Οι προϋποθέσεις για νέες εκλογές ή δημοψήφισμα

Οι προϋποθέσεις για νέες εκλογές ή δημοψήφισμα

3' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δημοψήφισμα ή πρόωρες εκλογές; Το δίλημμα αυτό είναι βέβαιο ότι θα μας απασχολεί τις επόμενες ημέρες λόγω της αντίδρασης ολοένα και περισσότερων βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ να αποδεχθούν την επιζητούμενη συμφωνία με τους εταίρους. Αλλωστε, ακόμη και όσοι στην κυβέρνηση αναγνωρίζουν πια την ανάγκη να υπογραφεί πάση θυσία μια συμφωνία για να παραμείνει η χώρα εντός ευρώ, υποστηρίζουν ότι ο κ. Τσίπρας οφείλει να προσφύγει σε νέα λαϊκή εντολή για να εφαρμόσει μια πολιτική που δεν θα έχει καμία σχέση με το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης.

Παρά το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός έχει διαψεύσει το σενάριο των εκλογών, αυτό συζητείται ως το πιθανότερο από συνεργάτες του τις τελευταίες ημέρες. Ο λόγος είναι προφανής: Η Ν.Δ. δημοσκοπικά πνέει τα λοίσθια, ενώ οι εκλογές θα προσφέρουν στον κ. Αλ. Τσίπρα κάτι που δεν μπορεί να επιτύχει με το δημοψήφισμα. Να αποκαθάρει το κόμμα του από όσα στελέχη του αντιδρούν σε μια πολιτική μετακίνηση του ΣΥΡΙΖΑ προς το κέντρο, όπως μοιάζει να επιζητεί. Καθώς ωστόσο ο ίδιος ο κ. Τσίπρας έχει επικαλεσθεί και το δημοψήφισμα ως διέξοδο για να εφαρμόσει το κόμμα του (μην κρυβόμαστε) ένα νέο μνημόνιο, χρήσιμο είναι να θυμηθούμε τις προϋποθέσεις των δύο διαδικασιών.

Το Σύνταγμα

Και ας ξεκινήσουμε με τις εκλογές, διότι αυτό που πολλοί ξεχνούν είναι ότι το Σύνταγμα (άρθρο 41) ορίζει ότι «η Bουλή που εκλέχθηκε μετά τη διάλυση της προηγούμενης ΔΕΝ μπορεί να διαλυθεί πριν περάσει ένα έτος, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 37». Τι σημαίνει αυτό με απλά λόγια; Οτι ακόμη κι αν ο κ. Τσίπρας παραιτηθεί (που είναι ο μόνος τρόπος για να εκβιάσει την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες) δεν μπορεί να προκαλέσει αμέσως εκλογές. Πρέπει προηγουμένως να καταβληθεί μια νέα προσπάθεια σχηματισμού κυβέρνησης από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με τη διαδικασία των διερευνητικών εντολών (άρθρο 37).

Ο κ. Παυλόπουλος, δηλαδή, υποχρεούται διαδοχικά να καλέσει και να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στους αρχηγούς των τριών πρώτων κομμάτων. Με συνέπεια η χώρα να κινδυνεύει να διασυρθεί διεθνώς, διότι επικεφαλής του τρίτου κόμματος είναι ο Ν. Μιχαλολιάκος ο οποίος για προφανείς επικοινωνιακούς λόγους έχει κάθε κίνητρο να κρατήσει επί τριήμερο την εντολή (εν αντιθέσει με τον κ. Τσίπρα, που δεν θα την πάρει προσβλέποντας στις εκλογές, και τον κ. Σαμαρά, που επίσης θα την αρνηθεί αναγνωρίζοντας ότι δεν μπορεί να βρει 151 βουλευτές). Αφού δε ο αρχηγός της Χ.Α. επιστρέψει την εντολή, ο κ. Παυλόπουλος οφείλει να συγκαλέσει και μια σύσκεψη όλων των πολιτικών αρχηγών για να καταβάλει μια έσχατη προσπάθεια σχηματισμού κυβέρνησης. Και αν ούτε αυτή τελεσφορήσει, τότε θα προκηρύξει εκείνος πλέον εκλογές με υπηρεσιακό πρωθυπουργό έναν εκ των τριών ανωτάτων δικαστικών.

Ολα τούτα είναι βέβαια χρονοβόρα, καθώς από τη στιγμή που ο κ. Τσίπρας επιλέξει διά της παραιτήσεώς του τη «λύση» των εκλογών θα χρειασθεί τουλάχιστον ένας μήνας μέχρι τη διεξαγωγή τους. Γι’ αυτό, άλλωστε, πολλοί εκτιμούν ότι το διάστημα αυτό μπορεί να αποδειχθεί η χαριστική βολή για την οικονομία.

Ο ίδιος κίνδυνος, όμως, ελλοχεύει και στο δημοψήφισμα, καθώς από την προκήρυξη μέχρι τη διεξαγωγή του εκτιμάται πως απαιτούνται 3-4 εβδομάδες (ο νόμος ορίζει όριο τις 30 ημέρες). Το ενδιαφέρον εν προκειμένω είναι ότι την αποκλειστική ευθύνη έχει ο πρωθυπουργός. Το άρθρο 44 του Συντάγματος ορίζει ότι δημοψήφισμα διεξάγεται με πρωτοβουλία του πρωθυπουργού είτε για «κρίσιμα εθνικά θέματα» (απαιτείται η έγκριση 151 βουλευτών) είτε «και για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά» (απαιτείται η έγκριση 180 βουλευτών). Είναι προφανές λοιπόν ότι, αν το αποφασίσει ο κ. Τσίπρας, θα επιλέξει την πρώτη περίπτωση για να αποφύγει τον σκόπελο της δημοσιονομικής εξαίρεσης.

Το Σύνταγμα δεν προβλέπει κάτι ως προς το αν οφείλει η κυβέρνηση να λάβει σαφή θέση επί του ερωτήματος. Ωστόσο, δεν υπήρξε ποτέ στο παρελθόν περίπτωση δημοψηφίσματος –είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό– στην οποία ο πρωθυπουργός να επέλεξε στάση Ποντίου Πιλάτου. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο Κ.Καραμανλής το 1974 πριν από το δημοψήφισμα «αποκεφάλισε» πάραυτα δύο βουλευτές του που τάχθηκαν υπέρ της βασιλείας, ενώ κάθετα αρνητική ήταν και η στάση του Τάσσου Παπαδόπουλου στο σχέδιο Ανάν.

Υπογραμμίζεται ότι στο δημοψήφισμα ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι αυστηρά τυπικός. Δεν έχει καν τη δυνατότητα να κρίνει εάν το ερώτημα που θα επιλέξει ο πρωθυπουργός εμπίπτει στις πρόνοιες του Συντάγματος. Ετσι, η μόνη περίπτωση να το αποτρέψει ο κ. Παυλόπουλος –αν κρίνει, π.χ., ότι μπορεί να προκαλέσει bankrun με την αναγγελία του– είναι να παραιτηθεί.

Στα αξιοσημείωτα, τέλος, που έχουν περάσει απαρατήρητα είναι ότι για να θεωρηθεί έγκυρο το δημοψήφισμα, πρέπει να ψηφίσει τουλάχιστον το 40% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους. Τούτο σημαίνει ότι πρέπει στις κάλπες να μεταβούν 4 εκατομμύρια πολίτες. Ενδεχόμενο όχι αυτονόητο, εάν σκεφτεί κανείς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ άθροισαν στις πρόσφατες εκλογές 2,5 εκατ. ψήφους, γεγονός που επιτρέπει στα κόμματα της αντιπολίτευσης, εάν το θέλουν, να υπονομεύσουν τη διαδικασία διά της αποχής τους.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή