ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. H έγκαιρη αντιμετώπιση των παραγόντων κινδύνου που ευθύνονται για την ανάπτυξη της καρδιακής ανεπάρκειας μπορεί να συμβάλλει στη μείωση της θνητότητας της νόσου η οποία εξακολουθεί να παραμένει υψηλή παρά τις προόδους της ιατρικής επιστήμης.
Νέα επιδημιολογικά δεδομένα δείχνουν ότι εκτός από τη θεραπευτική αγωγή της υπέρτασης, απλά μέτρα, όπως η απώλεια βάρους, η άσκηση, η ελάττωση της πρόσληψης άλατος και οινοπνεύματος, όχι μόνο μειώνουν την αρτηριακή υπέρταση αλλά περιορίζουν σημαντικά και την επίπτωση της καρδιακής ανεπάρκειας.
Το σύνδρομο της καρδιακής ανεπάρκειας -η νόσος των ηλικιωμένων- απασχόλησε χθες το πανελλήνιο συνέδριο «Αθηροθρομβωτικές αγγειακές παθήσεις και παράγοντες κινδύνου-στρατηγικοί στόχοι το 2005» που διεξάγεται και σήμερα στη Θεσσαλονίκη.
«Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι σήμερα η αντιμετώπιση της καρδιακής ανεπάρκειας ξεκινάει όταν το σύνδρομο εκδηλωθεί πλήρως και όταν οι ασθενείς παρουσιάζουν ήδη συμπτώματα», διευκρίνισε ο αναπληρωτής καθηγητής καρδιολογίας στο ΑΠΘ κ. Χαράλαμπος Καρβούνης. «Εχει αποδειχθεί όμως ότι η αντιμετώπιση των παραγόντων κινδύνου στα αρχικά στάδια και κυρίως η αντιμετώπιση της αρτηριακής υπέρτασης με μέτρα πρόληψης στο γενικό πληθυσμό θα παίξουν σημαντικό ρόλο στη μείωση της θνησιμότητας από καρδιακή ανεπάρκεια».
Μελέτες έδειξαν ότι μείωση της καρδιακής πίεσης κατά 5 mmHg στο γενικό πληθυσμό μπορεί να έχει αποτέλεσμα τη μείωση της επίπτωσης της καρδιακής ανεπάρκειας στις ομάδες αυτές κατά 25%. Ειδικότερα, στους υπερτασικούς, οι οποίοι αποτελούν το 20% περίπου του πληθυσμού μια μείωση της αρτηριακής πίεσης κατά 10mmHg μπορεί να επιφέρει ελάττωση της επίπτωσης της καρδιακής ανεπάρκειας μέχρι και 50%.