Αποψη: Μεταξύ προσδοκιών και πραγματικότητας

Αποψη: Μεταξύ προσδοκιών και πραγματικότητας

3' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Λησμονώντας τη συνήθη πρακτική σειράς ευρωπαϊκών χωρών που συνδιαλέγονται και συμπράττουν με τη Ρωσία, τις προηγούμενες μέρες μεθοδεύθηκε μια κλιμακούμενη πίεση από κέντρα που επιχειρούσαν να προκαταλάβουν το αποτέλεσμα της συνάντησης. Βάσει της ανορθόδοξης προσέγγισής τους, κάθε κράτος – μέλος που βρίσκεται σε σχετική αδυναμία και έχει μικρότερο ειδικό βάρος δεν δικαιούται να αναπτύσσει συνεργασίες με το Κρεμλίνο –αυτό παραμένει προνόμιο των ισχυρών. Επομένως, οι τελευταίοι επωφελούνται διπλά, εφόσον διατηρούν τους διαύλους με τη Μόσχα ανοιχτούς και υποχρεώνουν τους εταίρους τους σε μια περιοριστική πολιτική έναντι αυτής, καθορίζοντας επί της ουσίας το πλαίσιο των ευρω-ρωσικών σχέσεων προς όφελός τους.

Η Αθήνα ορθά προσπαθεί να ξεφύγει από αυτή τη μέγγενη με μια τριπλή στόχευση: να διευρύνει τις συμμαχίες της εκτός Ε.Ε., όπου το επιτάσσει το εθνικό συμφέρον, να ανακτήσει συνακόλουθα μέρος του απολεσθέντος (λόγω οικονομικής κρίσης) διπλωματικού της κεφαλαίου, καθώς και να πάψει να θεωρείται αυτονόητη η απαρέγκλιτη στήριξη των ευρωπαϊκών πολιτικών, ώστε να μην εγκλωβίζεται στη λογική του «δεδομένου». Συσχετίζοντας, ωστόσο, την αναθέρμανση με τη Ρωσία (ή την Κίνα) με την άσκηση πίεσης στους πιστωτές μας, δίνουμε μια διάσταση καιροσκοπισμού, ο οποίος όχι μόνο τροφοδοτεί την καχυποψία, αλλά δημιουργεί προβληματισμό και στους μελλοντικούς συμμάχους μας, οι οποίοι ανησυχούν ότι η χρησιμότητά τους εξαντλείται στον βαθμό επίδρασης στις υφιστάμενες διαβουλεύσεις. Το Μέγαρο Μαξίμου, αντιθέτως με ορισμένους υπουργούς, αντιλαμβάνεται το ρίσκο και δεν μπαίνει σε αυτό τον πειρασμό.

Στην πραγματικότητα, όπως επιβεβαιώθηκε και από την επίσκεψη Τσίπρα, συμπληρώνουμε, δεν τροποποιούμε τις συμμαχίες μας. Μπορεί, λοιπόν, σε επιμέρους πολιτικές το Κρεμλίνο να προσφέρει ευνοϊκά ανταλλάγματα με πρακτικό αντίκρισμα (π.χ. συμμετοχή σε ενεργειακά projects), εντούτοις δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη διαχρονική σχέση και την καταλυτική θέση Ευρώπης και ΗΠΑ. Στις δύο τελευταίες ποντάρουμε, άλλωστε, για την επιτυχή ολοκλήρωση του νέου ελληνικού προγράμματος. Είναι αξιοσημείωτο ότι λόγω των κυρώσεων και της τεταμένης περιρρέουσας ατμόσφαιρας, σημαντικό κομμάτι της ελληνορωσικής ατζέντας απηχεί και κατ’ επέκταση άπτεται των ευρω-ρωσικών σχέσεων, θέτοντας εμφανώς μεγαλύτερους περιορισμούς απ’ ό,τι οι συμβατικές μας υποχρεώσεις στο παρελθόν.

Η εύλογη αγωνία μας για εξασφάλιση στηριγμάτων, όπως και το μούδιασμα από τους χειρισμούς της Ε.Ε., δεν πρέπει να αποτελέσουν γνώμονα διαμόρφωσης ενός νέου πλαισίου εξωτερικής πολιτικής. Σε βάθος χρόνου, ίσως, συνειδητοποιήσουμε πως είναι αρκετά σύνθετο να συζητούμε με τη Μόσχα αντισταθμιστικά οφέλη πιθανής παροχής διευκολύνσεων εκ μέρους της, ενώ απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή, ώστε η όποια προσωρινή ανακούφιση να μην μετατραπεί σε ανάληψη δεσμεύσεων, που εν συνεχεία θα χρειαστεί να αναθεωρηθούν, αν όχι να ανατραπούν.

Τούτων δοθέντων, η διαφοροποίησή μας στη φύση των μέτρων ενάντια στη Ρωσία, όπως καταδείχθηκε στη συνάντηση των δύο ηγετών, δεν μπορεί να ακολουθηθεί από δική μας αποστασιοποίηση από την κοινή ευρωπαϊκή θέση. Ο Πούτιν, μάλιστα, προκειμένου να πιέσει συνολικά την Ευρώπη μέσω αυτών που προσβλέπουν στην άρση του εμπάργκο, έδειξε ιδιαίτερα διστακτικός στην εξαίρεση συγκεκριμένων κρατών, τα οποία θα είχαν κατόπιν μειωμένο ενδιαφέρον να στηρίξουν χαλάρωση ή άρση των κυρώσεων έναντι της Μόσχας.

Από εκεί και πέρα, η περιθωριοποίηση της Ρωσίας, με την οικονομία της να κλονίζεται σοβαρά, την εξωθεί σε αναδίπλωση. Εκτός εάν διαρρήξει πρώτη το ευρωατλαντικό μέτωπο, ώστε να αποδώσει τυχόν συμβιβασμό στην υπαναχώρηση της άλλης πλευράς. Οταν, όμως, η προσήλωση της Μόσχας στη Συμφωνία του Μινσκ δοκιμάζεται ακόμη, συνιστά επιπολαιότητα να τη διευκολύνουμε, έστω και άθελά μας, στην αντιστροφή των όρων του παιχνιδιού. Διότι, ναι μεν, οι κυρώσεις δεν έχουν πετύχει πλήρως τον σκοπό τους, από την άλλη αποτελούν εργαλείο διασφάλισης ενός λιγότερο αντιπαραγωγικού ρόλου του Κρεμλίνου στην ουκρανική κρίση, ασκώντας του μια συνεχή πίεση –παράλληλα χρειάζεται εμπλουτισμός με κίνητρα για τη διευκόλυνση απεγκλωβισμού του. Ως προς την αναγκαιότητα αποκλιμάκωσης της έντασης, η Ελλάδα δύναται να συνεπικουρήσει, όχι, πάντως, να οδηγήσει τις εξελίξεις.

Καταλήγοντας, οι τακτικισμοί αποδίδουν συνήθως πρόσκαιρα οφέλη. Οι σχέσεις μας με τη Ρωσία μπορούν να καταστούν για πρώτη φορά στρατηγικές, αν τις αποσυνδέσουμε από τη στιγμιαία φόρτιση, τις σχεδιάσουμε με νηφαλιότητα και δοκιμάσουμε τις αντοχές τους. Τότε μόνο θα μπορούμε να τις κεφαλαιοποιήσουμε πρακτικά και ουσιαστικά, μακριά από συναισθηματικές εξάρσεις και διακηρύξεις αμφίβολου περιεχομένου.

* Ο δρ Κων. Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή