Τον τελευταίο μήνα η χώρα μας καλείται να αντιμετωπίσει καταστάσεις πρωτόγνωρες, που ξεπερνούν ενδεχομένως πολλά σενάρια επιστημονικής φαντασίας. Η επέλαση του covid-19 στην Ευρώπη στοιχίζει πολλές ανθρώπινες ζωές, θέτει σε κίνδυνο τις οικονομίες των κρατών και αναγκάζει τους πολίτες να ζήσουν κάτω από συνθήκες αποστέρησης των κοινωνικών τους σχέσεων και της όποιας σωματικής εγγύτητας. Οι συναθροίσεις απαγορεύονται, οι συναντήσεις αποφεύγονται, οι επαφές καταδικάζονται, η απομόνωση επιβάλλεται, ο εγκλεισμός εξυμνείται και η μοναχικότητα επικρατεί, προβληματίζοντας επιστήμονες και πολίτες για το μέλλον των κοινωνικών σχέσεων και συναναστροφών.
Παράλληλα, στο πλαίσιο της πρόληψης, της διασποράς και της αντιμετώπισης του ιού όλες οι κοινωνικές δομές, που επέβαλαν ή απαιτούσαν τη συγκέντρωση μεγάλων ομάδων ατόμων σε κλειστούς, αλλά και ανοιχτούς χώρους, κλείνουν, σφραγίζονται ή αναστέλλουν επ’ αόριστον τη λειτουργία τους. Μεταξύ αυτών και τα σχολεία. Από τις αρχές Μαρτίου σταδιακά τα σχολεία κλείνουν και οι μαθητές κλείνονται. Η σχολική φοίτηση αναστέλλεται, η σχολική τάξη αναιρείται, η σχολική κοινότητα αποδομείται και διασπάται.
Η εκπαίδευση φαίνεται ότι μπαίνει σε μία νέα εποχή, στην οποία οι νέες τεχνολογίες κυριαρχούν, η πρωτοβουλία του εκπαιδευτικού αποκτά καίρια σημασία και η αυτονομία των σχολικών μονάδων αυξάνεται με ραγδαίους ρυθμούς.
Παράλληλα, όμως, αυτή η νέα εποχή στην εκπαίδευση οδηγεί και σε έναν ουσιαστικό μετασχηματισμό των εκπαιδευτικών ανισοτήτων. Έναν μετασχηματισμό που καθιστά τους μαθητές από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες ακόμη πιο ευάλωτους, ακόμη πιο αδύναμους, ακόμη πιο άνισους, ακόμη πιο αδικημένους. Όμως, οι μετασχηματιζόμενες εκπαιδευτικές ανισότητες δεν αφορούν μόνο και δεν περιορίζονται μόνο σ΄αυτές τις κοινωνικές ομάδες. Υπό τις παρούσες συνθήκες αγγίζουν και ομάδες μαθητών, οι οποίες μέχρι και τον προηγούμενο μήνα λογίζονταν στο απυρόβλητο των εκπαιδευτικών ανισοτήτων ή έστω αρκετά προφυλαγμένες από αυτές.
Τρία φαίνεται ότι είναι τα σημεία, τα οποία αποτελούν τη βάση της σημερινής, ουσιαστικά και καταλυτικά, άνισα παρεχόμενης εκπαίδευσης.
Το πρώτο αφορά στην ίδια τη διδασκαλία, η οποία τον τελευταίο μήνα παίρνει ποικίλες μορφές, τελείται μέσω πολύ διαφοροποιημένων μέσων ή σε κάποιες περιπτώσεις δεν πραγματοποιείται καθόλου. Για να γίνω πιο αναλυτική, από την πρώτη εβδομάδα αναστολής της λειτουργίας των σχολείων κάποια μεγάλα ιδιωτικά σχολεία των Αθηνών εφάρμοσαν άμεσα ένα σύστημα ετερόχρονης (ασύγχρονης) εξ αποστάσεως διδασκαλίας, το οποίο πολύ γρήγορα, μέσα σε διάστημα λίγων ημερών, μετατράπηκε σε ταυτόχρονη (σύγχρονη) διδασκαλία. Το πρόγραμμα συνέχισε να εμπλουτίζεται και με τη διδασκαλία των ειδικών μαθημάτων, όπως η μουσική, τα καλλιτεχνικά, τα αγγλικά, όταν τα υπόλοιπα ιδιωτικά σχολεία και κάποιοι εκπαιδευτικοί δημοσίων σχολείων είχαν αρχίσει να στέλνουν ημερήσιο υλικό επανάληψης της ύλης στους μαθητές τους.
Ένα μήνα μετά, η εκπαιδευτική τηλεόραση απευθύνεται σε όλους τους μαθητές, ενώ η πλειονότητα των εκπαιδευτικών των δημοσίων και ιδιωτικών σχολείων στέλνει ή αναρτά υλικό που αφορά στην ύλη που έχει παραδοθεί μέχρι τώρα. Παράλληλα, τα ιδιωτικά σχολεία, που πρωτοστάτησαν στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση συνεχίζουν να εμπλουτίζουν το ταυτόχρονο (σύγχρονο) πρόγραμμα εξ αποστάσεως διδασκαλίας τους με όλα τα μαθήματα και να προχωρούν στην παράδοση μαθημάτων και στην κάλυψη της ύλης. Όπως, λοιπόν, γίνεται εμφανές, ακολουθείται ουσιαστικά ένα σύστημα διδασκαλίας πολλών ταχυτήτων. Όπου κάποιοι μαθητές βλέπουν και παρακολουθούν διαδικτυακά τη δασκάλα ή το δάσκαλό τους, ακούν και συνομιλούν με τους συμμεθητές τους, αποκτούν νέες γνώσεις και η εκπαίδευσή τους εξακολουθεί να έχει μια κάποια κανονικότητα. Κάποιοι άλλοι έρχονται σε επαφή με τους δασκάλους τους μέσα από το υλικό που τους στέλνεται ή τους αναρτάται και διορθώνεται είτε αυτόματα ή από τον εκπαιδευτικό. Κάποιοι άλλοι πάλι μαθαίνουν μαζικά μέσα από τα προγράμματα της τηλεόρασης και μη διαθέτοντας ίντερνετ, υπολογιστή, εκτυπωτή κτλ περιορίζουν την επαφή τους με τις σχολικές γνώσεις στην απρόσωπη αυτή διδασκαλία. Εδώ και τριάντα μέρες δεν έχουν δει ή ακούσει τον δάσκαλο ή τη δασκάλα τους, δεν έχουν έρθει σε επαφή με τους συμμαθητές τους, δεν έχουν αντιληφθεί ότι μπορεί το σχολείο να έκλεισε, αλλά η εκπαίδευση να συνεχίζεται.
Η συνέχιση αυτή, όμως, αφορά μόνο κάποιους, αφορά μόνο λίγους. Αυτούς τους λίγους που μέχρι τώρα είχαν τα μέσα και τη δυνατότητα πρόσβασης σε συγκεκριμένα αγαθά, που μετατρέπονταν σε συγκεκριμένα προνόμια.
Αυτούς τους λίγους που ανήκουν στα προνομιούχα οικονομικά στρώματα της κοινωνίας, τα οποία μπορούσαν να υποστηρίξουν τη φοίτηση σε ένα ακριβό ιδιωτικό σχολείο. Σήμερα, λοιπόν, οπισθοχωρώντας δεκαετίες πίσω η εκπαίδευση μετατρέπεται από κοινωνικό αγαθό, σε αντίστοιχο προνόμιο. Αφού, η εκπαιδευτική ανισότητα δεν αφορά πια μόνο τους πιο ευάλωτους ή τους κοινωνικά ανασφαλείς. Αφορά, όπως και κατά τον προηγούμενο αιώνα, την πλειονότητα των μαθητών, εκείνων που φοιτούν σε δημόσια σχολεία, που φοιτούν σε ιδιωτικά σχολεία με πιο περιορισμένα δίδακτρα, που ζουν σε χωριά και πόλεις, όπου η ιδιωτική εκπαίδευση δεν προσφέρεται ως επιλογή και οι οικονομικές δυνατότητες την καθιστούν ανέφικτη.
Η εγκαθίδρυση, εξάλλου, της εξ αποστάσεως ετερόχρονης και ταυτόχρονης εκπαίδευσης ανασκευάζει και τους κοινωνικούς ρόλους των εμπλεκόμενων στην εκπαιδευτική διαδικασία ατόμων, αναδεικνύοντας τον γονικό ρόλο ως καθοριστικό, καταλυτικό, κεντρικό.
Το δεύτερο σημείο του μετασχηματισμού των εκπαιδευτικών ανισοτήτων αφορά, λοιπόν, ακριβώς σε αυτό. Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση προϋποθέτει, αν δεν επιβάλλει, την ενεργή συμμετοχή του γονέα στην οργάνωσή της, στην παρακολούθησή της, στον έλεγχό της, ακόμα και στη διενέργειά της. Πιο απλά, οι γονείς σήμερα υποχρεούνται να εξασφαλίσουν στα παιδιά τους σύνδεση με το ίντερνετ. Επίσης, να έχουν τη δυνατότητα να τυπώσουν το υλικό που στέλνεται από το σχολείο ή να διαθέτουν για το κάθε τους παιδί κάποιο ηλεκτρονικό μέσο (υπολογιστή, tablet, κ.α.) πρόσβασης στο διαδίκτυο και παρακολούθησης του μαθήματος. Έπειτα, οφείλουν να γνωρίζουν πώς να χρησιμοποιήσουν το ίντερνετ, πώς να κατεβάσουν τα απαραίτητα προγράμματα,πώς να συνδεθούν στα εξ αποστάσεως μαθήματα.
‘Ομως, οι υποχρεώσεις τους δεν σταματούν εδώ. Γιατί ελλείψει του ελέγχου και της εποπτείας του εκπαιδευτικού, οι γονείς επιφορτίζονται με καθήκοντα που αποδίδινταν μέχρι πρότινος στον δικό του έργο. Οι γονείς των μαθητών, που παρακολουθούν ταυτόχρονη εξ αποστάσεως διδασκαλία, οφείλουν να παρακολουθούν το πρόγραμμα του κάθε παιδιού τους, να φροντίζουν να συνδεθούν τα παιδιά στη σωστή τάξη τη σωστή ώρα, να τυπώνουν το απαραίτητο εκπαιδευτικό υλικό και πολλές φορές, ειδικά στις μικρές τάξεις και κατόπιν αιτήματος του δασκάλου, οι γονείς οφείλουν να παρακολουθούν μαζί με το παιδί τους το μάθημα προκειμένου να το βοηθήσουν. Να το βοηθήσουν να συγκεντρωθεί, να προσέξει, να παρακολουθήσει, να ανταποκριθεί στο νέο αυτό διδακτικό πλαίσιο και την ανάλογη μαθησιακή διαδικασία.
Στις περιπτώσεις της ασύγχρονης διδασκαλίας, από την άλλη, οι γονείς καλούνται να βοηθήσουν τα παιδιά τους να ανταποκριθούν στις ασκήσεις ή τις εργασίες, να τις διορθώσουν ή να τις ξαναστείλουν στους εκπαιδευτικούς και παράλληλα να πείσουν τα παιδιά τους ότι αυτή η ενασχόληση εμπίπτει στις υποχρεώσεις τους, ότι αυτή η κατ’ οίκον εργασία είναι πια «το διάβασμά τους για το σπίτι». Ένα διάβασμα που προκύπτει χωρίς να δουν τον δάσκαλο ή τη δασκάλα τους, χωρίς να παρακολουθήσουν κάποιο μάθημα, χωρίς να κινηθεί το ενδιαφέρον τους και να δοκιμαστεί η φιλοδοξία τους. Και αυτές οι ευθύνες, λοιπόν, βαραίνουν τις πλάτες των γονέων.
Οι γονείς, από αποστασιοποιημένοι και αθόρυβοι υποστηρικτές της μαθησιακής διαδικασίας και του έργου του δασκάλου, μετατρέπονται αναγκαστικά εν μία νυκτί σε ενεργούς βοηθούς. Αναλαμβάνουν μέρος των ευθυνών του εκπαιδευτικού και καλούνται να εκπληρώσουν υποχρεώσεις που αποτελούσαν μέρος του διδακτικού και παιδαγωγικού του έργου. Όμως, δεν είναι σε θέση όλοι οι γονείς να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις. Είτε γιατί δεν έχουν τον απαιτούμενο χρόνο, καθώς και υπό τους παρούσες συνθήκες εργάζονται, είτε γιατί δεν έχουν τις κατάλληλες γνώσεις, είτε γιατί δεν γνωρίζουν τον κατάλληλο παιδαγωγικό τρόπο να εργαστούν και να συνεργαστούν με τα παιδιά τους.
Και σε αυτό ακριβώς το στοιχείο έγκειται η μετασχηματιζόμενη ανισότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Γιατί μέρος της αφήνεται εξ ανάγκης τυχαία στα χέρια μη εξειδικευμένων ατόμων, μη εκπαιδευμένων ή έστω μη ενημερωμένων. Και ακόμη ατόμων μη διαθέσιμων, μη ικανών, μη κατάλληλων. Γιατί όλοι οι γονείς δεν είναι ίδιοι, δεν έχουν όλοι τις ίδιες ικανότητες, δεν έχουν όλοι τις ίδιες γνώσεις, δεν έχουν όλοι τον ίδια προσέγγιση, δεν έχουν όλοι τον ίδιο χρόνο. Και δεν υπάρχει τίποτε πιο άνισο, από το να αναθέτει κανείς την εκπαίδευση των παιδιών σε άνισα προετοιμασμένα χέρια και μάλιστα κάτω από συνθήκες ψυχολογικής πίεσης, συναισθηματικού φόρτου και ανασφάλειας για το μέλλον.
Η αναστολή της σχολικής φοίτησης, όμως, αναδύει και μία ακόμη, τρίτη, εκπαιδευτική ανισότητα. Αυτήν που σχετίζεται με τη σχολική κουλτούρα ή την μεταδιδόμενη από το σχολείο κουλτούρα, κοινωνικά αποδεκτή, επιθυμητή, προκρινόμενη.
Μέχρι τώρα, το σχολείο μετέδιδε ψήγματα της κουλτούρας αυτής και κυρίως έφερνε όλους τους μαθητές σε επαφή μαζί της άμεσα αλλά και έμμεσα. Άμεσα, μέσω της διδασκαλίας επιμέρους μαθημάτων όπως η μουσική, η αισθητική αγωγή, η ποίηση και η κλασική λογοτεχνία, αλλά και οι επισκέψεις σε μουσεία, θέατρα, εκθέσεις ζωγραφικής, ιστορικούς χώρους. Και έμμεσα, προβάλλοντας ενδεδειγμένους τρόπους απασχόλησης των μαθητών στον ελεύθερό τους χρόνο, αναθέτοντας ως κατ’ οίκον εργασία την ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων, προτείνοντας επισκέψεις σε σημεία πολιτισμού και επηρεάζοντας τους γονείς των μαθητών μέσα από παραινέσεις και προτάσεις.
Η πολιτισμική αυτή επαφή, όμως, δεν πραγματοποιείται ούτε άμεσα, ούτε έμμεσα υπό τις παρούσες συνθήκες. Οι μαθητές επιλύουν ασκήσεις ή στην καλύτερη περίπτωση παρακολουθούν ένα εξ αποστάσεως ταυτόχρονο μάθημα και η επικοινωνία τους με τον εκπαιδευτικό είναι είτε ανύπαρκτη, είτε περιορισμένη και ημιτελής.Ο ελεύθερος χρόνος τους, πολύ περισσότερος από αυτόν που είχαν τους προηγούμενους μήνες,εξαρτάται, πλέον, από τις συνήθειες (habitus) της οικογένειας και από τις προτροπές των γονέων. Οι μαθητές, λοιπόν, μοιραία διαχωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Σ’ αυτούς που κατέχουν τη σχολική κουλτούρα και σ’ αυτούς που μέχρι πρότινος έρχονταν σε επαφή μαζί της μόνο ή κυρίως μέσω της σχολικής φοίτησης.
Η νέα, λοιπόν, αυτή, αναδυόμενη εκπαιδευτική ανισότητα αφορά στο γεγονός ότι μέσα από αυτόν τον εγκλεισμό και την αύξηση του ελεύθερου χρόνου, ορισμένοι μαθητές θα βρεθούν κερδισμένοι, ενώ άλλοι θα κάνουν ουσιαστικά βήματα προς τα πίσω. Συγκεκριμένα, εκτός από το ευεργετικό από κάθε άποψη για το παιδί ελεύθερο ή οργανωμένο παιχνίδι, το οποίο αφορά όλα τα παιδιά, θα υπάρξουν μαθητές που τις ώρες εγκλεισμού τους θα παίξουν κάποιο μουσικό όργανο, θα παρακολουθήσουν online θεατρικές παραστάσεις, θα μετάσχουν σε virtual ξεναγήσεις μουσείων, θα διαβάσουν λογοτεχνικά βιβλία, θα παίξουν σκάκι, θα φτιάξουν πάζλ. Και άλλοι, που τις ίδιες ώρες θα ξοδέψουν τον ελεύθερό τους χρόνο μπροστά από μία οθόνη υπολογιστή, τηλεόρασης ή tablet, επικοινωνώντας μέσω social media ή στην καλύτερη περίπτωση μαγειρεύοντας και ζωγραφίζοντας. Η αποστέρηση της σχολικής φοίτησης απομακρύνει την πλειονότητα των μαθητών από την κυρίαρχη κουλτούρα και από την επιθυμητή πολιτισμική παιδεία, καθιστώντας την όχι πλέον κοινό τόπο σκέψης και ύπαρξης όλων, αλλά πολυτέλεια των λίγων.
Κλείνοντας, οφείλω να επισημάνω ότι η ανάδειξη των σημείων αυτών έχει ως στόχο της την αφύπνιση, την ενημέρωση, την ευαισθητοποίηση, την επαγρύπνηση. Η επιβολή των μέτρων ήταν αναγκαία. Η στροφή στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση το ίδιο. Επιδίωξη του άρθρου αυτού είναι η επισήμανση της υποχρέωσης, που έχουμε όλοι όσοι μετέχουμε σε ιδιάζουσες, διαφορετικές και πρωτόγνωρες εκπαιδευτικές συνθήκες, να αναζητούμε, να εντοπίζουμε και να αναδεικνύουμε τις ανισότητες, αλλά και να προσβλέπουμε στην αντιμετώπισή τους. Γιατί η ανισότητα σε συνθήκες κρίσης ανθίζει, μετασχηματίζεται, μεταμορφώνεται και κυριαρχεί……και, κυρίως, προβληματίζει. Και μπροστά στον όλεθρο ή την καταστροφή οι πιο αδύναμοι είναι πάντα αυτοί που ξεχνιούνται πρώτοι, αυτοί που θυσιάζονται πρώτοι. Όμως, δεν μας περισσεύει κανένας.
*Η Αντιγόνη-Αλμπα Παπακωνσταντίνου είναι Επικ.Καθηγήτρια Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών