλι επέμενε στον «Ηγεμόνα» ότι το πιο σημαντικό πράγμα για έναν ηγέτη δεν είναι οι φιλίες, αλλά η διατήρηση της εξουσίας του. Για να διατηρεί την εξουσία του πρέπει να μη διαταράσσεται ποτέ η εντύπωση της ισχύος του. Αν πρέπει να θυσιάσει φίλους και συνεργάτες του προκειμένου να προστατεύσει και να ενισχύσει αυτή την πολύτιμη και εύθραυστη εντύπωση, δεν πρέπει να διστάσει να το κάνει.

Πεντακόσια χρόνια μετά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται ότι ακολουθεί συστηματικά τις ουμανιστικές συμβουλές του Διαβόλου της Αναγέννησης δείχνοντας την έξοδο σε δύο «σταθμάρχες» του Μεγάρου Μαξίμου, τον Σταύρο Παπασταύρου και τον Γιάννη Μπρατάκο. Το «ανθρώπινο λάθος» τους ήταν ότι συμμετείχαν σε κοινωνική εκδήλωση στο σπίτι του εφοπλιστή και εκδότη αντί να δώσουν ένα μήνυμα πίσω από κλειστές πόρτες και μακριά από αδιάκριτα βλέμματα.

Οι ανθρωποθυσίες έστειλαν το μήνυμα ότι η εξουσία απαιτεί σοβαρότητα και πλήρη συμμόρφωση όλων με τους άγραφους κανόνες του παιγνίου και πιο συγκεκριμένα με την αναγνώριση των πρωθυπουργικών πρωτείων.

Προτού γίνουν Βρούτοι

Ολα αυτά έχουν την αφετηρία τους στον Ιούλιο Καίσαρα. Στην πρώτη σκηνή της τρίτης πράξης του «Ιουλίου Καίσαρος» του Σαίξπηρ, ο Καίσαρ δολοφονείται από συνωμότες που οργάνωσε ο στενός φίλος του, Βρούτος. Ο Μητσοτάκης, που εκτιμά τα έργα του Σαίξπηρ, όχι μόνο «εκτελεί» όσους συνεργάτες του μολύνθηκαν από την επαφή τους με την εξουσία, αποφεύγοντας έτσι τη μετάδοση «ιώσεων» στον ίδιο, αλλά λαμβάνει προληπτικά μέτρα για να καταπνίγει την εκδήλωσή τους. Μέχρι στιγμής πάντως έχει να αντιμετωπίσει μόνο ακούσιες «ιώσεις» και «φαγούρες», και όχι συνωμοσίες, αφού εσωτερικά η εξουσία δεν αμφισβητείται.

Η τακτική πάντως της απαλλαγής από παρεκκλίνοντες φίλους τού εξασφαλίζει μεγάλη ευελιξία και τον προστατεύει από τη φθορά. Από την άλλη πλευρά, καλλιεργείται ένα πεδίο ανασφάλειας μέσα στο οποίο δεν ευνοείται η γνήσια αφοσίωση. Οταν υπουργοί και συνεργάτες γνωρίζουν ότι είναι αναλώσιμοι, είναι βέβαιο ότι στην πραγματικότητα θα είναι λιγότερο αφοσιωμένοι απ’ όσο δείχνουν, αφού θα καταστρώνουν στρατηγικές προσωπικής επιβίωσης και μυστικά σχέδια για την ώρα της κρίσης. Αν οι Καίσαρες θέλουν να έχουν φίλους που θα βάλουν πλάτη στα δύσκολα, πρέπει να πάρουν το ρίσκο των Βρούτων.

Ο Μητσοτάκης δεν είναι άφιλος, όπως λένε οι επικριτές του, αλλά διαφέρει κάπως στο θέμα αυτό από τον πατέρα του, Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, ο οποίος στήριζε τους φίλους του φανατικά. Για παράδειγμα, ο πατέρας Μητσοτάκης στα τριάντα του αγνόησε την απαίτηση του ισχυρού εκδότη Δημήτρη Λαμπράκη να απομακρυνθεί από τον φίλο του από τα φοιτητικά του χρόνια και εκδότη της «Ελευθερίας», Πάνο Κόκκα. Θυσίασε την εύνοια του Λαμπράκη για τον Κόκκα παρά το γεγονός ότι θεωρούσε ότι ο φίλος του μάλλον το παράκανε στις μηχανορραφίες του με το Παλάτι, παρασύροντας και τον ίδιο.

Από το Κολλέγιο

Οι μόνοι συνεργάτες του πρωθυπουργού που έχουν παραμείνει σταθεροί είναι ο υπουργός Επικρατείας Ακης Σκέρτσος, ο οικονομικός σύμβουλος Αλέξης Πατέλης και η Κύρα Κάππη, η οποία είναι ανιψιά του και ίσως ο άνθρωπος με τη μεγαλύτερη άνεση μαζί του.

Ο Κυριάκος, με τη σειρά του, έχει στενούς φίλους από την εποχή των μαθητικών χρόνων του στο Κολλέγιο Αθηνών που επί σαράντα χρόνια εξακολουθεί να συναντάει σε τακτική βάση. Δεν έχει όμως ορκισμένους φίλους στην πολιτική. Προφανώς δεν ενδιαφέρεται να τους αποκτήσει γιατί, σε αντίθεση με τον πατέρα του ή με άλλους πρωθυπουργούς, ο Μητσοτάκης δεν ταυτίζει τη ζωή του με την πολιτική. Μάλλον δεν θεωρεί ότι χρειάζεται να έχει πολιτικούς φίλους «εφ’ όρου ζωής». Κατά συνέπεια, πίσω από την αναμφισβήτητη ευγένεια που τον χαρακτηρίζει, οι πολιτικές σχέσεις του είναι περισσότερο συναλλακτικές παρά φιλικές.

Αναπόφευκτα, το επιτελείο του βρίσκεται σε διαρκή ανακατάταξη. Οι μόνοι συνεργάτες του με διακριτή εξουσία στην κυβέρνηση που έχουν παραμείνει σταθεροί αυτά τα πέντε χρόνια είναι ο υπουργός Επικρατείας Ακης Σκέρτσος, ο οικονομικός σύμβουλος Αλέξης Πατέλης και η Κύρα Κάππη, η οποία είναι ανιψιά του και ίσως ο άνθρωπος με τη μεγαλύτερη άνεση μαζί του, ακόμη και σε περιόδους έντασης. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Σκέρτσος κοιμάται από τις εννέα για να ξυπνήσει στις πέντε και ο Πατέλης διευκρινίζει προς όλους ότι δεν κάνει ούτε δείπνα, ούτε γεύματα, ούτε καφέδες. Και οι δύο διάγουν καλογερική ζωή, αποφεύγοντας πειρασμούς και απολαύσεις υψηλού κινδύνου. Στην ίδια κατηγορία μάλλον εντάσσονται και ο διευθυντής του γραφείου Τύπου του πρωθυπουργού και υποψήφιος ευρωβουλευτής Δημήτρης Τσιόδρας –παρά το γεγονός ότι δεν είναι τόσο αυστηρός όσον αφορά καφέδες και ωράρια ύπνου– και ο λογογράφος Γιάννης Βλαστάρης. Από την άλλη πλευρά, οι ελκυστικές αρετές των παραπάνω τους καθιστούν ακατάλληλους για την ανάληψη επικίνδυνων αποστολών, που ανατίθενται σε άλλους. Ο Μητσοτάκης έχει όμως και ένα ακόμη χαρακτηριστικό. Κρατάει στεγανά και δεν ανοίγεται σε συζητήσεις στις οποίες παρευρίσκονται πάνω από ένας ή το πολύ δύο συνεργάτες του.

Ο πρώτος εξ απορρήτων συνεργάτης του Μητσοτάκη που απομακρύνθηκε εν μια νυκτί ήταν ο πρώην διευθυντής των «Νέων» Δημήτρης Μητρόπουλος, ο οποίος μεταξύ άλλων είχε αναλάβει διευρυμένες αρμοδιότητες ως «σέρπα» (πρεσβευτής) του πρωθυπουργού στα γραφεία των Ευρωπαίων ομολόγων του. Η αιτία δεν διευκρινίστηκε ποτέ επισήμως, αλλά λέγεται πως ο διευθυντής του Γραφείου Πρωθυπουργού, Γρηγόρης Δημητριάδης, άκουσε τις σκέψεις του Μητρόπουλου και δεν ενέκρινε τη συνέχιση των φιλικών επαφών του με παράγοντες της αντιπολίτευσης που διατηρούσε από την εποχή που μεσουρανούσε στη δημοσιογραφία. Οταν όμως «έσκασε» η υπόθεση των υποκλοπών, ο Μητσοτάκης δεν δίστασε να θυσιάσει ακαριαία τον «μέγα σταθμάρχη» του Μαξίμου, τον ίδιο τον Δημητριάδη, παρά τη σχέση αίματος. Ο πρωθυπουργικός ανιψιός έκανε το «ανθρώπινο λάθος» να επεκτείνει τις αφανείς δραστηριότητές του πολύ πέραν των ορίων του ρόλου που του είχε ανατεθεί.

Ο Δημητριάδης μνημονεύεται από πολλούς υπουργούς με νοσταλγία, καθώς είχε την αυτοπεποίθηση (κατά άλλους το θράσος) να λαμβάνει αποφάσεις χωρίς να ρωτάει πάντοτε τον Μητσοτάκη, με αποτέλεσμα να επιλύει πολλά θέματα συναρμοδιοτήτων σε καθημερινή βάση και να ξεμπλοκάρει αμέσως τα αμμώδη γρανάζια της κυβέρνησης. Η τάση του να λύνει τόσο πολλά προβλήματα αλλά και να διατηρεί προσωπική, δική του ατζέντα και λίστα δικών του φίλων και αντιπάλων κατέστησε τον ίδιο πρόβλημα (για παράδειγμα, ο συστηματικός εντοπισμός των δυνητικών συνωμοτών μέσα σε ένα σύστημα εξουσίας είναι ένα πρόβλημα που γίνεται χειρότερο όταν λύνεται). Ο διάδοχός του Γιάννης Μπρατάκος, φοβούμενος μήπως εκτεθεί σε ανάλογο κίνδυνο καρατόμησης, ακολούθησε πιο προσεκτική στάση, με αποτέλεσμα να συσσωρεύονται οι εκκρεμότητες και η απελπισία των υπουργών και των επιχειρηματιών. Τελικά δεν απέφυγε τη θυσία.

Η εναλλαγή

Ο βετεράνος νομικός Σταύρος Παπασταύρου είναι φίλος του πρωθυπουργού από τα μαθητικά του χρόνια, αλλά και φίλος της συζύγου του. Παρά τη δοκιμασία που υπέστη επί Σαμαρά, όταν στοχοποιήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, δέχθηκε να αποτιμήσει τι άφησε πίσω του ο Δημητριάδης και εν συνεχεία να επιστρέψει στο Μαξίμου, καλύπτοντας το κενό που δημιουργήθηκε από τη μετακίνηση του Γιώργου Γεραπετρίτη στο υπουργείο Εξωτερικών. Ανέλαβε παράλληλα ένα κρίσιμο μέρος του ρόλου του Δημητριάδη που δεν θα μπορούσε να εκτελέσει ο Μπρατάκος. Συγκέντρωσε δηλαδή στο γραφείο του στον πρώτο όροφο του Μαξίμου αρμοδιότητες για τη διαχείριση των κρίσεων και των ενδοκυβερνητικών σχέσεων, την επίβλεψη της χάραξης των νομοσχεδίων, τις σχέσεις με άλλα κέντρα εξουσίας εντός και εκτός Ελλάδας, ακόμη και όψεις της διαχείρισης της υπόθεσης Μπελέρη. Σίγουρα δεν ανέμενε ότι θα του ζητηθεί η παραίτηση επειδή άναψε ένα πούρο. Η πρωθυπουργική αυστηρότητα απέναντι στον Παπασταύρου κρίνεται μεγαλύτερη ακόμη και από εκείνη που ασκήθηκε πάνω στον έτερο πρωθυπουργικό φίλο, τον πρώην υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης Σπήλιο Λιβανό, ο οποίος εκπαραθυρώθηκε επειδή ένα καλαμπούρι του με τον τότε δήμαρχο Σπάρτης Πέτρο Δούκα (για το πώς η Ν.Δ. μοίραζε σακούλες με μετρητά στους πυρόπληκτους της Ηλείας το 2007) αναμεταδιδόταν ζωντανά στο Facebook. Λέγεται πως η αποπομπή του οφείλεται στον εκνευρισμό του πρωθυπουργού εκείνη την ημέρα για άλλο ζήτημα. Οι κακεντρεχείς αναφέρονται στο συγκεκριμένο περιστατικό ισχυριζόμενοι πως ο Μητσοτάκης υπό πίεση λειτουργεί παρορμητικά, και μοιάζει σε αυτό περισσότερο με τη μητέρα του παρά με τον πατέρα του.

Μια ειδική κατηγορία έμπιστων που σύντομα καταλήγουν βορά στους λέοντες του αθηναϊκού Κολοσσαίου είναι οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι. Ο Στέλιος Πέτσας (που έγινε διάσημος ως «λίστα Πέτσα») εγκαταλείφθηκε έπειτα από ένα «παρκάρισμα» στο υπουργείο Εσωτερικών. Ο Χρήστος Ταραντίλης λέγεται πως λιποθύμησε από τις αναθυμιάσεις έπειτα από λίγες εβδομάδες στην κουζίνα της εξουσίας. Ο πιο ανθεκτικός Γιάννης Οικονόμου αναβαθμίστηκε σε υπουργό Προστασίας του Πολίτη μετά τις εκλογές, αλλά ανασχηματίστηκε απότομα πρόσφατα. Δεν είναι τυχαίο ότι Πέτσας και Οικονόμου δεν ψήφισαν τον γάμο ομοφύλων. Μάλλον έχουν συμπεράνει ότι δεν έχουν να περιμένουν τίποτα περισσότερο από τον πρωθυπουργό. Ο νυν εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης τηρεί το μέτρο και τους κανόνες και συνεχίζει εργαζόμενος σε ένα ήσυχο σκιερό δωμάτιο του πρώτου ορόφου του Μεγάρου Μαξίμου.

Είναι άδικος και αναληθής ο ισχυρισμός ότι ο Μητσοτάκης θυσιάζει τους στενούς συνεργάτες του με μεγαλύτερη σκληρότητα από προκατόχους του. Ο Κώστας Σημίτης θυσίασε τον Θεόδωρο Τσουκάτο, ο Αντώνης Σαμαράς τον Τάκη Μπαλτάκο και ο Αλέξης Τσίπρας πολλούς από τους στενούς συνεργάτες του. Οι βετεράνοι παρατηρητές επισημαίνουν επίσης την κλασική όσο και άδικη ανθρωποθυσία Ρουσόπουλου από τον Κώστα Καραμανλή. Η εξουσία δεν ευνοεί τη φιλία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μπιλ Κλίντον πήρε σκύλο όταν μέσα στη δίνη του σκανδάλου Λεβίνσκι συνειδητοποίησε το ρητό που λέει ότι στον Λευκό Οίκο «αν θέλεις φίλο, πάρε σκύλο». Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι και ο Μητσοτάκης πήρε ένα σκύλο, τον Πίνατ.

Ισως η πραγματική απάντηση στο «γιατί» όλων των παραπάνω να υπάρχει και πάλι στον «Ηγεμόνα». Σε ένα από τα πιο πολυσυζητημένα κεφάλαια του βιβλίου, ο Μακιαβέλι αναρωτιέται αν είναι καλύτερο για έναν ηγέτη να τον φοβούνται ή να τον αγαπούν και απαντάει ότι το καλύτερο είναι και να τον αγαπούν και να τον φοβούνται. Επειδή όμως είναι πολύ δύσκολο να επιτύχει και τα δύο, είναι πιο ασφαλές να επιδιώξει να τον φοβούνται παρά να τον αγαπούν. Εκτοτε οι ηγέτες που αγαπούν το διάβασμα έχουν αξιοποιήσει συστηματικά αυτή τη σοφή συμβουλή.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή