Αποψη: Νέο ενεργειακό τοπίο στον ευρωπαϊκό ορίζοντα;

Αποψη: Νέο ενεργειακό τοπίο στον ευρωπαϊκό ορίζοντα;

3' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πριν από λίγες ημέρες έλαβαν χώρα σημαντικές εξελίξεις αναφορικά με την τροφοδοσία της Ευρώπης. Αφενός, η υπογραφή μνημονίου μεταξύ Ελλάδας-Ρωσίας για τον Νότιο Ευρωπαϊκό αγωγό, αφετέρου, η πολυδιάστατη συμφωνία Gazprom-Shell. Οι δύο εταιρείες προχώρησαν σε μία δυνητικά καθοριστική για το ενεργειακό γίγνεσθαι συμμαχία, όπου μεταξύ άλλων περιλαμβάνει την ανταλλαγή περιουσιακών στοιχείων, την κατασκευή νέου τμήματος του Nord Stream ανάλογης χωρητικότητας (55 δισ. κ.μ.), καθώς και την επέκταση της μονάδας LNG στη Σαχαλίνη.

Επιβεβαιώνεται, έτσι, πως τα επιχειρηματικά συμφέροντα βρίσκουν τρόπους παράκαμψης της προβληματικής πολιτικής κατάστασης. Συνήθως αυτό γίνεται αθόρυβα, χωρίς τυμπανοκρουσίες, και οι ανακοινώσεις ακολουθούν την ολοκλήρωση μιας μεθοδικής δουλειάς. Πάντως, ο κ. Λαφαζάνης δικαιώθηκε στο ότι πρέπει να κινηθούμε γρήγορα διότι σύντομα θα αντιμετωπίσουμε τον ανταγωνισμό από Βορρά, δηλαδή την αύξηση της δυναμικότητας του Nord Stream. Πράγματι, με την ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου να βρίσκεται σε ύφεση και την ποσοτική της ανάκαμψη να παραμένει άδηλη, στο σοβαρό ενδεχόμενο Shell-Gazprom και οι διαχρονικοί αγοραστές ρωσικού αερίου –γερμανική E.ON και αυστριακή OMV– να κατασκευάσουν δύο νέους υποθαλάσσιους αγωγούς προς τη Γερμανία, πιθανόν να μην κριθεί αναγκαίο κάποιο άλλο έργο προκειμένου να παρακαμφθεί η Ουκρανία. Αυτό γιατί, αν από τα 150 δισ. κ.μ. που προμηθεύει η Ρωσία τη Γηραιά Ηπειρο τα 110 δισ. κ.μ. διέρχονται από τον Nord Stream και με τη δυναμικότητα του Yamal (μέσω Λευκορωσίας και Πολωνίας) στα 33 δισ. κ.μ., γίνεται αντιληπτό ότι οι υπολειπόμενες ποσότητες δεν δικαιολογούν την ανάπτυξη ενός έτερου πολυδάπανου project. Συν το ότι η υποχρεωτική προσήλωση της Ε.Ε. στην υποβοήθηση του Κιέβου ίσως επιφέρει κάποιου είδους συμβιβασμό ώστε να μην υλοποιήσει η Μόσχα την απειλή πλήρους αποσυμφόρησης του ουκρανικού δικτύου. Από την άλλη, αν δεν επιβεβαιωθούν οι τωρινές εκτιμήσεις και εκτιναχθεί η ζήτηση για φυσικό αέριο και ταυτόχρονα καμφθούν οι αντιρρήσεις για τον ρόλο της Ρωσίας, τότε θα προκύψει χώρος για επιπρόσθετα σχέδια.

Τα πλεονεκτήματα του Nord Stream συνίστανται στη συμμετοχή εταιρειών με ιδιαίτερο εκτόπισμα στα ευρωπαϊκά κέντρα, στο μέγεθος και στην ωριμότητα των αγορών της Κεντρικής Ευρώπης, στη διασύνδεσή τους με το διευρωπαϊκό σύστημα αγωγών και στις δυνατότητες διάθεσης του αερίου σχεδόν σε όλη την ευρωπαϊκή αγορά – με εξαίρεση την αποκομμένη ΝΑ Ευρώπη. Η εκπεφρασμένη αντίθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε σχέδια που ενισχύουν τη θέση του Κρεμλίνου, η προτίμηση που αυτό φαίνεται να δείχνει στη «σιγουριά» της γερμανικής οδού, μεγιστοποιώντας, εντούτοις, την εξάρτησή του από το Βερολίνο ως κόμβου διάχυσης, καθώς και το γεγονός ότι ο Nord Stream εξακολουθεί τρία χρόνια μετά την έναρξη λειτουργίας της δεύτερης γραμμής του να υπολειτουργεί, καταδεικνύουν τη γενικότερη ρευστότητα και τη συνεπαγόμενη δυσκολία στη λήψη οριστικών αποφάσεων.

Αναφορικά με τον Νότιο Ευρωπαϊκό αγωγό (ΝΕΑ), αναγκαία συνθήκη αποτελεί η εξεύρεση των κατάλληλων πελατών, με οικονομική επιφάνεια, εμβέλεια και αντίστοιχες δυνατότητες lobbying, ώστε να εξασφαλιστεί η συναίνεση των Βρυξελλών. Δεδομένου του ευμετάβλητου κλίματος, με τη Σερβία εσχάτως αποστασιοποιημένη και τη FYROM σε βαθιά εσωτερική κρίση, η αναβίωση του Διασυνδετηρίου Ελλάδας-Ιταλίας φαντάζει, προσώρας, μονόδρομος για τη μεγιστοποίηση των πιθανοτήτων ευόδωσης του έργου. Μάλιστα, το ενδιαφέρον από πλευράς Edison θα επιφέρει την έμμεση εμπλοκή της Γαλλίας μέσω της EDF (ιδιοκτήτριας της Edison), στοιχείο που θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για τον ΝΕΑ, όχι, όμως, στις ποσότητες που διατείνεται η Gazprom (47 δισ. κ.μ), αλλά μεταξύ 16 και 32 δισ. κ.μ, ανάλογα με τη ζήτηση και τις αγορές όπου θα απευθύνεται.

Στη συνολική εικόνα, πρέπει να συνυπολογίσουμε τις εξής παραμέτρους: την αυξανόμενη εξάρτηση της Ε.Ε. από τις εισαγωγές φυσικού αερίου, τις μειωμένες προσδοκίες για την Ανατολική Μεσόγειο, τη διαφαινόμενη πτώση των παραγωγικών δυνατοτήτων παραδοσιακών προμηθευτών (Νορβηγία), τη δυναμική νέων πηγών, που ενδέχεται αθροιστικά να αντισταθμίσουν απώλειες ή να καλύψουν επιπρόσθετες ανάγκες, τον αυξανόμενο αλλά υπό αίρεση ρόλο του LNG, την επανάσταση του σχιστολιθικού αερίου, του οποίου, πάντως, η απήχηση στην αγορά της Γηραιάς Ηπείρου θα είναι συμπληρωματική και, τέλος, τυχόν επανάκαμψη του Ιράν.

Ως προς το τελευταίο, χρήσιμο είναι να αποφεύγουμε τις θριαμβολογίες, καθόσον δεν γνωρίζουμε πόσο επιθυμεί η Δύση την ενδυνάμωση της Τεχεράνης μέσω μιας διευρυμένης ενεργειακής σύμπραξης, συνδυαστικά με το βάθος χρόνου που μπορεί να απαιτηθεί για την αμοιβαία αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. Ενώ και οι αποφάσεις του Ιράν θα κριθούν εξίσου από οικονομικά κριτήρια, βάσει των οποίων υπάρχουν περισσότερο προσοδοφόρες και ελκυστικές επιλογές (λόγω μεγέθους, ρυθμών ανάπτυξης και υψηλότερων τιμών) από την Ευρώπη.

* Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή