Ξοδεύουμε περισσότερα από όσα έχουμε

Ξοδεύουμε περισσότερα από όσα έχουμε

7' 19" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πόσα κερδίζει ο μέσος Ελληνας; Πόσα ξοδεύει και πού; Καταναλώνει περισσότερα ή λιγότερα από τους λοιπούς Ευρωπαίους για βασικές ανάγκες; Εν τέλει, πώς διαβιεί;

Από την επεξεργασία των φορολογικών δηλώσεων του οικονομικού έτους 2002 και από πρόσφατα στοιχεία της Eurostat προκύπτουν πολλά ενδιαφέροντα, αν και όχι πάντα ενθαρρυντικά στοιχεία. Κερδίζουμε λίγα, ξοδεύουμε πολλά και μάλιστα για πολύ βασικές ανάγκες που σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες καλύπτονται σε μεγάλο μέρος από το κράτος. Στη χώρα μας, τομείς όπως η υγεία και η παιδεία απορροφούν μεγάλο τμήμα του οικογενειακού προϋπολογισμού, επιβαρύνοντας δυσβάσταχτα τα ελληνικά νοικοκυριά, τα οποία μετά δυσκολίας αντεπεξέρχονται στις ανάγκες της καθημερινότητας. Ξοδεύουμε από τον πενιχρό μισθό μας για αγαθά που σε άλλες χώρες αποτελούν δεδομένες κρατικές παροχές. Επιπλέον, η διαφορά των εισοδημάτων στην Ελλάδα με αυτά των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι τεράστια (ο μέσος μισθός του Ελληνα είναι 18.900 ευρώ τον χρόνο, ενώ ο αντίστοιχος μέσος ευρωπαϊκός είναι 28.600), γεγονός που κάνει ακόμη πιο δραματικές τις δαπάνες αυτές.

Παιδεία – Πραγματικές δαπάνες ύψους 1,5 δισ. ευρώ

Ο τομέας στον οποίο φαίνεται να «υπερτερούμε» στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι στα έξοδα για την εκπαίδευση, τα οποία σύμφωνα με τους υπολογισμούς του υπουργείου Οικονομικών ανέρχονται σε 382 εκατομμύρια ευρώ – 130 δισ. δρχ. (στοιχεία οικονομικού έτους 2002). Και να σκεφθεί κανείς ότι το ποσό αυτό αφορά μόνο τις δηλωμένες δαπάνες για φροντιστήρια και ξένες γλώσσες.

Σύμφωνα με έρευνα της ICAP, οι πραγματικές οικογενειακές δαπάνες για την παιδεία αγγίζουν το 1,5 δισ. ευρώ. Δηλαδή, η ετήσια επιβάρυνση ενός νοικοκυριού για ένα παιδί που παρακολουθεί συμπληρωματικά μαθήματα σε φροντιστήριο για να αντεπεξέλθει στις εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο, ανέρχεται -σύμφωνα πάντα με τη συντηρητική εκτίμηση του υπουργείου Οικονομικών- σε 905 ευρώ, ενώ στην περίπτωση που υπάρχει δεύτερο παιδί στην οικογένεια το κόστος γίνεται απαγορευτικό. Το κόστος διπλασιάζεται αν το παιδί θελήσει να μάθει μια δεύτερη ξένη γλώσσα, μια «πολυτέλεια» που σε άλλα κράτη της Ε.Ε. παρέχεται δωρεάν.

Αξίζει να αναφέρουμε ότι η χώρα μας, ακόμη και με βάση τις συντηρητικές επίσημες εκτιμήσεις, εμφανίζεται να ξοδεύει τα περισσότερα στην E.E. στην παιδεία – το 2,4% του ΑΕΠ. Στις ανταγωνιστικές ευρωπαϊκές οικονομίες, οι αντίστοιχες δαπάνες ανέρχονται, για παράδειγμα, στην Ισπανία στο 0,1% του ΑΕΠ (στοιχεία Eurostat), στην Πορτογαλία στο 1,3% του ΑΕΠ, στην Ιρλανδία στο 1,4% του ΑΕΠ. Οι Γερμανοί ξοδεύουν από την τσέπη τους για εκπαίδευση ένα συνολικό ποσό ίσο με το 0,5% του ΑΕΠ. Το ίδιο και οι Γάλλοι.

Υγεία – Το μεγαλύτερο κόστος στην Ευρώπη

Η ίδια «νοσηρή» εικόνα παρατηρείται και στον τομέα της υγείας. Τα ποσά που ξοδεύουν οι Ελληνες για την ιατρική τους περίθαλψη ανέρχονται σε 473 εκατομμύρια ευρώ (161 δισ. δρχ.). Βέβαια, το ανωτέρω ποσό προκύπτει μόνον από τις δηλωμένες δαπάνες ιατρικής και φαρμακευτικής περίθαλψης, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στις δηλώσεις του οικονομικού έτους 2002 (η κατά κεφαλήν ετήσια δαπάνη είναι 380 ευρώ). Στην πραγματικότητα, είναι σημαντικά μεγαλύτερο. Αρκεί να σκεφθεί κανείς πόσες φορές δεν παίρνουμε απόδειξη από γιατρό για την επίσκεψη ή διάφορες μικροεπεμβάσεις, ενώ καλύτερα να μη γίνει λόγος για τα «προαιρετικά» φακελάκια.

Ακόμη, υπάρχουν πλήθος έξοδα, όπως για διάφορα φάρμακα χαμηλής αξίας και προϊόντα φαρμακείου, που «παραγράφονται» διότι είτε δεν έχουν φυλαχθεί οι σχετικές αποδείξεις είτε αποτελούν μικροποσά τα οποία κατατάσσονται στα γενικά μικροέξοδα.

Από τα στοιχεία της Eurostat προκύπτει ότι δεν υπάρχει άλλος λαός στην Ευρωπαϊκή Ενωση που να δαπανά περισσότερα χρήματα από εμάς για την υγεία, αφού, επισήμως, ξοδεύουμε το 6,3% του ΑΕΠ για το πολυτιμότερο αγαθό. Με άλλα λόγια και στον τομέα της υγείας οι Ελληνες είτε αρρωσταίνουν πολύ συχνότερα απ’ ό,τι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι ή, απλώς, το εθνικό σύστημα υγείας δεν επαρκεί για να γιατρέψει τις «πληγές» των Ελλήνων ασθενών. Τη δεύτερη θέση μετά την Ελλάδα, σε αρνητική ποιότητα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, καταλαμβάνει η Φινλανδία με σημαντική ωστόσο διαφορά από την Ελλάδα, αφού οι συγκεκριμένοι Σκανδιναβοί ξοδεύουν το 5,2% του ΑΕΠ τους για τον τομέα της υγείας. Ακολουθούν οι Βέλγοι, οι οποίοι ξοδεύουν το 4,7% του ΑΕΠ σε γιατρούς και φάρμακα, και οι Πορτογάλοι με 4,6% του ΑΕΠ.

Διατροφή – Ακριβό το καλάθι στο σούπερ μάρκετ

Σημαντικά κονδύλια δαπανούν οι Ελληνες σε είδη διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών καθώς αυτά απορροφούν το 16,6% του ΑΕΠ. Τα πρωτεία ωστόσο κατέχουν οι Πορτογάλοι με 21,2% του ΑΕΠ και οι Ιταλοί με 19% του ΑΕΠ. Στον αντίποδα βρίσκονται οι κάτοικοι του Λουξεμβούργου, οι οποίοι ξοδεύουν το 10,1% του ΑΕΠ τους για «γαστρονομικές απολαύσεις».

Πάντως, παρά τα σημαντικά ποσά που δαπανώνται στην Ελλάδα για είδη σούπερ μάρκετ (ξοδεύουμε περισσότερα από πολλούς Ευρωπαίους εταίρους μας), από στοιχεία της εταιρείας PriceWaterHouse Coopers προκύπτει ότι το καλάθι μας δεν γεμίζει…

Ενας Ελληνας γεμίζει το καλάθι του σούπερ μάρκετ (περιλαμβανομένων και των τροφίμων) με 191,4 ευρώ ενώ για τα αντίστοιχα είδη ένας Ισπανός θα χρεωθεί μόλις 176,6 ευρώ, ένας Φινλανδός με 170,1 ευρώ και ένας Πορτογάλος με 169,1 ευρώ. Σε δυσχερέστερη θέση από μας είναι ο Ιρλανδός, ο οποίος θα κληθεί να καταβάλει για τα ίδια προϊόντα 217,6 ευρώ.

Στέγαση – Δυσβάσταχτο οικογενειακό βάρος η φοιτητική στέγη

Παρά το γεγονός ότι το ποσοστό ιδιόκτητων ελληνικών κατοικιών ανέρχεται στο 74%, τα έξοδα στέγασης, δηλαδή ενοικίου, αποτελούν μεγάλο βάρος για τις ελληνικές οικογένειες, ιδιαίτερα εάν έχουν παιδί που σπουδάζει σε άλλη πόλη. Παράλληλα, τα υψηλά ποσοστά ανεργίας ανάμεσα στους πτυχιούχους αναγκάζουν την οικογένεια να στηρίζει οικονομικά τα παιδιά για αρκετά χρόνια. Συγκεκριμένα, για ενοίκιο κατοικίας παιδιών που σπουδάζουν στο εσωτερικό της χώρας δαπανώνται ετησίως ανά οικογένεια περί τα 2.000 ευρώ, ενώ το συνολικό ετήσιο κόστος αγγίζει τα 191 εκατομμύρια ευρώ. Στα έξοδα αυτά πρέπει να προστεθεί και το ποσό που ξοδεύεται από τα ελληνικά νοικοκυριά για ενοίκιο κύριας κατοικίας, ποσό το οποίο ξεπερνά το 1,7 δισ. ευρώ ετησίως. Το ποσό αυτό μπορεί να είναι μικρότερο από εκείνο που ξοδεύουν τα νοικοκυριά των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών, ωστόσο η διαφορά των εισοδημάτων αρκεί για να ισοσκελίσει εις βάρος μας τη διαφορά.

Εν έτει 2004, λοιπόν, και ενώ βρισκόμαστε προ των πυλών των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, καλούμαστε να ξοδέψουμε μεγάλο τμήμα του εισοδήματός μας σε αγαθά όπως είναι η υγεία και η παιδεία, για τα οποία θα έπρεπε το κράτος πρόνοιας, σεβόμενο τους πολίτες του, να είναι σε θέση να παρέχει.

Η ακρίβεια αποτελεί το σοβαρότερο πρόβλημα των νοικοκυριών

Οι εβδομαδιαίες σεμνές επισκέψεις στο σούπερ μάρκετ έχουν αντικαταστήσει τη μεγάλη μηνιαία, το ψυγείο είναι γεμάτο μόνο στις γιορτές, ενώ οι έξοδοι για φαγητό ή κινηματογράφο έχουν περιοριστεί κατά πολύ, δηλώνει η κ. Κατερίνα Γεωργάκη, μητέρα δύο παιδιών και «φυσικά εργαζόμενη», όπως δηλώνει η ίδια. H καθημερινότητα μιας μεσαίας ελληνικής οικογένειας έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια, η ακρίβεια αποτελεί το σοβαρότερο πρόβλημα των νοικοκυριών (βρίσκεται άλλωστε στην πρώτη θέση των καταγγελιών του INKA για το 2003) ενώ οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι στα ίδια επίπεδα, χωρίς να συμβαδίζουν με το ραγδαία αυξανόμενο κόστος ζωής.

«Πριν από δύο ή τρία χρόνια πήγαινα μία φορά τον μήνα στο σούπερ μάρκετ, έκανα μαζικές αγορές, ενώ συμπληρωματικές επισκέψεις ήταν στο εβδομαδιαίο πρόγραμμα» εκμυστηρεύεται στην «K» η κ. Γεωργάκη που συμπληρώνει: «Προσέχω πλέον πολύ τα προϊόντα που βάζω στο καρότσι». Υπάρχουν φορές μάλιστα που θα επισκεφθεί άλλο κατάστημα για να προμηθευτεί προϊόντα που τυχαίνει να έχουν χαμηλότερες τιμές. «Το σπίτι μας ήταν πάντα γεμάτο, το ψυγείο μετά βίας έκλεινε. Είναι γεγονός ότι πολλά από τα τρόφιμα που είχαμε πήγαιναν χαμένα, σήμερα όμως δεν υπάρχει αυτή η πολυτέλεια», διευκρινίζει η κ. Γεωργάκη, η οποία επισημαίνει ότι «δεν πεινάμε, αλλά είμαστε πιο στριμωγμένοι».

Ουδείς λόγος για είδη ρουχισμού καθώς η ανανέωση της γκαρνταρόμπας περιορίζεται στα απολύτως απαραίτητα και οι αγορές αυτές πραγματοποιούνται μόνο κατά την περίοδο των εκπτώσεων. «Προσπαθούμε να επικεντρωνόμαστε στις ανάγκες των παιδιών, εμείς μπορούμε να περιμένουμε…». H κ. Γεωργάκη είναι μέλος τετραμελούς οικογένειας, το εισόδημα της οποίας μετά βίας αγγίζει τα 1.800 ευρώ μηνιαίως, ποσό το οποίο ισοσκελίζεται με τα έξοδα. «Ουδείς λόγος για αποταμίευση. Μετά βίας τα βγάζουμε πέρα. Μη μας βρει τίποτα χειρότερο μόνο…» δηλώνει η ίδια με ανησυχία.

Ακόμα και το μικρότερο έξοδο, όπως το χαρτζιλίκι των παιδιών για το σχολείο, βαραίνει πολύ τον οικογενειακό προϋπολογισμό. «Τα παιδιά μετά το σχολείο πάνε στο φροντιστήριο που σημαίνει ότι πρέπει να φάνε κάτι (όχι παραπάνω από μια τυρόπιτα και ένα γάλα ή αναψυκτικό). Δεν τους δίνουμε πάνω από τρία ευρώ στο καθένα την ημέρα, αλλά το ποσό αυτό σημαίνει 120 ευρώ τον μήνα συνολικά, στα οποία αν προσθέσουμε το χαρτζιλίκι του Σαββατοκύριακου (άλλα 120 ευρώ μηνιαίως, δίνουμε 15 ευρώ στο κάθε παιδί), έχουμε ένα πολύ σημαντικό έξοδο» αναφέρει εμφανώς αγχωμένη η κ. Γεωργάκη.

Οι έξοδοι για διασκέδαση ή ψυχαγωγία περιορισμένες στο ελάχιστο καθώς αποτελούν πολυτέλεια πλέον. «Βγαίναμε συχνά για φαγητό σε καμία ταβέρνα με φίλους ή συγγενείς, αλλά δεν γίνεται πλέον, αφού κάθε γεύμα έξω, σε ένα μικρό ταβερνάκι για παράδειγμα, στοιχίζει τουλάχιστον 50 ευρώ για εμάς τους τέσσερις» εξηγεί η κ. Γεωργάκη που εξομολογείται ότι το πορτοφόλι τους δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο για πάνω από μία φορά τον μήνα. Ουδείς λόγος βέβαια για κινηματογράφο ή θέατρο που αποτελούσε «παραδοσιακό τρόπο διασκέδασης και τώρα αποτελεί σπάνια έξοδο».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή