H ακρίβεια «τσάκισε» τους καταναλωτές

H ακρίβεια «τσάκισε» τους καταναλωτές

2' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μπορεί οι έξοδοι του κ. Κίμωνα Κουλούρη στη λαχαναγορά και τα μέτρα καταπολέμησης της ακρίβειας στους πάγκους των οπωροπωλών να ρίξουν κάπως τις τιμές στις λαϊκές αγορές, όμως το τοπίο της ακρίβειας στη χώρα μας δεν μεταβάλλεται. Αντίθετα, γίνεται μάλλον πιο ζοφερό. Οι συνεχείς αυξήσεις στις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών που συνοδεύονται από μισθολογική στασιμότητα καθιστούν πλέον τον Ελληνα καταναλωτή αδύναμο να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της αγοράς.

Τιμές απλησίαστες

Ενώ τα ταμεία των καταστημάτων υπακούουν σε ευρωπαϊκούς κανόνες, η τσέπη παραμένει ραμμένη, σε επίπεδα αμιγώς ελληνικά. Οι αριθμοί μιλούν για ένα κόστος ζωής στην Ελλάδα που αγγίζει το 90% του μέσου κοινοτικού όρου, στο οποίο καλείται ο πολίτης να ανταποκριθεί με ένα μισθό ο οποίος μετά βίας πλησιάζει το 57,3% αυτού, του Ευρωπαίου μισθωτού. Συγκεκριμένα, ο μέσος όρος απολαβών στην Ευρωζώνη υπολογίζεται στα 2.141 ευρώ, όταν ο μέσος Ελληνας εργαζόμενος λαμβάνει μόλις 1.141 ευρώ κάθε μήνα.

Οι τιμές απλησίαστες και οι Ελληνες έντρομοι πειθαρχούν στο τέρας της ακρίβειας, γεγονός το οποίο διαφαίνεται στις καταναλωτικές τους συνήθειες, οι οποίες έχουν αλλάξει κατά πολύ. Αισθητά έχουν μειωθεί οι αγορές ρούχων και παπουτσιών, αφού είναι πλέον από τα ακριβότερα στην Ευρώπη. Σύμφωνα με έρευνα της PricewaterhouseCoopers, που ολοκληρώθκε τον περασμένο Μάιο, τα είδη ένδυσης και υπόδησης στη χώρα μας, είναι κατά 12% ακριβότερα από αυτά της Ιταλίας -χώρα που παραδοσιακά φημίζεται για την ακριβή αγορά ρούχων και υποδημάτων- κατά 20% ακριβότερα από της Γαλλίας και κατά 25% από αυτά της Ολλανδίας. Ενα παντελόνι τζιν, για παράδειγμα, στοιχίζει στη χώρα μας 66,5 ευρώ, ενώ στην Ολλανδία το κόστος του ανέρχεται μόλις στα 47 ευρώ και στην Ιταλία στα 59 ευρώ.

Σε πολύ υψηλά επίπεδα τιμών είναι και οι τηλεπικοινωνίες. Μια αστική τηλεφωνική συνδιάλεξη στην Αθήνα στοιχίζει δύο φορές περισσότερο από εκείνη στο Λουξεμβούργο, ενώ είναι κατά 11% ακριβότερη από μια αστική συνδιάλεξη στη Βιέννη.

Η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων είναι μικρή. Οι Ελληνες πρέπει να εργαστούν 95 ώρες και 45 λεπτά για να προμηθευτούν 100 είδη τροφίμων και ποτών σε αντίθεση με τους Βρετανούς, οι οποίοι, με 57 ώρες και 18 λεπτά εργασίας, είναι σε θέση να αγοράσουν την ίδια ποσότητα. Σε εμφανώς καλύτερη θέση είναι και οι Γάλλοι, οι οποίοι πρέπει να εργαστούν 20 λεπτά περισσότερο από τους Βρετανούς, ενώ τα αντίστοιχα είδη προμηθεύονται οι Γερμανοί με μόλις 48 ώρες και 35 λεπτά εργασίας.

Ακριβή, στη χώρα μας, είναι και έξοδος για καφέ, η τιμή του οποίου υπολογίζεται κατά μέσο όρο στα 3,40 ευρώ, όταν στο Βέλγιο δεν θα ξεπεράσει τα δύο ευρώ, στη Γαλλία το 1,85 ευρώ και στην Ισπανία το 1,77 ευρώ. Ομοίως, μια μπίρα κοστίζει στην Ελλάδα γύρω στα 4,5 ευρώ, ενώ στην Ολλανδία κοστίζει 2,10, στο Λουξεμβούργο 2,25, στην Πορτογαλία 2,50, στην Ισπανία 2,63, στη Γερμανία 2,70, στην Ιρλανδία 3,50 και στην Αυστρία 4,10.

Εξίσου άσχημα είναι τα πράγματα όσον αφορά τις εξόδους για κινηματογράφο. Το σινεμαδάκι κοστίζει από 7 έως 7,5 ευρώ στη χώρα μας. H Αυστρία, για μια ακόμη φορά, αποδεικνύεται πιο συμφέρουσα, αφού ο κινηματογράφος εκεί στοιχίζει 5,15 ευρώ. Λίγο πιο φθηνό είναι το εισιτήριο κινηματογράφου στην Ολλανδία (6,69 ευρώ) και στην Ιταλία (6,20 ευρώ), ενώ αισθητά πιο φθηνό είναι στην Ισπανία (5,26 ευρώ).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή