Η κατάσταση των ασυνόδευτων ανηλίκων είναι απελπιστική. Εκτιμούμε ότι ο πραγματικός αριθμός είναι μεγαλύτερος από τον επίσημο, και ξεπερνάει για πρώτη φορά τα 5.500 καταγεγραμμένα ανήλικα. Μόνο στα νησιά βρίσκονται περισσότερα από 1.700, εκ των οποίων 1.100 διαβιούν στον καταυλισμό της Μόριας. Πάρα πολλά παιδιά αναμένουν την καταγραφή τους εντελώς απροστάτευτα, μαζί με εκατοντάδες ενήλικες. Μερικά κοιμούνται στις στέγες των κοντέινερ, κάποια κοιμούνται χωρίς έστω μία κουβέρτα.
Τα παιδιά παθαίνουν κατάθλιψη, αυτοτραυματίζονται, βρίσκονται σε απόγνωση. Υπάρχουν φωνές που τα προτρέπουν να κάνουν φασαρία γιατί αυτός, όπως τους λένε, είναι ο μόνος τρόπος για να τα πάνε στην Αθήνα και να φύγουν από τη Μόρια.
Τουλάχιστον το 35% του συνόλου των ασυνόδευτων παιδιών ανά την Ελλάδα είναι περιπτώσεις επανένωσης. Πρόκειται για μείζον ζήτημα και ίσως το μόνο που μπορεί να επαναφέρει μια ευρύτερη συζήτηση για την κατανομή ευθυνών στην Ευρώπη.
Η διαδικασία επανένωσης διαρκεί στην καλύτερη περίπτωση οκτώ με δέκα μήνες, αλλά μπορεί να φθάσει και τους 24 μήνες. Πέρα από τους τρεις μήνες που απαιτούνται για να φύγει το αίτημα από τις ελληνικές αρχές, χρειάζονται δύο μήνες κατά το οποίο η χώρα στην οποία βρίσκεται ο συγγενής υποχρεούται βάσει του Κανονισμού του Δουβλίνου, να απαντήσει. Εάν η απάντηση είναι θετική, χρειάζονται δύο με τέσσερις ακόμα μήνες για να εκδοθεί το εισιτήριο και να φύγει νόμιμα το παιδί από την Ελλάδα. Η κάθε χώρα, ανάλογα με την πολιτική που επιθυμεί να ακολουθήσει, έχει τις δικές της απαιτήσεις, συχνά παράλογες. Οι περισσότερες υποθέσεις αφορούν επανενώσεις με συγγενείς στη Γερμανία.
Eτσι, έχει δημιουργηθεί σκοπίμως μια βαριά γραφειοκρατία. Για να αποσταλεί το αίτημα από την Ελλάδα πρέπει να καταρτιστεί ο φάκελος όπου απαιτούνται διαδοχικά και συχνά πολύπλοκα βήματα, έρευνα και επικοινωνία με συγγενείς προσκόμιση εγγράφων, σε αρκετές περιπτώσεις εξετάσεις DNA, συγγραφή 30-40 σελίδων για να αποδειχθεί ότι το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού είναι να επανενωθεί με τον συγγενή του. Η πιστοποίηση της καταλληλότητας του συγγενούς, π.χ. ενός θείου που βρίσκεται στη Γερμανία, απαιτεί, εκτός από τη γραπτή συναίνεση του θείου και του παιδιού να επανενωθούν που είναι απολύτως φυσιολογική, αντίγραφο της νομικής κατάστασης του θείου, το ενοικιαστήριο του σπιτιού που μένει στη Γερμανία, τον αριθμό λογαριασμού στην τράπεζα, βεβαίωση εργοδότη εάν είναι εργαζόμενος, το ύψος του επιδόματος που ενδεχομένως λαμβάνει από το γερμανικό κράτος. Εάν ο θείος έχει κάποιο πρόβλημα υγείας, πρέπει να αποδείξουμε με ιατρικές εξετάσεις και βεβαιώσεις ότι το πρόβλημά του δεν τον εμποδίζει να αναλάβει το παιδί. Πρέπει να προσκομίσουμε στοιχεία για την κοινωνική κατάσταση του θείου, να στοιχειοθετήσουμε το επίπεδο της σχέσης μεταξύ των δύο και να συμπεριλάβουμε όλα τα έγγραφα ταυτοποίησης από τη χώρα καταγωγής – στο πρωτότυπο και μεταφρασμένα στα αγγλικά!
Η ελληνική υπηρεσία ασύλου, υποστελεχωμένη και με τεράστιο φόρτο υποθέσεων, αδυνατεί να ανταποκριθεί στις απίστευτες αυτές απαιτήσεις. Γι’ αυτό, σχεδόν εξ ολοκλήρου, για έναν μεγάλο αριθμό παιδιών προς επανένωση ετοιμάζουν τον φάκελο οι ειδικοί επίτροποι της ΜΕΤΑδρασης.
Εάν δεν τηρηθεί η τρίμηνη προθεσμία, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, τα παιδιά χάνουν αμετάκλητα το δικαίωμα να επανενωθούν με τους συγγενείς τους. Υπάρχουν κράτη-μέλη που δεν απαντούν ποτέ. Λόγω της κατάστασης στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, καθημερινά πλέον, δεκάδες παιδιά αλλά και άλλες ευάλωτες περιπτώσεις χάνουν το νόμιμο δικαίωμα της οικογενειακής επανένωσης και είτε θα μείνουν στην Ελλάδα, είτε θα προσπαθήσουν να φύγουν παράνομα για να πάνε στους συγγενείς τους.
Από πέρυσι, η γραφειοκρατία γίνεται όλο και πιο πολύπλοκη και χρονοβόρος. Οι απορρίψεις χωρίς τεκμηριωμένη αιτιολογία, δε, συνεχώς αυξάνονται. Αξιοσημείωτο είναι και το ποσοστό αποδοχής των παιδιών που συνεχώς μειώνεται: περίπου 65% για το 2019 στις περιπτώσεις που αναλαμβάνει η ΜΕΤΑδραση.
Η συνεχής αυτή πίεση με τις προθεσμίες επανένωσης είναι από μόνη της απάνθρωπη και ανήθικη. Ως χώρα πρώτης υποδοχής με χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες εγκλωβισμένους στα νησιά, είναι αδιανόητο να μας επιβάλλονται τέτοιου είδους διαδικασίες. Eχουμε απόλυτο δίκιο και πρέπει να αναδείξουμε περισσότερο αυτό το ζήτημα και να απαιτήσουμε την συνδρομή όλων των κρατών-μελών, αλλά και χωρών εκτός της Ε.Ε. Η υφιστάμενη πολιτική το μόνο που πετυχαίνει είναι να παραδίδει τα απελπισμένα παιδιά στα χέρια των διακινητών.
Είναι ιδιαίτερα θετικό το γεγονός ότι από τον προηγούμενο μήνα επισπεύστηκαν τουλάχιστον οι αναχωρήσεις των ασυνόδευτων παιδιών για τα οποία έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία αποδοχής από τα άλλα κράτη-μέλη. Εντούτοις, υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης.
Πρώτον, επιβάλλεται η θεσμοθέτηση μιας ενιαίας απλοποιημένης διαδικασίας υποβολής αιτήματος επανένωσης και απαιτούμενων δικαιολογητικών για όλα τα κράτη-μέλη. Πρόσθετα στοιχεία, πολυσέλιδες εκθέσεις και έρευνες παντός είδους δεν πρέπει να επιβαρύνουν τις πρώτες χώρες υποδοχής, όπως η Ελλάδα. Η τρίμηνη προθεσμία για την υποβολή αιτήματος επανένωσης πρέπει να ξεκινά από την ημερομηνία καταγραφής και αποστολής του αιτήματος επανένωσης από την υπηρεσία ασύλου και όχι από την καταγραφή του ασυνόδευτου παιδιού από τον Frontex με την άφιξή του.
Δεύτερον, χρειάζεται συνεργασία και άλλων κρατών-μελών προκειμένου να αξιοποιηθούν υποδομές (κάποιες χώρες έχουν δομές φιλοξενίας που είναι άδειες) και να δέχονται τα ασυνόδευτα παιδιά προς επανένωση από τα σημεία εισόδου, αναλαμβάνοντας παράλληλα και τις υπόλοιπες διαδικασίες επανένωσης από εκεί προς τη χώρα όπου βρίσκεται ο συγγενής του παιδιού. Αν τουλάχιστον δέκα χώρες διέθεταν δέκα δομές φιλοξενίας η καθεμία, χωρητικότητας 20 παιδιών, θα μπορούσαν να δεχθούν όλα τα παιδιά που βρίσκονται στη διαδικασία επανένωσης αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα. Eτσι τα παιδιά θα βρίσκονταν σε σύντομο διάστημα σε ασφαλές περιβάλλον, θα ελευθερώνονταν θέσεις φιλοξενίας στην Ελλάδα για τα υπόλοιπα παιδιά που βρίσκονται συνεχώς σε δεύτερη μοίρα και θα κερδίζαμε πολύτιμο χρόνο, πόρους και δυναμικό για να επικεντρωθούμε στις δεκάδες άλλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει μια χώρα πρώτης υποδοχής.
Τρίτον, για τα ασυνόδευτα παιδιά που δεν έχουν κάποιο συγγενή σε άλλη χώρα της Ε.Ε., είναι σκόπιμο να ορίσουμε σε συνεργασία με τους Ευρωπαίους εταίρους μας έναν αριθμό ασυνόδευτων παιδιών που μπορούμε να φιλοξενήσουμε. Oταν ξεπερνάμε τον αριθμό αυτό, θα πρέπει να ενεργοποιείται ένας μηχανισμός επιμερισμού των παιδιών σε χώρες όχι μόνον εντός αλλά και εκτός της Ε.Ε. Κάποιες χώρες, όπως η Ιρλανδία, έχουν εκδηλώσει την πρόθεσή τους να μας βοηθήσουν. Για να μην κλείσει αυτή η πόρτα χρειάζονται συντονισμός και άμεση ανταπόκριση. Το 2017 καταφέραμε σε συνεργασία με τις πορτογαλικές υπηρεσίες να στείλουμε πέντε ασυνόδευτους ανηλίκους εκτός του προγράμματος μετεγκατάστασης που ίσχυε τότε. Από τη μεριά της Ελλάδας ενεπλάκησαν μόνο η ΜΕΤΑδραση και η υπηρεσία ασύλου. Αν εμπλέκονταν περισσότεροι φορείς, ίσως τα παιδιά να ήταν ακόμη εδώ και να περίμεναν τη μεταφορά τους.
Τέλος, θα πρέπει και εμείς από την πλευρά μας να αναλάβουμε τις ευθύνες μας και να τηρήσουμε τις δεσμεύσεις για την άμεση δημιουργία συγκεκριμένου αριθμού θέσεων σε κατάλληλες δομές φιλοξενίας. Παρά τη διάθεση ευρωπαϊκών κονδυλίων στην Ελλάδα για τον σκοπό αυτό, ο τρόπος διαχείρισης, το πλαίσιο και τα κριτήρια που έχουν τεθεί τα τελευταία δύο χρόνια, καθιστούν ανέφικτη την ταχεία ανάπτυξη δομών φιλοξενίας. Το αποτέλεσμα είναι μόνο το 1/5 των ασυνόδευτων ανηλίκων να βρίσκεται σε ασφαλές περιβάλλον.
Η υπόθεση των ασυνόδευτων παιδιών είναι υπόθεση όλων. Χρησιμοποιώντας τη γραφειοκρατία για να πετάμε το μπαλάκι ο ένας στον άλλο, το μόνο που καταφέρνουμε είναι να υπονομεύουμε το μέλλον μας.
* Η κ. Λώρα Παππά είναι πρόεδρος της ΜΚΟ ΜΕΤΑδραση.