H πολιτική αλλοιώνει την ιστορική μνήμη

H πολιτική αλλοιώνει την ιστορική μνήμη

5' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

H σχέση με την ιστορία συνήθως γίνεται πιο εύκολη, όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε χρονικά από τα γεγονότα. Θετικές μνήμες λαμπρύνονται, μνήμες αρνητικές ξεθωριάζουν, οι παλαιές γενιές, που ενδεχομένως θα εξέφραζαν αντίλογο, φεύγουν με τη νομοτέλεια των βιολογικών ρυθμών. H διαδικασία αυτή της σταδιακής «εξομάλυνσης» δεν είναι, σωστό, ωστόσο, απαρέγκλιτη. Εξέχον παράδειγμα η τελευταία δεκαετία, στην οποία η πεντηκονταετηρίδα (και η θεσμοποιημένη μνημόνευση) του φρικτότερου πολέμου στην παγκόσμια ιστορία συνέπεσε με κοσμοϊστορικές ανακατατάξεις που είτε ενίσχυαν είτε αντέστρεφαν παλαιότερες τάσεις. Το φαινόμενο της «δεύτερης ζωής» των ιστορικών γεγονότων ήταν ιδιαίτερα ισχυρό, όποτε η επίσημη μνήμη είχε εξοστρακίσει την αυτούσια συλλογική θύμιση των λαών στη χειμερία νάρκη των αποσιωπήσεων.

Ηθική υποθήκη

Στον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, από τις μυριάδες βόμβες που συμμαχικά αεροπλάνα έριχναν σε γερμανικές πόλεις, το 12% δεν εξερράγη τότε. Μόνο στο Βερολίνο υπολογίζονται σε 3.000 εκείνες που έως σήμερα δεν βρέθηκαν και είναι επικίνδυνες. Περισσότερο όμως από αυτήν την ύπουλη σιδερένια κληρονομιά βαραίνει τους Γερμανούς η ηθική υποθήκη που άφησε ο πόλεμος, συχνά με υλικές προεκτάσεις. Ακόμη και ξένοι παρατηρητές επικρίνουν την τάση να «λογίζονται οι Γερμανοί του Σήμερα συλλογικά ένοχοι… να ευρίσκονται υπό τη διαρκή ομηρεία ενός συνολικού διαχρονικού στίγματος μεταφερόμενου από γενιά σε γενιά». Ωστόσο, η Γερμανία ποτέ δεν θα απαλλαγεί εντελώς από το ναζιστικό παρελθόν. Ακόμη και ποδοσφαιρικός αγώνας Γερμανίας-Αγγλίας, το ’94, χρειάστηκε να ματαιωθεί όταν οι αρμόδιοι αντιλήφθηκαν ότι η 20ή Απριλίου, που είχε οριστεί για τη διεξαγωγή, ήταν η ημέρα γενεθλίων του Χίτλερ.

«Δικαιωμένοι»

Μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», οι ηττημένοι, τρόπον τινά, της «έριδας των (Γερμανών) ιστορικών [Historikerstreit], που είχαν αμφισβητήσει τη μοναδικότητα -ακόμη και το «copyright»- των ναζιστικών εγκλημάτων, εμφανίζονταν ως «δικαιωμένοι». Αφού η διχοτόμηση της Γερμανίας είχε εκληφθεί ως «τιμωρία για το Αουσβιτς», αναλόγως η ανέλπιστη επανένωση εμφανιζόταν ως άφεση αμαρτιών άνωθεν, ως δείγμα ότι -μαζί με το τέλος της «μεταπολεμικής περιόδου»- καιρός ήταν να λήξει και η «ατέρμων ανακύκλωση» του ναζιστικού παρελθόντος – με το επιχείρημα ότι και άλλοι λαοί είχαν διαπράξει κατά καιρούς παρόμοια εγκλήματα, διαιώνιζαν όμως αποκλειστικά το θέμα της γερμανικής ενοχής για να προωθήσουν δικές τους σκοπιμότητες. Με το σκεπτικό αυτό, μεγάλη μερίδα της γερμανικής κοινής γνώμης, καθώς επίσης -αν και πιο διακριτικά- και των ερευνητών προέβαλλε ότι η επί μισόν αιώνα συνεχής ανασκάλευση της ναζιστικής περιόδου έπρεπε πια να δώσει τη θέση της στην εκκαθάριση της «εξίσου εγκληματικής και πιο «επίκαιρης» (ως πιο πρόσφατης) σταλινικής και, κατ’ επέκταση, κομμουνιστικής τρομοκρατίας».

Πράγματι, παρατηρήθηκε μεταστροφή ερευνητικών προτεραιοτήτων, ενώ στο δημόσιο λόγο οι όροι αποκατάσταση και αποζημίωση όλο και περισσότερο αφορούσαν θύματα της Στάζι, του κομμουνισμού – θέμα που με τη σειρά του προηγουμένως ήταν ταμπού για κάθε ιστορικό που αυτοπροσδιοριζόταν ως «προοδευτικός». Σύντομα όμως τα πράγματα άρχιζαν να μπερδεύονται. Λ.χ., επιχειρηματίες που ζητούσαν επιστροφή των ακινήτων τους που είχαν απαλλοτριωθεί από το ανατολικογερμανικό καθεστώς, ξαφνικά αντιμετώπιζαν παλαιότερα δικαιώματα όταν εμφανίστηκαν απόγονοι προπολεμικών Εβραίων ιδιοκτητών, που με τους νόμους της Νυρεμβέργης είχαν στερηθεί τις περιουσίες τους.

Η εξαγγελία του Γέλτσιν ότι τα «νέα ντοκουμέντα» που επρόκειτο να καταστήσει προσιτά, θα έκαναν την υφήλιο να τρέμει, ασφαλώς ήταν υπερβολική. Ωστόσο, τα αρχεία του άλλοτε κομμουνιστικού μπλοκ κρύβουν όχι λιγότερες βόμβες απ’ ό,τι το γερμανικό έδαφος. Ετσι αμέτρητες βιογραφίες θα χρειαστεί να ξαναγραφούν. Ταυτόχρονα, τεράστιες αρχειακές ενότητες αποκαλύπτουν νέες διαστάσεις της ναζιστικής γενοκτονίας. Το νέο υλικό, σε συνδυασμό με τη συμβολική βαρύτητα της «στρογγυλής» 50ής επετείου από το τέλος του μεγάλου πολέμου, εμπόδιζε το επιδιωκόμενο «κλείσιμο» του θέματος.

Πολλοί Γερμανοί σοκαρίστηκαν από τις πρόσθετες αποδείξεις ότι τα εγκλήματα πολέμου δεν βάραιναν μόνον τα Ες Ες, αλλά ότι και τα υποτιθέμενα άσπιλα «τακτικά» στρατεύματα της Βέρμαχτ ήταν βαθιά εμπλεγμένα. Οι αντιδράσεις κατά της αποκαθήλωσης αυτής με μορφή μεταφερόμενης έκθεσης ήταν έντονες, και το θέμα συγκαταλεγόταν στα πιο επίμαχα, όπως δείχνουν 40.000 σχετικά δημοσιεύματα και 800.000 επισκέπτες. Την έκθεση, σε εντελώς νέα μορφή, και πλέον με αναφορά στα εγκλήματα στην Ελλάδα, εγκαινιάσαμε πρόσφατα στο Βερολίνο. Πολλοί επιζώντες, αλλά και αρκετοί κατοπινότεροι, ένιωθαν υπερβολικά πικρό το συμπέρασμα ότι είχαν πολεμήσει, ότι οι δικοί τους είχαν δώσει τη ζωή τους, για σκοπούς εγκληματικούς, και μάλιστα ότι υπήρχε στατιστικά μεγάλη πιθανότητα να έχουν συμμετάσχει και οι ίδιοι, άμεσα ή έμμεσα, στα εγκλήματα αυτά.

Ηττα ή απελευθέρωση;

Η αντιπαράθεση των δύο στρατοπέδων -του «ποτέ πια» και του «φθάνει πια»- κλιμακώθηκε με την εν λόγω πεντηκονταετηρίδα που από μόνη της αποτελούσε ιστορικό γεγονός. Αντιμέτωποι με την ερώτηση, τι σήμαινε η 8η Μαΐου 1945 για τους Γερμανούς, μόνον το 12% τη χαρακτήρισε ήττα, δηλαδή επέμενε στα κριτήρια του ’45, ενώ το 80% απάντησε «απελευθέρωση». Ανεξάρτητα από την αξιοπιστία τέτοιων σφυγμομετρήσεων, η αμφιλεγόμενη ώρα μηδέν προβλημάτιζε και δίχαζε τους Γερμανούς και ως προς τη σχέση τους με τις χώρες της άλλοτε αντιφασιστικής συμμαχίας, επηρεάζοντας και αυτήν καθαυτή τη σχέση. Αυτό φάνηκε ήδη στην αφετηρία του «μαραθώνιου μνήμης», την 50ή επέτειο της συμμαχικής απόβασης στη Νορμανδία (6.6.94). Υστερα από έντονες διαμαρτυρίες των οργανώσεων παλαιμάχων, το Λονδίνο και το Παρίσι απέρριψαν την επιθυμία του καγκελάριου Κολ να προσκληθεί στις εορταστικές εκδηλώσεις. Ετσι εκείνες περιορίστηκαν σε μεγαλοπρεπή φιέστα μιας κλειστής λέσχης στην οποία δεν χωρούσαν οι εκπρόσωποι των άλλοτε ή νυν ηττημένων (Γερμανία – Ρωσία). H Βόννη ενοχλήθηκε σφόδρα, αλλά και στη Γαλλία ασκήθηκε κριτική πως χάθηκε μια ιστορική ευκαιρία να μετατραπεί μια παρελθοντολογική επινίκια σύναξη σε συμφιλιωτική πανευρωπαϊκή γιορτή για την απολύτρωση της ηπείρου.

Ανάμεικτα αισθήματα

Ετσι άλλαξε το κλίμα, όταν ο Κολ ανανέωσε την επιθυμία του να γιορτάσει τη συμφιλίωση στον κύκλο των τεσσάρων νικητριών δυνάμεων – οι οποίες ταυτόχρονα είχαν «εγγυηθεί» για τη γερμανική επανένωση στο περίφημο Σύμφωνο «2+4». Ακολούθησε, τον Μάιο του 1995, η περιφορά πολλών δεκάδων αρχηγών – κρατών οι οποίοι γιόρτασαν το βαρυσήμαντο ιωβηλαίο σε Λονδίνο, Παρίσι, Βερολίνο και στη Μόσχα. H συνακόλουθη αναβάθμιση της Γερμανίας άφησε ανάμεικτα αισθήματα στις πρώην κατεχόμενες χώρες για την ηθικοπολιτική, μετά την ντε φάκτο, εξομοίωση «καλών» και «κακών», νικητών και νικημένων. Ορισμένοι εξέφρασαν μάλιστα φόβους ότι οι ηττημένοι ήθελαν να αντιστρέψουν τον ρουν της Ιστορίας.

Πράγματι, εμφανίστηκαν ενισχυμένες οι τάσεις να εξαλειφθεί η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους θύτες και στα θύματα – όπως ταυτόχρονα επιχειρούσε να κάνει στην Ιταλία η πρώτη κυβέρνηση Μπερλουσκόνι. Ετσι, το νέο κεντρικό σημείο στο Βερολίνο για τα «θύματα του πολέμου και της βίας» αρχικά εξομοίωνε δολοφονημένους Εβραίους, εκτελεσθέντες αντιστασιακούς, πεσόντες Ναζί και σκοτωμένους στο Τείχος. Παρομοίως, η άρνηση του Κολ και των δυτικών ηγετών να συμπεριλάβουν τους Ρώσους στον γιορταστικό αποχαιρετισμό των συμμαχικών στρατευμάτων από το κυρίαρχο πλέον Βερολίνο -με το σκεπτικό ότι ο Κόκκινος Στρατός δεν είχε έρθει ως «απελευθερωτής», αλλά ως νέος δυνάστης- επιχειρούσε τον συμψηφισμό των διαδοχικών ρόλων της Γερμανίας ως θύτη και θύματος. O κ. Χάγκεν Φλάισερ είναι καθηγητής της Νεότερης Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή