Η χριστουγεννιάτικη διακόσμηση της Βασιλίσσης Σοφίας προκαλεί αντιδράσεις όχι τόσο γιατί είναι άσχημη, όσο γιατί δεν είναι χριστουγεννιάτικη. Ο σχεδιασμός παρέλειψε σκοπίμως όλα τα γνώριμα σύμβολα της γιορτής. Αν δεν τα είχε παραλείψει –αν, αντί για λιγνές μπάρες, είχε εκτοξεύσει στον ουρανό της λεωφόρου τροφαντά αγιοβασιλάκια– σήμερα η ψηφιακή αγορά θα έβραζε κατά της επέλασης του κιτς.
Αυτή ακριβώς η δημοσχετίστικη προμελέτη φαίνεται να διαμόρφωσε και το αποτέλεσμα: Η πρώτη μέριμνα των ιθυνόντων ήταν μην μπορεί κανείς να κατηγορήσει την εγκατάστασή τους ως κιτς.
Μπορεί, όμως, ο δημόσιος εορταστικός στολισμός να εκπληρώσει τον σκοπό του αν δεν βασίζεται στα αφομοιωμένα στερεότυπα; Μπορεί κανείς να χαρεί τα Χριστούγεννα αν τους αφαιρέσει το σχήμα τους – αν δοκιμάσει τάχα να τα «εξαγνίσει» από το οικείο κιτς;
Πίσω από τον γυμνό στολισμό διακρίνεται μια αξίωση «διαπαιδαγώγησης» του κοινού. Διακρίνεται η πρόθεση του ιδιωτικού πολιτιστικού φορέα που –κατά τη φρασεολογία της καμπάνιας του δήμου– «υιοθέτησε» τη λεωφόρο, να δώσει διαπιστευτήρια νεωτερισμού.
Ο μινιμαλισμός δεν κρύβει τον διδακτισμό. Αντί να σεβαστεί την ελαφρότητα της γιορτής, η Στέγη αξίωσε να σκεπάσει τον δημόσιο χώρο υπό την αισθητική της αυθεντία. Αντί να στολίσει την πόλη, δοκίμασε να υποβάλλει το βλέμμα των πολλών σε αναγκαστική φθορίωση.